Η Ελλάδα βρίσκεται στην 73η θέση σε σύνολο 96 χωρών
Δύο σκανδιναβικές χώρες, η Νορβηγία και η Σουηδία, θεωρούνται οι
καλύτερες χώρες στον κόσμο για να γερνάει ένας άνθρωπος, σύμφωνα με τον
Παγκόσμιο Δείκτη Ποιότητας Γηρατειών (Global AgeWatch Index) για το
2014, που έδωσε στη δημοσιότητα το διεθνές δίκτυο HelpAge International.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 73η θέση της διεθνούς κατάταξης (μεταξύ των 96 χωρών που περιλαμβάνει η λίστα και για τις οποίες υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα στοιχεία), υποχωρώντας από την 58η θέση που βρισκόταν το 2013.
Την πρώτη δεκάδα των καλύτερων χωρών συμπληρώνουν κατά σειρά οι εξής: Ελβετία, Καναδάς, Γερμανία, Ολλανδία, Ισλανδία, ΗΠΑ, Ιαπωνία και Νέα Ζηλανδία. Στην τελευταία θέση βρίσκεται το Αφγανιστάν. Η Κύπρος είναι στην 34η και η Τουρκία στην 77η.
Ο Δείκτης αποτελεί μια προσπάθεια να αποτυπωθεί η ποιότητα ζωής για τους ανθρώπους άνω των 60 ετών ανά τον πλανήτη, με βάση διάφορα κριτήρια, όπως η εισοδηματική ασφάλεια (σύνταξη κ.α.), η παροχή υπηρεσιών υγείας, το γενικότερο περιβάλλον για την τρίτη ηλικία κλπ. Όπως είναι αναμενόμενο, ο δείκτης δείχνει ότι στις φτωχότερες χώρες η ζωή είναι πιο δύσκολη για τα γηρατειά.
Έως το 2050, το ποσοστό των ατόμων άνω των 60 ετών στον παγκόσμιο πληθυσμό αναμένεται να φθάσει το 21%, από 12% το 2014. Σήμερα, τα δύο τρίτα των ατόμων άνω των 60 ετών ζουν σε χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες, ποσοστό που εκτιμάται ότι θα φθάσει τα τέσσερα πέμπτα έως το 2050.
Διεθνώς, το μέσο προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί κατά την τελευταία 50ετία, φθάνοντας πλέον στα 66 χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι το μέλλον της Γης είναι «γκρίζο» λόγω της δημογραφικής γήρανσης. Σε μεγάλο βαθμό η επιμήκυνση της ζωής οφείλεται τόσο στην μείωση των παιδικών θανάτων, όσο και στο γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι, σε πλούσιες και φτωχές χώρες εξίσου, ξεπερνούν πλέον την ηλικία των 60 ετών. Κατά μέσο όρο, σύμφωνα με την έκθεση που συνοδεύει τον Δείκτη, μια 60χρονη γυναίκα στη Γη σήμερα μπορεί να περιμένει ότι θα ζήσει έως τα 82 της, ενώ ένας συνομήλικός της άνδρας έως τα 79.
Όπως δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής που συνέταξε τον Δείκτη, ο καθηγητής Ασγκαρ Ζαϊντί του Κέντρου Ερευνών για τη Γήρανση του βρετανικού Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος μόνο ένας στους τέσσερις ανθρώπους άνω των 65 ετών παίρνει σύνταξη (οι γυναίκες ακόμη λιγότερο από τους άνδρες), με συνέπεια οι ολοένα περισσότεροι ηλικιωμένοι του μέλλοντος να εξαρτιούνται αναγκαστικά από τα παιδιά τους για να επιβιώσουν. Παράλληλα, θα αποτελούν μάλλον βάρος για την κοινωνία τους, ενώ θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν πιο θετικά, ως ένας ακόμη «πόρος» που βοηθάει στην ανάπτυξη.
Η Ελλάδα
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση-δείκτη, το μέσο προσδόκιμο ζωής για ένα 60χρονο στην Ελλάδα (πόσα χρόνια ακόμη αναμένεται να ζήσει μετά τα 60), είναι 24 χρόνια, ενώ το μέσο προσδόκιμο υγιούς ζωής (πόσα ακόμη χρόνια θα ζήσει με υγεία μετά τα 60) είναι 17,4 χρόνια. Το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών που λαμβάνουν σύνταξη, είναι 77%.
Το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που είναι άνω των 60 ετών, αναμένεται να εμφανίσει συνεχή αύξηση στο μέλλον, από 26% το 2014 (περίπου 2,9 εκατομμύρια άνθρωποι) σε 32,4% το 2030 και 37,9% το 2050. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα μετατρεπεται ταχέως σε χώρα ηλικιωμένων.
Το ποσοστό φτωχών ηλικιωμένων στην Ελλάδα (το ποσοστό των ατόμων άνω των 60 ετών που έχουν εισόδημα μικρότερο του μισού μέσου εισοδήματος της χώρας) υπολογίζεται στο 8,6%. Το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων 55 έως 64 ετών βρίσκεται στο 36,4% (περίπου ένας στους τρεις), ενώ το ποσοστό ανθρώπων άνω των 60 ετών με πτυχίο δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι 41%.
Η «σχετική ευημερία» του έλληνα ηλικιωμένου (προκύπτει από το μέσο εισόδημα προς την κατανάλωσή του, ως ποσοστό του μέσου εισοδήματος/κατανάλωση για τον υπόλοιπο πληθυσμό) εκτιμάται στο 103%. Η «σχετική ψυχική/νοητική ευημερία» (το ποσοστό ατόμων άνω των 50 ετών που νιώθουν ότι η ζωή τους έχει νόημα, σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό ατόμων κάτω των 50 ετών) διαμορφώνεται στο 92,4%.
Αλλοι επιμέρους δείκτες για τους Έλληνες άνω των 50 ετών (μέση και τρίτη ηλικία) δείχνουν ότι το 61% δηλώνουν πως έχουν συγγενείς ή φίλους στους οποίους μπορούν να στηριχθούν σε περίπτωση προβλημάτων (πράγμα που σημαίνει ότι το υπόλοιπο 39% δεν έχει τέτοιο στήριγμα), το 48% νιώθουν ασφαλείς όταν περπατάνε μόνοι τους τη νύχτα (συνεπώς η πλειονότητα 52% νιώθει ανασφάλεια), μόνο το 39% αισθάνονται ικανοποιημένοι από την ελευθερία επιλογών στη ζωή τους, ενώ περίπου οι μισοί (53%) δηλώνουν ικανοποιημένοι από τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην περιοχή τους.
Η έκθεση αναφέρει ότι η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλότερα από κάθε άλλη ανεπτυγμένη χώρα στον δείκτη και ότι υποχώρησε σημαντικά σε σχέση με το 2013. Από την άλλη, όπως επισημαίνει, η χώρα μας τα πάει καλά στο πεδίο της υγείας (24η), βελτιώνοντας σημαντικά τη θέση της από το 2013. Επίσης, βρίσκεται ψηλά (28η) στον τομέα της εισοδηματικής ασφάλειας για τους ηλικιωμένους, εμφανίζοντας ένα σχετικά υψηλό επίπεδο κοινωνικών παροχών στην περιοχή της, παρά την μείωση του ΑΕΠ ανά κεφαλή λόγω της κρίσης.
Από την άλλη όμως, εμφανίζει υστέρηση (80ή) στο πεδίο των «δυνατοτήτων», κυρίως λόγω της μείωσης σε σχέση με το 2013 του βαθμού απασχόλησης των ατόμων 55 έως 64 ετών. Η χαμηλότερη επίδοση της χώρας (91η) είναι στη διαμόρφωση ενός γενικότερου περιβάλλοντος που διευκολύνει τους ηλικιωμένους.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 73η θέση της διεθνούς κατάταξης (μεταξύ των 96 χωρών που περιλαμβάνει η λίστα και για τις οποίες υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα στοιχεία), υποχωρώντας από την 58η θέση που βρισκόταν το 2013.
Την πρώτη δεκάδα των καλύτερων χωρών συμπληρώνουν κατά σειρά οι εξής: Ελβετία, Καναδάς, Γερμανία, Ολλανδία, Ισλανδία, ΗΠΑ, Ιαπωνία και Νέα Ζηλανδία. Στην τελευταία θέση βρίσκεται το Αφγανιστάν. Η Κύπρος είναι στην 34η και η Τουρκία στην 77η.
Ο Δείκτης αποτελεί μια προσπάθεια να αποτυπωθεί η ποιότητα ζωής για τους ανθρώπους άνω των 60 ετών ανά τον πλανήτη, με βάση διάφορα κριτήρια, όπως η εισοδηματική ασφάλεια (σύνταξη κ.α.), η παροχή υπηρεσιών υγείας, το γενικότερο περιβάλλον για την τρίτη ηλικία κλπ. Όπως είναι αναμενόμενο, ο δείκτης δείχνει ότι στις φτωχότερες χώρες η ζωή είναι πιο δύσκολη για τα γηρατειά.
Έως το 2050, το ποσοστό των ατόμων άνω των 60 ετών στον παγκόσμιο πληθυσμό αναμένεται να φθάσει το 21%, από 12% το 2014. Σήμερα, τα δύο τρίτα των ατόμων άνω των 60 ετών ζουν σε χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες, ποσοστό που εκτιμάται ότι θα φθάσει τα τέσσερα πέμπτα έως το 2050.
Διεθνώς, το μέσο προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί κατά την τελευταία 50ετία, φθάνοντας πλέον στα 66 χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι το μέλλον της Γης είναι «γκρίζο» λόγω της δημογραφικής γήρανσης. Σε μεγάλο βαθμό η επιμήκυνση της ζωής οφείλεται τόσο στην μείωση των παιδικών θανάτων, όσο και στο γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι, σε πλούσιες και φτωχές χώρες εξίσου, ξεπερνούν πλέον την ηλικία των 60 ετών. Κατά μέσο όρο, σύμφωνα με την έκθεση που συνοδεύει τον Δείκτη, μια 60χρονη γυναίκα στη Γη σήμερα μπορεί να περιμένει ότι θα ζήσει έως τα 82 της, ενώ ένας συνομήλικός της άνδρας έως τα 79.
Όπως δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής που συνέταξε τον Δείκτη, ο καθηγητής Ασγκαρ Ζαϊντί του Κέντρου Ερευνών για τη Γήρανση του βρετανικού Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος μόνο ένας στους τέσσερις ανθρώπους άνω των 65 ετών παίρνει σύνταξη (οι γυναίκες ακόμη λιγότερο από τους άνδρες), με συνέπεια οι ολοένα περισσότεροι ηλικιωμένοι του μέλλοντος να εξαρτιούνται αναγκαστικά από τα παιδιά τους για να επιβιώσουν. Παράλληλα, θα αποτελούν μάλλον βάρος για την κοινωνία τους, ενώ θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν πιο θετικά, ως ένας ακόμη «πόρος» που βοηθάει στην ανάπτυξη.
Η Ελλάδα
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση-δείκτη, το μέσο προσδόκιμο ζωής για ένα 60χρονο στην Ελλάδα (πόσα χρόνια ακόμη αναμένεται να ζήσει μετά τα 60), είναι 24 χρόνια, ενώ το μέσο προσδόκιμο υγιούς ζωής (πόσα ακόμη χρόνια θα ζήσει με υγεία μετά τα 60) είναι 17,4 χρόνια. Το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών που λαμβάνουν σύνταξη, είναι 77%.
Το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που είναι άνω των 60 ετών, αναμένεται να εμφανίσει συνεχή αύξηση στο μέλλον, από 26% το 2014 (περίπου 2,9 εκατομμύρια άνθρωποι) σε 32,4% το 2030 και 37,9% το 2050. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα μετατρεπεται ταχέως σε χώρα ηλικιωμένων.
Το ποσοστό φτωχών ηλικιωμένων στην Ελλάδα (το ποσοστό των ατόμων άνω των 60 ετών που έχουν εισόδημα μικρότερο του μισού μέσου εισοδήματος της χώρας) υπολογίζεται στο 8,6%. Το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων 55 έως 64 ετών βρίσκεται στο 36,4% (περίπου ένας στους τρεις), ενώ το ποσοστό ανθρώπων άνω των 60 ετών με πτυχίο δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι 41%.
Η «σχετική ευημερία» του έλληνα ηλικιωμένου (προκύπτει από το μέσο εισόδημα προς την κατανάλωσή του, ως ποσοστό του μέσου εισοδήματος/κατανάλωση για τον υπόλοιπο πληθυσμό) εκτιμάται στο 103%. Η «σχετική ψυχική/νοητική ευημερία» (το ποσοστό ατόμων άνω των 50 ετών που νιώθουν ότι η ζωή τους έχει νόημα, σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό ατόμων κάτω των 50 ετών) διαμορφώνεται στο 92,4%.
Αλλοι επιμέρους δείκτες για τους Έλληνες άνω των 50 ετών (μέση και τρίτη ηλικία) δείχνουν ότι το 61% δηλώνουν πως έχουν συγγενείς ή φίλους στους οποίους μπορούν να στηριχθούν σε περίπτωση προβλημάτων (πράγμα που σημαίνει ότι το υπόλοιπο 39% δεν έχει τέτοιο στήριγμα), το 48% νιώθουν ασφαλείς όταν περπατάνε μόνοι τους τη νύχτα (συνεπώς η πλειονότητα 52% νιώθει ανασφάλεια), μόνο το 39% αισθάνονται ικανοποιημένοι από την ελευθερία επιλογών στη ζωή τους, ενώ περίπου οι μισοί (53%) δηλώνουν ικανοποιημένοι από τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην περιοχή τους.
Η έκθεση αναφέρει ότι η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλότερα από κάθε άλλη ανεπτυγμένη χώρα στον δείκτη και ότι υποχώρησε σημαντικά σε σχέση με το 2013. Από την άλλη, όπως επισημαίνει, η χώρα μας τα πάει καλά στο πεδίο της υγείας (24η), βελτιώνοντας σημαντικά τη θέση της από το 2013. Επίσης, βρίσκεται ψηλά (28η) στον τομέα της εισοδηματικής ασφάλειας για τους ηλικιωμένους, εμφανίζοντας ένα σχετικά υψηλό επίπεδο κοινωνικών παροχών στην περιοχή της, παρά την μείωση του ΑΕΠ ανά κεφαλή λόγω της κρίσης.
Από την άλλη όμως, εμφανίζει υστέρηση (80ή) στο πεδίο των «δυνατοτήτων», κυρίως λόγω της μείωσης σε σχέση με το 2013 του βαθμού απασχόλησης των ατόμων 55 έως 64 ετών. Η χαμηλότερη επίδοση της χώρας (91η) είναι στη διαμόρφωση ενός γενικότερου περιβάλλοντος που διευκολύνει τους ηλικιωμένους.
Περισσότερα θέματα από τον κόσμο εδώ.