Καλοκαίρι είναι μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, η οποία διαρκεί από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο. Ετυμολογικά είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται από τις λέξεις καλός + καιρός.
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | καλοκαίρι | καλοκαίρια |
γενική | καλοκαιριού | καλοκαιριών |
αιτιατική | καλοκαίρι | καλοκαίρια |
κλητική | καλοκαίρι | καλοκαίρια |
Ετυμολογία
- καλοκαίρι < μεσαιωνική ελληνική καλοκαίρι(ν) < καλοκαίριον < αρχαία ελληνική καλός + καιρός (πβ. ελληνιστική κοινή καλόκαιρος)
Σημασία
- μία από τις εποχές του έτους, η οποία διαρκεί από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο
- οι τέσσερις εποχές είναι: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας
- συνώνυμα: θέρος
- οι τέσσερις εποχές είναι: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας
- (μεταφορικά) ο καλός καιρός, η καλοκαιρία
- σήμερα είναι καλοκαίρι, ο καιρός είναι θαυμάσιος
- συνώνυμα: καλοκαιρία, καλοκαιριά, λιακάδα
- αντώνυμα: χειμώνας, χειμωνιά, βαρυχειμωνιά, κακοκαιρία, κακοκαιριά, παλιόκαιρος
- σήμερα είναι καλοκαίρι, ο καιρός είναι θαυμάσιος
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Βρείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.