Το 1904 η γαλλική κυβέρνηση ανέθεσε στον Σύλλογο για την Ψυχολογική Εκπαίδευση του Παιδιού, να δημιουργήσει ένα τεστ που θα ξεχώριζε ποια παιδιά είχαν ανάγκη κάποιον εναλλακτικό τρόπο εκπαίδευσης.
Ένας απ’ τους ψυχολόγους του συλλόγου, ο Άλφρεντ Μπινέτ και ο συνεργάτης του, Τεοντόρ Σιμόν, ανέπτυξαν την κλίμακα “Μπινέτ-Σιμόν”.
Η κλίμακα αποτελούνταν από διάφορες νοητικές εργασίες. Απευθύνονταν σε παιδιά διαφορετικής ηλικίας και μπορούσε να υπολογίσει αν το παιδί εξελισσόταν εγκεφαλικά στον ίδιο ρυθμό με τους συνομήλικούς του.
Ένας απ’ τους ψυχολόγους του συλλόγου, ο Άλφρεντ Μπινέτ και ο συνεργάτης του, Τεοντόρ Σιμόν, ανέπτυξαν την κλίμακα “Μπινέτ-Σιμόν”.
Η κλίμακα αποτελούνταν από διάφορες νοητικές εργασίες. Απευθύνονταν σε παιδιά διαφορετικής ηλικίας και μπορούσε να υπολογίσει αν το παιδί εξελισσόταν εγκεφαλικά στον ίδιο ρυθμό με τους συνομήλικούς του.
Υπήρχαν τριάντα διαφορετικές ασκήσεις με αυξανόμενο επίπεδο δυσκολίας.
Οι ευκολότερες, όπως το να ακολουθήσει το παιδί ένα σπίρτο με τα μάτια του ή να σφίξει το χέρι του εξεταστή, απευθύνονταν σε παιδιά με διανοητική καθυστέρηση.
Στο αμέσως δυσκολότερο επίπεδο, το παιδί έπρεπε να ονομάσει διάφορα μέρη του σώματος, να επαναλάβει 3 αριθμητικά ψηφία, να επαναλάβει προτάσεις και να δώσει τον ορισμό λέξεων όπως το σπίτι, το μαχαίρι και η μαμά.
Το επόμενο στάδιο περιελάμβανε ζωγραφική, τον σχηματισμό προτάσεων με συγκεκριμένες λέξεις και ακόμη κάθε παιδί έπρεπε να βρει και να περιγράψει τις διαφορές μεταξύ δύο αντικείμενων.
Στο δυσκολότερο επίπεδο, το παιδί έπρεπε να επαναλάβει 7 άσχετους αριθμούς, να βρει λέξεις που έκαναν ομοιοκαταληξία με τις λέξεις που του δίνονταν και να απαντήσει σε σενάρια κριτικής ικανότητας του τύπου:
“Ο γείτονάς μου δέχεται περίεργους επισκέπτες. Έχει έρθει με τη σειρά ένας γιατρός, ένας δικηγόρος και ένας ιερέας. Τι συνέβη;”
Οι ευκολότερες, όπως το να ακολουθήσει το παιδί ένα σπίρτο με τα μάτια του ή να σφίξει το χέρι του εξεταστή, απευθύνονταν σε παιδιά με διανοητική καθυστέρηση.
Στο αμέσως δυσκολότερο επίπεδο, το παιδί έπρεπε να ονομάσει διάφορα μέρη του σώματος, να επαναλάβει 3 αριθμητικά ψηφία, να επαναλάβει προτάσεις και να δώσει τον ορισμό λέξεων όπως το σπίτι, το μαχαίρι και η μαμά.
Το επόμενο στάδιο περιελάμβανε ζωγραφική, τον σχηματισμό προτάσεων με συγκεκριμένες λέξεις και ακόμη κάθε παιδί έπρεπε να βρει και να περιγράψει τις διαφορές μεταξύ δύο αντικείμενων.
Στο δυσκολότερο επίπεδο, το παιδί έπρεπε να επαναλάβει 7 άσχετους αριθμούς, να βρει λέξεις που έκαναν ομοιοκαταληξία με τις λέξεις που του δίνονταν και να απαντήσει σε σενάρια κριτικής ικανότητας του τύπου:
“Ο γείτονάς μου δέχεται περίεργους επισκέπτες. Έχει έρθει με τη σειρά ένας γιατρός, ένας δικηγόρος και ένας ιερέας. Τι συνέβη;”
Κάθε επίπεδο απευθυνόταν σε παιδιά συγκεκριμένης ηλικίας.
Ο Γερμανός ψυχολόγος Γουίλιαμ Στερν χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την ονομασία “I. Q.”, απ’ το γερμανικό “Intelligenz-quotient”.
Ο αριθμός έβγαινε αφού πρώτα διαιρούνταν η εγκεφαλική ηλικία διά της πραγματικής ηλικίας και μετά το αποτέλεσμα πολλαπλασιαζόταν με το 100.
Ο αριθμός έβγαινε αφού πρώτα διαιρούνταν η εγκεφαλική ηλικία διά της πραγματικής ηλικίας και μετά το αποτέλεσμα πολλαπλασιαζόταν με το 100.
Η ένσταση για τη μέτρηση
Όμως ο Μπινέτ ήταν ξεκάθαρος ότι η κλίμακα είχε πολλά μειονεκτήματα.
Δεν πίστευε ότι η νοημοσύνη εκφραζόταν με ένα μόνο τρόπο και θεωρούσε αδύνατον να μετρηθεί μόνο με ποσοτικές μεθόδους.
Υποστήριζε ότι η νοητική ανάπτυξη ενός ανθρώπου μπορούσε να επηρεαστεί από πλήθος παραγόντων, από τα γονίδια μέχρι και τις καθημερινές του ασχολίες.
Κατέληγε ότι η κλίμακα έπρεπε να εφαρμόζεται σε παιδιά με παρόμοιο κοινωνικό παρελθόν και τα αποτελέσματα δεν ήταν σε καμία περίπτωση καθολικά. Κάθε παιδί αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση και έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως μοναδικό.
Δεν πίστευε ότι η νοημοσύνη εκφραζόταν με ένα μόνο τρόπο και θεωρούσε αδύνατον να μετρηθεί μόνο με ποσοτικές μεθόδους.
Υποστήριζε ότι η νοητική ανάπτυξη ενός ανθρώπου μπορούσε να επηρεαστεί από πλήθος παραγόντων, από τα γονίδια μέχρι και τις καθημερινές του ασχολίες.
Κατέληγε ότι η κλίμακα έπρεπε να εφαρμόζεται σε παιδιά με παρόμοιο κοινωνικό παρελθόν και τα αποτελέσματα δεν ήταν σε καμία περίπτωση καθολικά. Κάθε παιδί αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση και έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως μοναδικό.
Η “ευγονική” των Η.Π.Α.
To 1910, o Αμερικάνος ψυχολόγος και υποστηρικτής της ευγονικής, Χένρι Γκόνταρντ, μετέφρασε την κλίμακα στα αγγλικά και ο ψυχολόγος Λούις Τέρμαν την εφάρμοσε στα αμερικάνικα πρότυπα.
Η νέα κλίμακα ονομάστηκε “Στάνφορντ-Μπινέτ” και είχε ως στόχο όχι να κρίνει τις μορφωτικές ανάγκες κάθε παιδιού, αλλά να ξεχωρίσει ποια άξιζαν και ποια όχι να λάβουν αυτή τη μόρφωση!
Η Αμερική δεχόταν εκατομμύρια μετανάστες από όλο τον κόσμο και υπήρχαν ορισμένοι που ένιωθαν την ανάγκη να αποδείξουν την υπεροχή, αν όχι ολόκληρης της λευκής φυλής, τουλάχιστον των “γνήσιων” Αμερικάνων.
Έγραφαν χαρακτηριστικά: “Στόχος της κλίμακας είναι η μείωση της αναπαραγωγής ανόητων και η εξαφάνιση του εγκλήματος, της φτώχειας και της βιομηχανικής αναποτελεσματικότητάς”.
Η Αμερική δεχόταν εκατομμύρια μετανάστες από όλο τον κόσμο και υπήρχαν ορισμένοι που ένιωθαν την ανάγκη να αποδείξουν την υπεροχή, αν όχι ολόκληρης της λευκής φυλής, τουλάχιστον των “γνήσιων” Αμερικάνων.
Έγραφαν χαρακτηριστικά: “Στόχος της κλίμακας είναι η μείωση της αναπαραγωγής ανόητων και η εξαφάνιση του εγκλήματος, της φτώχειας και της βιομηχανικής αναποτελεσματικότητάς”.
Αφού έδωσε το αγγλικό τεστ σε Ισπανόφωνους και αναλφάβητους Αφροαμερικάνους, ο Τέρμαν κατέληξε:
“Πολύ υψηλά ποσοστά αποτυχίας ανάμεσα στις οικογένειες Ισπανών, Ινδιάνων και Μεξικάνων στα νοτιοδυτικά. Επίσης ανάμεσα στους νέγρους.
Το χαμηλό επίπεδο νόησης φαίνεται να είναι φυλετικό ή τουλάχιστον κληρονομικό από την οικογένεια που προέρχονται.
Τα παιδιά τους πρέπει να διαχωρίζονται σε ξεχωριστές τάξεις. Δεν μπορούν να αντιληφθούν αόριστες ιδέες, αλλά μπορούν να γίνουν αποτελεσματικοί εργάτες.
Από την άποψη της ευγονικής, αποτελούν πολύ σημαντικό πρόβλημα γιατί γονιμοποιούνται με τρομαχτικούς ρυθμούς”.
Το χαμηλό επίπεδο νόησης φαίνεται να είναι φυλετικό ή τουλάχιστον κληρονομικό από την οικογένεια που προέρχονται.
Τα παιδιά τους πρέπει να διαχωρίζονται σε ξεχωριστές τάξεις. Δεν μπορούν να αντιληφθούν αόριστες ιδέες, αλλά μπορούν να γίνουν αποτελεσματικοί εργάτες.
Από την άποψη της ευγονικής, αποτελούν πολύ σημαντικό πρόβλημα γιατί γονιμοποιούνται με τρομαχτικούς ρυθμούς”.
Ευρεία χρήση της κλίμακας Στάνφορντ-Μπινέτ έγινε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου για να ξεχωρίσουν ποιοι θα γίνονταν υψηλόβαθμοι και ποιοι όχι.
Η κλίμακα του Γουέσλερ
Το πιο διεδομένο τεστ IQ για ενήλικες είναι η κλίμακα του Γουέσλερ, που αναπτύχθηκε το 1939 από τον Αμερικάνο ψυχολόγο Ντέιβιντ Γουέσλερ.
Η κλίμακα περιλαμβάνει υποκατηγορίες, λεκτικές και μη λεκτικές, γιατί ο Γουέσλερ έκρινε ότι ο Μπινέτ βασιζόταν υπερβολικά στις λεκτικές ικανότητες.
Ο Γουέσλερ έπαψε να υπολογίζει το IQ σύμφωνα με τη μέθοδο του Στερν και ανέπτυξε ένα δικό του τρόπο.
Έδωσε τη μέση τιμή 100, η οποία αυξάνεται ή μειώνεται κατά 15 για κάθε σωστή ή λάθος απάντηση.
Η κλίμακα περιλαμβάνει υποκατηγορίες, λεκτικές και μη λεκτικές, γιατί ο Γουέσλερ έκρινε ότι ο Μπινέτ βασιζόταν υπερβολικά στις λεκτικές ικανότητες.
Ο Γουέσλερ έπαψε να υπολογίζει το IQ σύμφωνα με τη μέθοδο του Στερν και ανέπτυξε ένα δικό του τρόπο.
Έδωσε τη μέση τιμή 100, η οποία αυξάνεται ή μειώνεται κατά 15 για κάθε σωστή ή λάθος απάντηση.
Η κλίμακα Γουέσλερ παραμένει το πιο δημοφιλές τέστ IQ, αλλά δεν είναι το μοναδικό.
Μεγάλη μερίδα των επιστημόνων υποστηρίζει ότι είναι αδύνατον να καταμετρηθεί η εξυπνάδα, καθώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι υπερβολικά περίπλοκος και επηρεάζεται από άπειρους εξωτερικούς παράγοντες.
Αλλά ακόμη και αυτοί που αποδέχονται την αξία των τεστ IQ, δεν θεωρούν ότι ένας αριθμός αρκεί για να δηλώσει τις ανθρώπινες ικανότητες, πόσο μάλλον να τις περιορίσει.
Μεγάλη μερίδα των επιστημόνων υποστηρίζει ότι είναι αδύνατον να καταμετρηθεί η εξυπνάδα, καθώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι υπερβολικά περίπλοκος και επηρεάζεται από άπειρους εξωτερικούς παράγοντες.
Αλλά ακόμη και αυτοί που αποδέχονται την αξία των τεστ IQ, δεν θεωρούν ότι ένας αριθμός αρκεί για να δηλώσει τις ανθρώπινες ικανότητες, πόσο μάλλον να τις περιορίσει.