(Georg Simon Ohm, Έρλαγκεν 1787 - Mόναχο 1854).
Γερμανός φυσικός. Σπούδασε σε δύσκολες συνθήκες και κατά διαστήματα, λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων και επειδή βοηθούσε τον σιδηρουργό πατέρα του. Το 1813 δίδαξε ως δάσκαλος στο Μπάμπεργκ και το 1817 ως καθηγητής μαθηματικών και φυσικής στο κολέγιο των ιησουιτών στην Κολονία. Ήλθε σε σύγκρουση με τον υπουργό Παιδείας και αποσύρθηκε για έξι χρόνια στο Βερολίνο, όπου έζησε παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Το 1826 δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ερευνών του για τα ηλεκτρικά κυκλώματα, διατυπώνοντας τον νόμο, που φέρει το όνομά του, για τους μεταλλικούς αγωγούς: «Σε έναν αγωγό, ο οποίος διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, υπάρχει μια σταθερή σχέση μεταξύ της διαφοράς δυναμικού (τάση) που εφαρμόζεται στα άκρα αυτού του αγωγού και της έντασης του ρεύματος, και αυτή η σχέση είναι η ηλεκτρική αντίσταση του αγωγού». Η ακαδημία του Βερολίνου δεν κατανόησε αμέσως την αξία της εισαγωγής της έννοιας της ηλεκτρικής αντίστασης, αλλά το 1883 ο Ομ διορίστηκε καθηγητής της φυσικής και κατόπιν πρύτανης στο πολυτεχνείο της Νυρεμβέργης. Το 1849 έγινε καθηγητής στο πολυτεχνείο του Μονάχου. Οι έρευνες του Ομ εκτιμήθηκαν πολύ από τους Ευρωπαίους φυσικούς και ιδιαίτερα από τους Άγγλους, οι οποίοι το 1842 του απένειμαν το παράσημο Κόπλι. Σε προχωρημένη ηλικία ο Ομ ασχολήθηκε με την ακουστική, την οπτική και τη μηχανική.