Ετυμολογικά η λέξη διακοπές προέρχεται από το δια-κόπτω και σημαίνει πως σταματώ ό,τι έκανα πριν.
Διακοπές λοιπόν, είναι μία περίοδος ή μία φάση στη ζωή μας,
κατά την οποία σταματάμε την καθημερινή δραστηριότητα - ρουτίνα μας (π.χ.
σταματάμε να δουλεύουμε) για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Ετυμολογία
- διακοπές < διακοπή (λόγω της διακοπής των εργασιών) <διά + κόπτω
Σημασία
διακοπές θηλυκό μόνο στον πληθυντικό- περίοδος καθορισμένης αργίας, κατά την οποία διακόπτεται η λειτουργία των εκπαιδευτικών ή άλλων ιδρυμάτων, καταστημάτων κ.λπ.
- καλοκαιρινές διακοπές
- διακοπές των Xριστουγέννων
- περίοδος πολυήμερης διακοπής της εργασίας (για εργαζόμενο) ή των μαθημάτων (για μαθητή ή σπουδαστή) για ξεκούραση και ψυχαγωγία, που συνδυάζεται συνήθως με ταξίδια αναψυχής
- πού θα πάμε φέτος στις διακοπές;
- (κατ' επέκταση) το ταξίδι αναψυχής που πραγματοποιείται σε αυτήν την περίοδο
- πού θα πάτε φέτος διακοπές;
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Βρείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.