Οι λέξεις που μοιάζουν στην προφορά αλλά έχουν διαφορετική σημασία λέγονται
παρώνυμα: αμαρτωλός - αρματολός, αμυγδαλές - αμυγδαλιές
Τα παρώνυμα που διαφέρουν μόνο στον τόνο ονομάζονται τονικά παρώνυμα:
γέρνω - γερνώ, γέρος - γερός, παίρνω - περνώ.
Ειδικά το ζευγάρι παίρνω - περνώ φαίνεται ότι δυσκολεύει πολλούς και καθημερινά γίνονται αμέτρητα ορθογραφικά λάθη...
Το ρήμα παίρνω σημαίνει ότι αποκτώ κάτι, το λαμβάνω, το πιάνω, το κατέχω.
Το ρήμα περνώ σημαίνει ότι κινούμαι, διασχίζω έναν τόπο.
Πιο αναλυτικά:
Παίρνω
Ετυμολογία
- παίρνω < μεσαιωνική ελληνική επαίρνω < ἐπαίρω < αίρω < αρχ. αἴρω < ἀείρω, ιων. "σηκώνω" < αἰώρα
Σημασία
παίρνω- κινώ τα χέρια μου, ώστε να κρατάω ένα αντικείμενο που δεν κρατούσα, αρπάζω ή πιάνω κάτι
- είναι καλό παιδί, παίρνει το σκουπίδι από το πάτωμα και το πετά στο καλάθι απορριμάτων
- αποκτώ κάτι από κάποιον, το κατέχω
- γιατί παίρνεις πάντα λαχανικά από το σουπερμάρκετ και όχι από τη λαϊκή;
- παίρνω τρεις βδομάδες άδεια το χρόνο ενώ ο φίλος μου ένα μήνα
- λαμβάνω, γίνομαι παραλήπτης κάποιου πράγματος
- παίρνει γράμμα από το στρατευμένο της αδερφό κάθε 2-3 μέρες
- φέρνω, έχω κοντά μου όταν πάω κάπου
- είναι λίγο ιδιόρρυθμος τύπος... πχ. παίρνει το σκύλο μαζί του και στο γραφείο
- προσλαμβάνω κάποιον για εργασία
- ποιος θα με πάρει για τη θέση χωρίς να έχω επαγγελματική εμπειρία;
- (για φάρμακο) καταπίνω, καταναλώνω
- ο πατέρας μου παίρνει 5-6 χάπια κάθε μέρα, δεν ξέρω πως τα καταφέρει έτσι
- αντιλαμβάνομαι ή αντιμετωπίζω κάτι με ορισμένο τρόπο
- παίρνει στα σοβαρά τις σπουδές της
- μην το πάρεις προσωπικά, αλλά...
- υλοποιώ, πραγματοποιώ
- η κυβέρνηση θα πάρει πιο τολμηρά μέτρα για τη μείωση της εγκληματικότητας
Εκφράσεις
- παίρνω θέση: αποφασίζω για κάποιο θέμα, σχηματίζω γνώμη
- τα άλλα μέλη της ομάδας ψήφισαν κιόλας, και ακόμη να πάρει θέση ο Α.
- παίρνω την πρωτοβουλία: κάνω το πρώτο βήμα, κάνω μια κίνηση χωρίς να περιμένω έγκριση από κάποιον
- τα παιδιά της δ' τάξης πήραν την πρωτοβουλία να στείλουν επιστολή στο δήμαρχο
- με παίρνει ο ύπνος: αποκοιμάμαι
- παρόλο που πέρασε μια πολύ κουραστική μέρα, εκείνο το βράδυ δεν τον πήρε ο ύπνος
- παίρνω στο τηλέφωνο: κάνω κλήση, τηλεφωνώ
- κάθε μέρα τον παίρνει στο τηλέφωνο -- στις 8 το πρωί -- απλώς για να ακούει τη φωνή του
- παίρνω μπρος: (για μηχανή ή συσκευή) ανοίγω, ξεκινώ
- κάτι χάλασε στο μηχανισμό και το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος.
- τα παίρνω πίσω: αναιρώ κάτι που είπα, το ακυρώνω
- τα παίρνει πίσω η αντιπολίτευση, δεν θα υποστηρίξει το νομοσχέδιο
- παίρνω φόρα:
- απομακρύνομαι από κάτι για να μπορέσω να επιταχύνω προς αυτό
- Για να πηδήξω ψηλά, πρέπει να πάρω φόρα.
- (μεταφορικά) αποκτώ έντονη παρόρμηση επειδή πέτυχα διάφορους στόχους μου
- Ο μαθητής πήρε φόρα, τελευταία όλα τα γραπτά του είναι άριστα.
- απομακρύνομαι από κάτι για να μπορέσω να επιταχύνω προς αυτό
- να πάρει ! (η ευχή / ο διάολος): χρησιμοποιείται για να δείξει θυμό, αγανάκτηση ή απογοήτευση για κάτι που δεν έγινε όπως θα θέλαμε
- τα παίρνω (στο κρανίο): εκνευρίζομαι, θυμώνω
- Να μην ακούω τέτοια γιατί θα τα πάρω!
- παίρνω είδηση / χαμπάρι: αντιλαμβάνομαι το ότι συνέβη κάτι
- Να βρεις μια καλή κρυψώνα για να μην σε πάρει χαμπάρι.
- παίρνω σβάρνα: προκαλώ ζημιές ή καταστροφές με το πέρασμά μου
- παίρνω τοις μετρητοίς: παίρνω στα σοβαρά, υπολογίζω, μετράω
Περνώ
Ετυμολογία
- περνώ < αρχαία ελληνική περάω-περῶ (μέλλ. περάσω) < πέρας < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Σημασία
- καθώς κινούμαι, διασχίζω έναν τόπο ή βρίσκομαι σε αυτόν ή κοντά σε αυτόν
- (αμετάβατο) πηγαίνοντας από την Αθήνα στην Κόρινθο περνάμε από την Κακιά Σκάλα
- (μεταβατικό) αυτή τη στιγμή περνάμε την Κακιά Σκάλα
- (μεταφορικά) μεταβαίνω από μια κατάσταση σε άλλη
- περνούσε κάθε τόσο από την απελπισία στην αισιοδοξία χωρίς φανερό λόγο
- (μεταβατικό) οδηγώ κάτι ώστε διασχίσει ένα στενό πέρασμα ή από μηχάνημα
- περνάω την κλωστή στη βελόνα
- περνάμε το κρέας από τη μηχανή του κιμά
- προχωρώ σε επόμενο (ανώτερο) στάδιο,
- η ομάδα μας πέρασε στους ημιτελικούς
- προβιβάζομαι (στο σχολείο)
- (αμετάβατο) πέρασα στην επόμενη τάξη
- (μεταβατικό) πέρασα τα μαθηματικά, αλλά έμεινα στη φυσική
- (μεταβατικό) προβιβάζω κάποιον
- δεν έγραψε καλά, αλλά ο καθηγητής τον πέρασε
- (αμετάβατο) για να δηλωθεί το προχώρημα του χρόνου, της ώρας
- καθώς τα χρόνια περνούν, η τεχνολογία ολοένα εξελίσσεται
- (αμετάβατο) για να δηλωθεί η λήξη μιας χρονικής περιόδου
- πέρασε η ώρα, πρέπει να φύγουμε
- (με υποκείμενο ένα πρόσωπο) για να δηλωθεί ο τρόπος με τον οποίο προχώρησε μια χρονική περίοδος
- (αμετάβατο) περάσαμε όμορφα στις διακοπές
- (μεταβατικό) περάσαμε δύσκολες στιγμές, αλλά ξεπεράσαμε τις δυσκολίες
- μεταβιβάζω, δίνω κάτι (που μου έδωσαν) σε κάποιον
- (αμετάβατο) μεταβιβάζομαι
- αυτή η παράδοση περνάει από γενιά σε γενιά
- (αμετάβατο) μεταβιβάζομαι
- εγκρίνομαι (ιδίως μετά από ψηφοφορία)
- η πρόταση δεν πέρασε στο διοικητικό συμβούλιο
- γίνομαι αποδεκτός
- αυτά τα κόλπα δεν περνάνε εδώ
- (μεταβατικό) θεωρώ (λανθασμένα) ότι κάποιος ή κάτι έχει μια ιδιότητα
- συγγνώμη, σας πέρασα για κάποιον γνωστό μου
- εκτελώ σε ένα αντικείμενο μια ορισμένη εργασία (ιδίως όταν αυτό επαναλαμβάνεται)
- απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια (αλείφω ή βάφω)
- πέρασα το πρώτο χέρι και πάω για το δεύτερο (για βάψιμο μιας επιφάνειας)
- απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια (αλείφω ή βάφω)
Εκφράσεις
- περνάω την ώρα μου (απασχολούμενος με κάτι)
- περνάω απαρατήρητος
Ώρα για εξάσκηση...
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Δείτε περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.