Ωφελώ: σημαίνει βοηθώ κάποιον ,χρησιμεύω σε κάποιον , παρέχω κέρδος σε κάποιον
π.χ. Η βροχή ωφελεί τα σπαρτά.
Η ωφέλεια του διαβάσματος είναι μεγάλη.
Η αλλαγή κλίματος τον ωφέλησε πολύ.
Ωφελεί τους συνανθρώπους τους χωρίς να περιμένει κανένα αντάλλαγμα.
Οφείλω: σημαίνει χρωστώ κάτι σε κάποιον, είμαι υποχρεωμένος σε κάποιον για κάτι που μου έκανε
π.χ. Οφείλω πολλά στην οικογένειά μου.
Οι οφειλές του στην τράπεζα είναι μεγάλες.
Ο οφειλέτης πλήρωσε στην τράπεζα όσα χρωστούσε.
Ωστόσο οι λέξεις συνδέονται ετυμολογικά.
Το αρχαίο ρήμα «ὀφέλλω» (=αὐξάνω) έδωσε τη λέξη «ὄφελος» (=πλεονέκτημα), που έδωσε τα συνθετικά: ἀνωφελής, ἐπωφελής (το «ο» τράπηκε σε «ω» λόγω συνθέσεως) προκύπτονας έτσι τα: ὠφελῶ, ὠφέλεια, διαχωρίζοντας την έννοιά τους από τη ρίζα τους.
Άρα:
ὀφέλλω > ὄφελος > ἀπὸ ἐπίδραση λέξεων ὅπως : ἐπωφελής > ὠφελῶ (=παρέχω ὠφέλεια, κέρδος).
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Δείτε περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.