Επίθετο (ελεύθερος, ελεύθερη, ελεύθερο και λεύτερος, λεύτερη, λεύτερο) που εδώ και 3.500 χρόνια έχει την ίδια ακριβώς μορφή και την ίδια σχεδόν αναλλοίωτη σημασία.
Κατά τον Χοφμαν, προέρχεται από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leudherosκαι έχει τη βασική σημασία «αυτός που ανήκει στο λαό», καθώς η ρίζα *leudho, δηλώνει το λαό, τους ανθρώπους, την «αυξανόμενη γενιά». Ο Γκέοργκ Κούρτιος το ετυμολογεί (παλαιά ετυμολογία) από το «ελεύθω» = έρχομαι.
Στα μυκηναϊκά κείμενα (e-re-u-te-ro) φαίνεται να σημαίνει «απαλλαγμένος από υποχρέωση», μια σημασία που η λέξη έχει και σήμερα («ελεύθερος χρεών» κλπ), ενώ ο Όμηρος στην Ιλιάδα(Ζ΄455) μιλά για «ἐλεύθερον ἧμαρ» (μέρες ελευθερίας), δηλώνοντας ποιητικά την απουσία ξένου ζυγού και υποδούλωσης. Στους τραγικούς (Αισχύλος, Αγαμέμνων 328, Ευριπίδης Ηλέκτρα 868) και στους αττικούς συγγραφείς το βρίσκουμε ως αντίθετο του «δούλος».
Η λέξη διατηρήθηκε σε όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιήθηκε ως όνομα («Ελευθέριος», «Λευτέρης») και επώνυμο («Λευτεριάς», «Ελευθεριάδης») και η σημασία της επεκτάθηκε, καταλήγοντας να δηλώνει «απαλλαγμένος από μια κατάσταση ή υποχρέωση» (π.χ «ελεύθερος»=«άγαμος» ή «ελεύθερο ωράριο»= μη υποχρεωτική ώρα προσέλευσης στην εργασία). Αγαπημένη λέξη της ποίησης και της λογοτεχνίας, χρησιμοποιείται με έντονη φόρτιση από πολλούς δημιουργούς (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Διονυσίου Σολωμού).
Δείτε περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.