Το ρήμα είναι το απαυδώ και είναι σύνθετο από το ἀπό + αὐδῶ που σημαίνει μιλώ.
- απαυδώ < αρχαία ελληνική ἀπαυδάω / ἀπαυδῶ < ἀπό + αὐδῶ < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂weyd-
Το ρήμα ἀπ-αυδῶ «παύω να μιλώ, μένω άφωνος» (< ἀπό +αὐδῶ «μιλώ»), που έφτασε να σημαίνει στον αόριστο απηύδησα «κουράστηκα (από κάτι δυσάρεστο), εξαντλήθηκα, δεν μπορώ άλλο».
Από τη συχνή χρήση τού ρήματος απαυδώ στον αόριστο, απηύδησα (με το -η- της ρηματικής αύξησης) θεωρήθηκε ότι το ρήμα έχει -η- και στον ενεστώτα και στους άλλους χρόνους. 'Ετσι σχηματίστηκαν τύποι απηυδώ(!) αντί απαυδώ και έχω απηυδήσει(:) αντί έχω απαυδήσει. Προφανώς οι ορθοί τύποι είναι: απ-αυδώ, απ-ηύδησα και έχω απ-αυδήσει.
Οι άλλοι είναι εσφαλμένοι τύποι που κρατούν τήν αύξηση -η- (τού απηύδησα) στον παρακείμενο και στους τύπους με το θα/να/ας, δηλαδή σε τύπους που δεν παίρνουν αύξηση, αφού το ρήμα είναι απαυδώ. Η αύξηση στα ρήματα μπαίνει μόνο στην οριστική και μόνο στον παρατατικό και αόριστο. Οπότε οι ορθοί τύποι είναι : απαυδώ – απηύδησα – έχω απαυδήσει – να/θα/ας απαυδήσω.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.