Ο Κωνσταντίνος Τάττης ήταν γιος του Παναγιώτη και της Ελένης. Γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του 1787 στο Βυθκούκι, μια κωμόπολη στα ΝΔ της Μοσχόπολης, στην περιοχή της Κορυτσάς της σημερινής νότιας Αλβανίας (Β. Ήπειρος).
Αναδείχθηκε ικανός έμπορος, αποκτώντας αρκετή κτηματική περιουσία. Εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1810 και ήταν πρόκριτος της πόλης. Διετέλεσε Δημογέροντας, επίτροπος του Ιερού Ναού Αγίου Μηνά και είχε εμπλοκή στις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρείας. Έχοντας προφανώς πολλά χρήματα αγόρασε (στις 8-1-1832) στο κέντρο της πόλης αρκετά κτήματα, πολλά ιδίως μαγαζία (που αργότερα αποτέλεσαν την ''Στοά Τάττη''). Τα μαγαζιά αυτά (στην οδό Ι. Δραγούμη, πρώην Μεγ. Αλεξάνδρου) μάλιστα κάηκαν στη φωτιά του Αυγούστου 1839 αλλά και πάλι ο Κων. Τάττης τα ανοικοδόμησε.
Νυμφεύθηκε την Αικατερίνη, κόρη συγγενούς της οικογένειας Καυταντζόγλου με την οποία απέκτησε δυο γιους (Ιωάννη και Στέφανο) και λίγο αργότερα γύρω στα 1819-1820 ως φιλικός (κατηχητής) ανέλαβε να μυήσει και άλλους στην Φιλική Εταιρεία, επιχειρώντας ταξίδια στην Ανατολική και Δυτική Μακεδονία.
Από την αντιπαράθεση των διαθέσιμων στοιχείων δεν φαίνεται να υπήρχε οριστική και μόνιμη εγκατάσταση του Κωνσταντίνου Π. Τάττη στην Θεσσαλονίκη πριν από την επανάσταση.
Δεν αποκλείει κανείς όμως την προσωρινή διαμονή του, που θα ήταν υποχρεωμένος να έχει για λόγους εμπορικούς και αργότερα για λόγους παροχής υπηρεσιών στο έργο της Φιλικής Εταιρείας, αφού οι περισσότερες μετακινήσεις του από την Ήπειρο και την Δυτική προς την Ανατολική Μακεδονία θα έπρεπε μάλλον να γίνονται μέσω της Θεσσαλονίκης. Καθορίζεται με σαφήνεια, με βάση τις υπάρχουσες πηγές, ότι η οριστική αποχώρηση όλης της οικογένειας από το Βυθκούκι έγινε το 1825 και από εκεί κατέφυγαν στο Μεγάροβο, μια κωμόπολη με μεγάλη ανάπτυξη και πολλούς Έλληνες -κυρίως Βλάχους- που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Μοναστηρίου (σημερινή πΓΔΜ) όπου και αναγράφεται ότι εκεί πέθανε η μητέρα του (1826). Στο Μεγάροβο πέθανε και η πρώτη σύζυγός του Αικατερίνη και ξαναπαντρεύτηκε με κάποια ονόματι Ζωίτσα. Στην Θεσσαλονίκη εγκαθίσταται οριστικά πλέον όλη η οικογένεια το 1832.
Η πορεία του Κ.Τάττη επιβεβαιώνει την παρουσία και την εγκατάσταση Μοσχοπολιάνων Βλάχων στη Θεσσαλονίκη τόσο πριν, όσο και μετά το 1821. Κάποιες από αυτές τις οικογένειες βρέθηκαν εδώ προερχόμενες είτε κατευθείαν από τη Μοσχόπολη και τους γύρω οικισμούς, είτε αφού πέρασαν από τους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις της βορειοδυτικής Μακεδονίας.
Ο εγγονός του Κωνσταντίνος Στ, Τάττης σε σημείωμα του γράφει, στηριζόμενος στην προφορική παράδοση, ότι ο πάππος του απεστάλη από τους φιλικούς στην ανατολική Μακεδονία όπου συνελήφθη τελικά από τις τουρκικές αρχές στις Σέρρες και φυλακίστηκε στις φυλακές Επταπυργίου (Θεσσαλονίκη) για αρκετό διάστημα. Τα ίδια σχεδόν αναφέρει και ο Α. Θεοδωρίδης, επικαλούμενος σημειώσεις του γυμνασιάρχου Ι. Μέλφου και το αρχείο οικογένειας Τάττη. Η μεταγωγή του στη Θεσσαλονίκη και ο εγκλεισμός του στις φυλακές υπάρχει περίπτωση να έγινε στις μέρες των τραγικών γεγονότων της Θεσσαλονίκης (Μάιος-Ιούνιος 1824). Είναι πολύ πιθανόν μάλιστα να μην μπορούσε να έρθει σε άμεση επικοινωνία με τους άλλους συλληφθέντες προκρίτους της Θεσσαλονίκης που τους είχαν ήδη ρίξει στα υπόγεια του Κανλή Κουλέ (Λευκού Πύργου) ή και του Κονακιού (Διοικητηρίου) επειδή όλοι αυτοί ήταν σε διαφορετικές φυλακές, ενώ ο Τάττης και ίσως ακόμα μόνο ο Αντώνιος Χατζηνάνου, που επονομάστηκε Αγαθόνικος, ήταν στο Επταπύργιο. Άλλες πηγές αναφέρουν όμως ότι η επανάσταση του 1821 τον βρήκε στις Σέρρες όπου και συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε από τους Τούρκους.
Σύμφωνα με την παράδοση έμεινε πολλά χρόνια φυλακισμένος και βασανίστηκε χωρίς να αποκαλύψει τίποτα σχετικά με την Φιλική Εταιρεία και το εθνικό της έργο. Μετά την αποφυλάκιση του φαίνεται ότι ξαναπήγε στο Βυθκούκι όπου γεννήθηκε ο νεώτερος γιος του Στέφανος (3-2-1825) και μετά από λίγους μήνες μετακινήθηκε οικογενειακά στο Μεγάροβο.
Πέθανε στην Θεσσαλονίκη στις 24-6-1864, σε ηλικία 77 χρονών αφού άσκησε με επιτυχία για πολλά χρόνια (καπν)-εμπόριο και δημιούργησε τις προυποθέσεις για την ανάδειξη του γιού του Στέφανου Τάττη και την προσφορά του στην ελληνική κοινωνία του 19 αι.