«Ρατσισμός: κοινωνική ή πολιτική πρακτική διακρίσεων που βασίζεται στο δόγμα της ανωτερότητας μιας φυλής, εθνικής ή κοινωνικής ομάδας και στην καλλιεργημένη αντίληψη των μελών της ότι οφείλουν να περιφρουρήσουν την αμιγή σύσταση, την καθαρότητα της ομάδας τους, καθώς και τον κυριαρχικό τους ρόλο έναντι των υπολοίπων φυλετικών, εθνικών, κοινωνικών κλπ ομάδων, που θεωρούνται από αυτά κατώτερες». (Μπαμπινιώτης)
Το όνομα της λέξης οφείλεται στο κυριότερο είδος του ρατσισμού, τον φυλετικό ρατσισμό. Συγκεκριμένα η λέξη προέρχεται από το ιταλικό razzismo, razza (=φυλή)+ -ismo.
Η ετυμολογία της λέξης
ρατσισμός < ιταλική razzismo < razza + -ismo
Η προέλευση της λέξης
Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς (αγλ. racism, γαλ. racisme, γερμ. rassimus), αλλά επειδή θεωρείται ιδιαίτερα βεβαρημένος από τη σύνδεσή του με τον ναζισμό (ουσιαστικά κανείς άνθρωπος και καμία θεωρία δεν αναγνωρίζουν στους εαυτούς τους ρατσιστικές προθέσεις), τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιούνται συχνά στην ελληνική γλώσσα και οι όροι φυλετικές διακρίσεις ή προκαταλήψεις, για να δηλώσουν την ίδια αντίληψη, όροι που απλώς αποτελούν ελληνική απόδοση του λατινογενούς όρου (πρβλ. αγγλ. race= φυλή).
Αρχή της θεωρίας
Γενικά ο ρατσισμός θεωρείται κάτι περισσότερο από τη φυλετική προκατάληψη (race prejudice). Η τυπική θεωρία του σε σύγχρονες αναζητήσεις και σχετικές έρευνες, έχει τις ρίζες της στο πολυθρύλητο έργο του Ζοζέφ Αρτύρ ντε Γκομπινώ (Joseph Arthur De Gobineau): "Essai sur l' inégalité des races humaines" (Δοκίμιο επί της ανισότητας των ανθρωπίνων φυλών), που δημοσιεύτηκε το 1853 και κυριολεκτικά αποτέλεσε τη θεωρητική κάλυψη και "ευλογία" των αποικιοκρατών. Ο πλέον εξέχων σύγχρονος υποστηρικτής του δόγματος αυτού, κατά τον 20ό αιώνα, θεωρείται ο Βρετανός δημοσιολόγος (πολιτογραφήθηκε Γερμανός το 1916), Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (Houston Stewart Chamberlain).
Μορφές και εκφράσεις
Ο ρατσισμός δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Υπήρχε σε διάφορες μορφές και εκφράσεις στην συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά απλώς τους τελευταίους αιώνες απέκτησε και ιδεολογικό υπόβαθρο. Κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας αρκετοί υπόδουλοι λαοί θεωρήθηκαν υπάνθρωποι και όχι μέλη του ανθρώπινου είδους, για να δικαιολογηθεί η εναντίον τους ευρεία καταστρατήγηση των διδαχών του χριστιανισμού, ακόμη και από εκπροσώπους της επίσημης εκκλησίας. Αντίστοιχα, αστήρικτα επιστημονικά ιδεολογήματα έκαναν την εμφάνισή τους και για να δικαιολογηθεί η δουλεία των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ.
Η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων (αφρικάανς apatheid= [(φυλετικός) διαχωρισμός] και του συστηματικού διαχωρισμού της λευκής μειονότητας από τον υπόλοιπο- γηγενή, κυρίως, και όχι λευκό, γενικότερα- πληθυσμό, η οποία εφαρμόστηκε στη Νότια Αφρική. Η χρήση του όρου καθιερώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940, αλλά ήδη από το 1911 ο μαύρος πληθυσμός είχε δια νόμου χαμηλότερους μισθούς από τους λευκούς και απαγορευόταν να έχει ιδιοκτησία.
Το τελευταίο κράτος με θεσμοθετημένες φυλετικές διακρίσεις ήταν η Νότια Αφρική, όπου το καθεστώς του απαρτχάιντ καταργήθηκε μόλις το 1991, ύστερα από χρόνια διεθνών πιέσεων και αγώνων των μαύρων με ηγέτη τον Νέλσον Μαντέλα.
Στάσεις και συμπεριφορές
Από την αντίληψη του ρατσισμού πηγάζουν στάσεις και συμπεριφορές απαξιωτικές και ενίοτε επιθετικές απέναντι στις θεωρητικά μειονεκτούσες ομάδες ανθρώπων. Αυτό αντανακλάται σε βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις και στερεότυπα και διαιωνίζει ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές ανισότητες. Ο Ρατσισμός έχει τις ρίζες του στον εθνικισμό και στη θεώρηση ότι κάποιοι άνθρωποι είναι ανώτεροι άλλων, επειδή ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο λαό ή μία συγκεκριμένη εθνική ομάδα. Συνήθως αποβλέπει στην εθνική καθαρότητα του λαού και υποστηρίζει το δικαίωμα της κυριαρχίας του επάνω στους άλλους.
Σε αυτές τις απόψεις στηρίχθηκε ο Γερμανός Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο κύριος θεωρητικός του ναζισμού, για να δώσει ιδεολογικό υπόβαθρο τόσο στα εγκλήματα των Ναζί πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, κυρίως εναντίον των Εβραίων και των Τσιγγάνων, όσο και στον γερμανικό επεκτατισμό της εποχής. Ο αντισημιτισμός που διακατείχε τη ναζιστική Γερμανία και τους απανταχού υποστηρικτές της οδήγησε στο Ολοκαύτωμα με τη γενοκτονία περίπου έξι εκατομμυρίων Εβραίων σε λιγότερο από μια δεκαετία.
Εκφάνσεις ρατσιστικής συμπεριφοράς
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, χαρακτηριστικές εκφάνσεις ρατσιστικής συμπεριφοράς είναι ο χλευασμός των κατώτερων ομάδων ανθρώπων, η άσκηση φυσικής ή ψυχολογικής βίας εναντίον των μελών τους και ο εκφοβισμός τους, η καταστροφή περιουσιακών στοιχείων, ο αποκλεισμός τους από τομείς της κοινωνικής ζωής, η ύπαρξη ανισοτήτων και διακρίσεων στην εκπαίδευση, στη δικαιοσύνη, στο σύστημα υγείας κλπ.
- Ακραίες μορφές ρατσισμού είναι η γενοκτονία και οι επιχειρήσεις εθνικής εκκαθάρισης, όταν δηλαδή υποχρεώνονται τα μέλη της θεωρούμενης κατώτερης ομάδας να μετακινηθούν από τις εστίες τους για να επιτευχθεί η εθνική καθαρότητα του πληθυσμού μιας περιοχής.
Μετά το Β΄Παγκόσμιο πόλεμο
Μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο ξεκίνησαν οι πρώτες οργανωμένες προσπάθειες αντιμετώπισης του φαινομένου του ρατσισμού. Η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου από την ΟΗΕ (1948) θεσμοθέτησε την ισότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων και αποτέλεσε τη συνέχεια των συνταγμάτων των περισσότερων δημοκρατικών κρατών, που περιλάμβαναν αντίστοιχες διατάξεις. Σταδιακά περιορίστηκε στο ελάχιστο η αποικιοκρατία, ενώ ξεκίνησαν συνεχείς αγώνες για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων του ανθρώπου οπουδήποτε καταστρατηγούνται.
Σύγχρονος προσδιορισμός
Σήμερα, η λέξη ρατσισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις πράξεις μιας ομάδας ανθρώπων εναντίον μίας άλλης ομάδας. Έτσι, οι ρατσιστές υποστηρίζουν την διαφορετικότητα των φυλών. Επίσης, οι φυλετικοί ρατσιστές θεωρούν μία συγκεκριμένη ομοιογενή ομάδα ανθρώπων ως ανώτερη, π.χ. θεωρούν τους "λευκούς" ανθρώπους ανώτερους από τους "μαύρους". Ο ρατσισμός θεωρείται παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου στην ισότητα στους τομείς της εργασίας, της πολιτικής, της οικονομίας και άλλων παραγόντων της καθημερινότητας.
Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ρατσισμού αποτελούν οι πεποιθήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος πίστευε ότι η ξανθή Άρεια φυλή (άνθρωποι που κατάγονται από τη φυλή των Αρείων) έχει δικαίωμα να κυριαρχεί στον πλανήτη, εις βάρος όλων των άλλων.
Σπουδαίοι αγωνιστές κατά του ρατσισμού, αναγνωρισμένοι παγκοσμίως, και μάλιστα χωρίς χρήση βίας, είναι οι βραβευμένοι με βραβείο Νόμπελ, Νέλσον Μαντέλα που αγωνίσθηκε κατά του Απαρτχάιντ και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που αγωνίστηκε ενάντια των φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ.
Επίσημη θέση επιστημών
Τέτοιες πεποιθήσεις έχουν αποδειχτεί λανθασμένες από επιστημονική και ανθρωπολογική έρευνα, η οποία αποδεικνύει πώς όλοι οι άνθρωποι έχουν τον ίδιο πρόγονο, με αποτέλεσμα να έχουν τις ίδιες νοητικές και φυσιολογικές ικανότητες.
Παρατηρήσεις
Όπως σημειώνει ο J Comas, :"...ο ρατσισμός διαφέρει σημαντικά της απλής παραδοχής ή επιστημονικής και αντικειμενικής μελέτης του γεγονότος της ύπαρξης των φυλών καθώς και ανθρωπίνων ομάδων με ίσως βιολογικές ανισότητες. Το επικίνδυνο σημείο του ρατσισμού είναι ότι την όποια ίσως ανισότητα τη θεωρεί απόλυτη και αμετάβλητη και ότι μια φυλή (ράτσα) είναι εγγενώς από την ίδια τη φύση της ανώτερη ή κατώτερη από μία άλλη, ανεξάρτητα των φυσικών συνθηκών περιβάλλοντος ή άλλων κοινωνικών συντελεστών ενός τέτοιου φαινομενικού αποτελέσματος".