Η λέξη άνθρωπος έχει πολλές έννοιες, άλλες γενικές και άλλες ειδικές. Σημαίνει το είδος άνθρωπος, έχει το συλλογικό περιεχόμενο της ανθρωπότητας, σημαίνει «ο δικός μου, ο συγγενής», εκφράζει μια ιδιότητα και εμπεριέχει και άλλες πολλές έννοιες. Περίπου τα ίδια συμβαίνουν κατά τους αρχαίους και μέσους χρόνους, αλλά και στην νεώτερη γλώσσα, τόσο στην προφορική, όσο και στην γραπτή (Καθαρεύουσα και Δημοτική).
Πρόκειται για μια πανάρχαιη λέξη της ελληνικής που απαντάται και στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ (Py Ta722). Αβέβαιης ετυμολογίας κατά Χόφμαν, Τσάντγουικ κ.ά., ίσως προέρχεται από το ανήρ + ώψ (Γκεόργκ Κούρτιος), αυτός δηλαδή που έχει την όψη, την εμφάνιση ανδρός. Παλαιότερα δημοφιλείς ήταν εξηγήσεις, εκκλησιαστικής κυρίως ιδεολογίας (άνω + θρώσκω + όπωπα) και άλλες αναγόμενες στον Πλάτωνα (ἀναθρεῖ καί λογίζεται τοῦτο ὃ ὂπωκε, Κρατ. 399C), οι οποίες έχουν σήμερα εγκαταλειφθεί από τους γλωσσολόγους, λόγω των πολλών γλωσσολογικών δυσκολιών και αντιφάσεων.
Με πάμπολλες παρουσίες και εμφανίσεις στην ελληνική γραμματεία, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες για τη δημιουργία πλήθους επιστημονικών και τεχνικών όρων: ανθρωπολογία, ανθρωπογεωγραφία, ανθρωπομετρία, ανθρωποειδής, ανθρωπίδης. Επίσης έδωσε πολλά παράγωγα και πολλές σύνθετες λέξεις: ανθρωποκτονία, ανθρωπάριο, ανθρωπεύω, ανθρωπισμός και ανθρωπιστικός, ανθρωποφάγος, ανθρωπόμορφος, ανθρωπωνύμιο, θεάνθρωπος, φιλάνθρωπος, βατραχάνθρωπος.
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.