Η φανφάρα είναι ένα σύντομο μουσικό κομμάτι που είναι γραμμένο για να εκετελεστεί από χάλκινα πνευστά όργανα (τρομπέτες κ.ά.) και προορίζεται να ακουστεί σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι. Μεταφορικά η λέξη στον πληθυντικό χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το λόγο που χαρακτηρίζεται από κενή μεγαλοστομία.
Έτσι, ο πομπώδης λόγος λέγεται φανφαρονισμός· ο κομπαστής, ο υπερφίαλος λογάς λέγεται φανφαρόνος, και τα καμώματά του, η συμπεριφορά του φανφαρονική ή φανφαρονίστικη.
Η λέξη είναι ιταλική fanfara αλλά έχει γαλλικές καταβολές fanfare, από έναν τύπο ηχομιμητικής προέλευσης.
Ετυμολογία λέξης φανφάρα
φανφάρα < ιταλική fanfara (σάλπισμα)
Σημασία λέξης φανφάρα
φανφάρα θηλυκό
- σύντομο μουσικό κομμάτι που είναι γραμμένο για να εκετελεστεί από χάλκινα πνευστά όργανα (τρομπέτες κ.ά.) και προορίζεται να ακουστεί σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι
- Η φανφάρα γράφεται στους φυσικούς αρμονικούς φθόγγους της σάλπιγγας
- μπάντα ή ορχήστρα που απαρτίζεται κυρίως από σαλπιγκτές
- Μπροστά πήγαινε η εικόνα, πίσω η φανφάρα και πιο πίσω οι πιστοί
- (μεταφορικά) ο πομπώδης λόγος πολιτικού ή γενικά ο κομπασμός και ο άτοπος στόμφος ενός συνομιλητή
- Άσε τις φανφάρες και λέγε τώρα τι θα κάνουμε, γιατι καιγόμαστε