Ο Άλμπερτ Φις έμεινε γνωστός ως το «Βαμπίρ του Μπρούκλιν». Σκότωσε δύο παιδιά και μετά τα έφαγε, μαζί με κρεμμύδια και καρότα.
Συνελήφθη, όταν έστειλε γράμμα στην οικογένεια ενός απ’ τα θύματα, όπου περιέγραφε το φρικιαστικό έγκλημά.
Ο Φις γεννήθηκε στις 19 Μαΐου του 1870, στην Ουάσινγκτον. Έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία και μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο.
Εκεί ήρθε πρώτη φορά, σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, σε επαφή με τη βίαιη σωματική τιμωρία και ανακάλυψε ότι απολάμβανε να προσφέρει και να εισπράττει πόνο.
Μεγαλώνοντας, άρχισε να επισκέπτεται οίκους ανοχής, όπου εφαρμόζονταν σαδομαζοχιστικές πράξεις.
Ο Φις πλήρωνε τις ιερόδουλες για να τον βασανίζουν. Ζητούσε να τον μαστιγώνουν, μέχρι να ξεσκίσουν κάθε σπιθαμή της σάρκας του.
Όταν φυλακίστηκε, μία ακτινογραφία αποκάλυψε 29 βελόνες στην κοιλιά του και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.
Ο Φις έβαζε ο ίδιος τις βελόνες στο σώμα του. Τα βασανιστήρια ήταν μία μορφή μετάνοιας για τις ανήθικες πράξεις του.
Πριν φτάσει στη δολοφονία, ο Φις κακοποιούσε σεξουαλικά μικρά αγόρια. Είχε αδυναμία στα ανάπηρα παιδιά ή στους μαύρους, γιατί πίστευε ότι «κανείς δε θα ψάξει, αν εξαφανιστούν».
Η δολοφονία του 4χρονου Μπίλι Γκάφνι
Στις 11 Φεβρουαρίου του 1927, ο Φις απήγαγε τον 4χρονο Μπίλι Γκάφνι, από τον διάδρομο μιας πολυκατοικίας.
Ο 3χρονος φίλος του, που παρακολούθησε την απαγωγή, είπε ότι τον Μπίλι απήγαγε «ο Μπαμπούλας».
Αφού τον σκότωσε, τεμάχισε το πτώμα του μικρού αγοριού.
Ο Φις περιέγραψε με απάθεια στον δικηγόρο του, τι έκανε με το πτώμα: «Τα γεννητικά του όργανα και τα οπίσθια τα τύλιξα με μπέικον και τα έψησα στον φούρνο. Τα αυτιά, τη μύτη και την κοιλιά του τα έβαλα στην κατσαρόλα μαζί με κρεμμύδια, καρότα, σέλινο και αλατοπίπερο. Ήταν πολύ νόστιμο».
Η δολοφονία της 10χρονης Γκρέις Μπαντ
Στις 28 Μαΐου του 1928, ο Φις απήγαγε και δολοφόνησε τη 10χρονη Γκρέις Μπαντ. Ήταν το τελευταίο έγκλημα που διέπραξε.
Η οικογένεια Μπαντ είχε βάλει αγγελία στην εφημερίδα, ζητώντας θέση εργασίας για τον 18χρονο γιο τους.
Ο Φις είδε την αγγελία και επισκέφτηκε το σπίτι τους. Αρχικά σκόπευε να απαγάγει τον γιο, αλλά άλλαξε γνώμη, όταν είδε τη γλυκιά Γκρέις.
Προσφέρθηκε να συνοδεύσει τη Γκρέις μέχρι ένα φιλικό σπίτι, που γινόταν γιορτή. Οι γονείς της συμφώνησαν. Ήταν η τελευταία φορά που είδαν την κόρη τους.
Ο Φις ακολούθησε τα γνωστά βήματα. Αφού στραγγάλισε τη μικρή, τεμάχισε το πτώμα της, για να το μαγειρέψει.
Για εφτά χρόνια, τα ίχνη της μικρής είχαν χαθεί και ο δολοφόνος βρισκόταν ελεύθερος.
Δεν είναι γνωστό αν ο Φις σκότωσε ξανά όλη αυτή την περίοδο, αλλά οι αστυνομικοί υπέθεσαν ότι είχε διαπράξει άλλες 4 δολοφονίες.
Όμως, ο Φις προδόθηκε απ’ τον σαδιστικό του εαυτό.
Θέλησε να ολοκληρώσει το φρικιαστικό του έγκλημα, στέλνοντας ένα γράμμα στην οικογένεια της Γκρέις, που περιέγραφε το τραγικό τέλος της μικρής τους κόρης.
Η σύλληψη και η εκτέλεση
Τον Νοέμβριο του 1934, η οικογένεια Μπαντ παρέλαβε το γράμμα του Φις.
Η μητέρα της Γκρέις ήταν αγράμματη και ζήτησε από τον γιο της να διαβάσει το γράμμα.
Η απάνθρωπη πράξη του Φις ήταν αυτή που τον έστειλε στη φυλακή.
Το χαρτί που είχε χρησιμοποιήσει για το γράμμα, είχε τυπωμένο το έμβλημα μιας εταιρείας με αυτοκίνητα.
Η έρευνα της αστυνομίας ήταν σύντομη και πολύ αποτελεσματική.
Βρήκαν τον Φις μέσα σε λίγες μέρες και τον συνέλαβαν αμέσως.
Η δίκη του ξεκίνησε στις 11 Μαρτίου του 1935 και κράτησε για 10 μέρες.
Ο Φις ισχυρίστηκε ότι άκουγε φωνές, που τον ανάγκαζαν να σκοτώνει. Προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο ότι ήταν τρελός, αλλά δεν τα κατάφερε.
Εκτελέστηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1936, στην ηλεκτρική καρέκλα.
Χρειάστηκαν δύο προσπάθειες για να πεθάνει. Εικάζεται πως ο ηλεκτρισμός απορροφήθηκε από τις μεταλλικές βελόνες, που κάρφωνε ο Φις στο σώμα του.