Α΄ συζυγία, Ενεργητική φωνή
|
|||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
λύν-ω
λύν-εις
λύν-ει
λύν-ουμε ή
λύν-ομε
λύν-ετε
λύν-ουν(ε)
|
να λύν-ω
να λύν-εις
να λύν-ει
να λύν-ουμε ή
λύν-ομε
να λύν-ετε
να λύν-ουν(ε)
|
λύν-ε
λύν-ετε
|
||
Παρατατικός
|
έλυν-α
έλυν-ες
έλυν-ε
λύν-αμε
λύν-ατε
έλυν-αν / λύνανε
|
να έλυν-α
να έλυν-ες
να έλυν-ε
να λύν-αμε
να λύν-ατε
να έλυν-αν
/ λύνανε
|
|||
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα λύν-ω
θα λύν-εις
θα λύν-ει
θα λύν-ουμε ή
λύν-ομε
θα λύν-ετε
θα λύν-ουν(ε)
|
||||
Αόριστος
|
έλυσ-α
έλυσ-ες
έλυσ-ε
λύσ-αμε
λύσ-ατε
έλυσ-αν / λύσανε
|
να λύσ-ω
να λύσ-εις
να λύσ-ει
να λύσ-ουμε ή
λύσ-ομε
να λύσ-ετε
να λύσ-ουν(ε)
|
λύσ-ε
λύ-στε
|
λύσ-ει
|
|
Στιγμιαίος
Μέλλοντας |
θα λύσ-ω
θα λύσ-εις
θα λύσ-ει
θα λύσ-ουμε ή
λύσ-ομε
θα λύσ-ετε
θα λύσ-ουν(ε)
|
||||
Παρακείμενος
|
έχω λύσ-ει ή
έχω λυμένο
έχεις λύσ-ει ή
έχεις λυμένο
έχει λύσ-ει ή
έχει λυμένο
έχουμε λύσ-ει ή
έχουμε λυμένο
έχετε λύσ-ει ή
έχετε λυμένο
έχουν λύσ-ει ή
έχουν λυμένο
|
να έχω λύσ-ει ή
να έχω λυμένο
να έχεις λύσ-ει ή
να έχεις λυμένο
να έχει λύσ-ει ή
να έχει λυμένο
να έχουμε λύσ-ει ή
να έχουμε λυμένο
να έχετε λύσ-ει ή
να έχετε λυμένο
να έχουν λύσ-ει ή
να έχουν λυμένο
|
|||
Υπερσυντέλικος
|
είχα λύσ-ει ή
είχα λυμένο
είχες λύσ-ει ή
είχες λυμένο
είχε λύσ-ει ή
είχε λυμένο
είχαμε λύσ-ει ή
είχαμε λυμένο
είχατε λύσ-ει ή
είχατε λυμένο
είχαν λύσ-ει ή
είχαν(ε) λυμένο
|
να είχα λύσ-ει ή
να είχα λυμένο
να είχες λύσ-ει ή
να είχες λυμένο
να είχε λύσ-ει ή
να είχε λυμένο
να είχαμε λύσ-ει ή
να είχαμε λυμένο
να είχατε λύσ-ει ή
να είχατε λυμένο
να είχαν λύσ-ει ή
να είχαν(ε) λυμένο
|
|||
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω λύσ-ει ή
θα έχω λυμένο
θα έχεις λύσ-ει ή
θα έχεις λυμένο
θα έχει λύσ-ει ή
θα έχει λυμένο
θα έχουμε λύσ-ει ή
θα έχουμε λυμένο
θα έχετε λύσ-ει ή
θα έχετε λυμένο
θα έχουν λύσ-ει ή
θα έχουν(ε) λυμένο
|
Α' συζυγία, Παθητική φωνή
|
|||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
λύν-ομαι
λύν-εσαι
λύν-εται
λυν-όμαστε
λύν-εστε ή
λυν-όσαστε
λύν-ονται
|
να λύν-ομαι
να λύν-εσαι
να λύν-εται
να λύν-όμαστε
να λύν-εστε ή
να λυν-όσαστε
να λύν-ονται
|
(λύν-ου)
(λύν-εστε)
|
||
Παρατατικός
|
λυν-όμουν (α)
λυν-όσουν(α)
λυν-όταν(ε)
λυν-όμασταν ή λυν-όμαστε
λυν-όσασταν ή
λυν-όσαστε
λύν-ονταν ή
λυν-όντουσαν
|
να λυν-όμουν(α)
να λυν-όσουν(α)
να λυν-όταν(ε)
να λυν-όμασταν ή λυν-όμαστε
να λυν-όσασταν ή
λυν-όσαστε
να λύν-ονταν ή
λυν-όντουσαν
|
|||
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα λύν-ομαι
θα λύν-εσαι
θα λύν-εται
θα λυν-όμαστε
θα λύν-εστε ή
λυν-όσαστε
θα λύν-ονται
|
||||
Αόριστος
|
λύ-θη-κα
λύ-θη-κες
λύ-θη-κε
λυ-θή-καμε
λυ-θή-κατε
λύ-θη-καν(ε)
|
να λυθ-ώ
να λυθ-είς
να λυθ-εί
να λυθ-ούμε
να λυθ-είτε
να λυθ-ούν(ε)
|
λύσ-ου
λυ-θείτε
|
λυ-θεί
|
|
Στιγμιαίος
Μέλλοντας |
θα λυθ-ώ
θα λυθ-είς
θα λυθ-εί
θα λυθ-ούμε
θα λυθ-είτε
θα λυθ-ούν(ε)
|
||||
Παρακείμενος
|
έχω λυ-θεί ή
είμαι λυμένος, η, ο
έχεις λυ-θεί ή
είσαι λυμένος, η, ο
έχει λυ-θεί ή
είναι λυμένος, η, ο
έχουμε λυ-θεί ή
είμαστε λυμένοι, ες, α
έχετε λυ-θεί ή
είστε λυμένοι, ες, α
έχουν λυ-θεί ή
είναι λυμένοι, ες, α
|
να έχω λυ-θεί ή
να είμαι λυμένος, η, ο
να έχεις λυ-θεί ή
να είσαι λυμένος, η, ο
να έχει λυ-θεί ή
να είναι λυμένος, η, ο
να έχουμε λυ-θεί ή
να είμαστε λυμένοι, ες, α
να έχετε λυ-θεί ή
να είστε λυμένοι, ες, α
να έχουν λυ-θεί ή
να είναι λυμένοι, ες, α
|
λυμένος, η,
ο
|
||
Υπερσυντέλικος
|
είχα λυ-θεί ή
ήμουν λυμένος, η, ο
είχες λυ-θεί ή
ήσουν λυμένος, η, ο
είχε λυ-θεί ή
ήταν λυμένος, η, ο
είχαμε λυ-θεί ή
ήμασταν λυμένοι, ες, α
είχατε λυ-θεί ή
ήσασταν λυμένοι, ες, α
είχαν λυ-θεί ή
ήταν λυμένοι, ες, α
|
να είχα λυ-θεί ή
να ήμουν(α) λυμένος, η, ο
να είχες λυ-θεί ή
να ήσουν(α) λυμένος, η, ο
να είχε λυ-θεί ή
να ήταν λυμένος, η, ο
να είχαμε λυ-θεί ή
να ήμαστε λυμένοι, ες, α
να είχατε λυ-θεί ή
να ήσαστε λυμένοι, ες, α
να είχαν λυ-θείή
να ήταν λυμένοι, ες, α
|
|||
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω λυ-θεί ή
θα ήμουν λυμένος, η, ο
θα έχεις λυ-θεί ή
θα ήσουν λυμένος, η, ο
θα έχει λυ-θεί ή
θα ήταν λυμένος, η, ο
θα έχουμε λυ-θεί ή
θα ήμασταν λυμένοι, ες, α
θα έχετε λυ-θεί ή
θα ήσασταν λυμένοι, ες, α
θα έχουν λυ-θεί ή
θα ήταν λυμένοι, ες, α
|
Β΄ συζυγία, α' τάξη, Ενεργητική φωνή
|
|||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
χτυπ-ώ ή
χτυπάω
χτυπ-άς
χτυπ-ά ή
χτυπάει
χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
χτυπ-άτε
χτυπ-ούν(ε)
ή χτυπ-άν(ε)
|
να χτυπ-ώ ή
χτυπάω
να χτυπ-άς
να χτυπ-ά ή
χτυπάει
να χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
να χτυπ-άτε
να χτυπ-ούν(ε)
ή χτυπ-άν(ε)
|
χτύπ-α
χτυπ-άτε
|
χτυπώντας
|
|
Παρατατικός
|
χτυπ-ούσα ή χτύπ-αγα
χτυπ-ούσες ή χτύπ-αγες
χτυπ-ούσε ή χτύπ-αγε
χτυπ-ούσαμε ή χτυπ-άγαμε
χτυπ-ούσατε ή χτυπ-άγατε
χτυπ-ούσαν ή χτύπ-αγαν(ε)
|
να χτυπ-ούσα ή χτύπ-αγα
να χτυπ-ούσες ή χτύπ-αγες
να χτυπ-ούσε ή χτύπ-αγε
να χτυπ-ούσαμε ή χτυπ-άγαμε
να χτυπ-ούσατε ή χτυπ-άγατε
να χτυπ-ούσαν ή χτύπ-αγαν(ε)
|
|||
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα χτυπ-ώ ή
χτυπάω
θα χτυπ-άς
θα χτυπ-ά ή
χτυπάει
θα χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
θα χτυπ-άτε
θα χτυπ-ούν(ε)
ή χτυπ-άν(ε)
|
||||
Αόριστος
|
χτύπ-ησα
χτύπ-ησες
χτύπ-ησε
χτυπ-ήσαμε
χτυπ-ήσατε
χτύπ-ησαν
ή χτυπ-ήσανε
|
να χτυπ-ήσω
να χτυπ-ήσεις
να χτυπ-ήσει
να χτυπ-ήσουμε
να χτυπ-ήσετε
να χτυπ-ήσουν(ε)
|
χτύπ-ησε
χτυπ-ήστε
|
χτυπ-ήσει
|
|
Στιγμιαίος
Μέλλοντας |
θα χτυπ-ήσω
θα χτυπ-ήσεις
θα χτυπ-ήσει
θα χτυπ-ήσουμε
θα χτυπ-ήσετε
θα χτυπ-ήσουν(ε)
|
||||
Παρακείμενος
|
έχω χτυπήσει ή
έχω χτυπημένο
έχεις χτυπήσει ή
έχεις χτυπημένο
έχει χτυπήσει ή
έχει χτυπημένο
έχουμε χτυπήσει ή
έχουμε χτυπημένο
έχετε χτυπήσειι ή
έχετε χτυπημένο
έχουν χτυπήσει ή
έχουν χτυπημένο
|
να έχω χτυπήσει ή
να έχω χτυπημένο
να έχεις χτυπήσει ή
να έχεις χτυπημένο
να έχει χτυπήσει ή
να έχει χτυπημένο
να έχουμε χτυπήσει ή
να έχουμε χτυπημένο
να έχετε χτυπήσει ή
να έχετε χτυπημένο
να έχουν χτυπήσει ή
να έχουν χτυπημένο
|
|||
Υπερσυντέλικος
|
είχα χτυπήσει ή
είχα χτυπημένο
είχες χτυπήσει ή
είχες χτυπημένο
είχε χτυπήσει ή
είχε χτυπημένο
είχαμε χτυπήσει ή
είχαμε χτυπημένο
είχατε χτυπήσει ή
είχατε χτυπημένο
είχαν χτυπήσει ή
είχαν(ε) χτυπημένο
|
να είχα χτυπήσει ή
να είχα χτυπημένο
να είχες χτυπήσει ή
να είχες χτυπημένο
να είχε χτυπήσει ή
να είχε χτυπημένο
να είχαμε χτυπήσει ή
να είχαμε χτυπημένο
να είχατε χτυπήσει ή
να είχατε χτυπημένο
να είχαν χτυπήσει ή
να είχαν(ε) χτυπημένο
|
|||
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω χτυπήσει ή
θα έχω χτυπημένο
θα έχεις χτυπήσει ή
θα έχεις χτυπημένο
θα έχει χτυπήσει ή
θα έχει χτυπημένο
θα έχουμε χτυπήσει ή
θα έχουμε χτυπημένο
θα έχετε χτυπήσει ή
θα έχετε χτυπημένο
θα έχουν χτυπήσει ή
θα έχουν(ε) χτυπημένο
|
Β΄ συζυγία, α' τάξη, Παθητική φωνή
|
|||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
χτυπ-ιέμαι
χτυπ-ιέσαι
χτυπ-ιέται
χτυπ-ιόμαστε
χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
|
να χτυπ-ιέμαι
να χτυπ-ιέσαι
να χτυπ-ιέται
να χτυπ-ιόμαστε
να χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
να χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
|
|||
Παρατατικός
|
χτυπ-ιόμουν(α)
χτυπ-ιόσουν(α)
χτυπ-ιόταν(ε)
χτυπ-ιόμασταν ή χτυπ-ιόμαστε
χτυπ-ιόσασταν ή χτυπ-ιόσαστε
χτυπ-ιούνταν(ε) ή χτυπ-ιόνταν(ε)
ή χτυπ-ιόντουσαν |
να χτυπ-ιόμουν(α)
να χτυπ-ιόσουν(α)
να χτυπ-ιόταν(ε)
να χτυπ-ιόμασταν ή χτυπ-ιόμαστε
να χτυπ-ιόσασταν ή χτυπ-ιόσαστε
να χτυπ-ιούνταν(ε) ή χτυπ-ιόνταν(ε)
ή χτυπ-ιόντουσαν |
|||
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα χτυπ-ιέμαι
θα χτυπ-ιέσαι
θα χτυπ-ιέται
θα χτυπ-ιόμαστε
θα χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
θα χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
|
||||
Αόριστος
|
χτυπ-ήθηκα
χτύπ-ήθηκες
χτύπ-ήθηκε
χτυπ-ηθήκαμε
χτυπ-ηθήκατε
χτύπ-ήθηκαν
ή χτυπ-ηθήκανε
|
να χτυπ-ηθώ
να χτυπ-ηθείς
να χτυπ-ηθεί
να χτυπ-ηθούμε
να χτυπ-ηθείτε
να χτυπ-ηθούν(ε)
|
χτυπ-ήσου
χτυπ-ηθείτε
|
χτυπ-ηθεί
|
|
Στιγμιαίος
Μέλλοντας |
θα χτυπ-ηθώ
θα χτυπ-ηθείς
θα χτυπ-ηθεί
θα χτυπ-ηθούμε
θα χτυπ-ηθείτε
θα χτυπ-ηθούν(ε)
|
||||
Παρακείμενος
|
έχω χτυπηθεί ή
είμαι χτυπημένος, η, ο
έχεις χτυπηθεί ή
είσαι χτυπημένος, η, ο
έχει χτυπηθεί ή
είναι χτυπημένος, η, ο
έχουμε χτυπηθεί ή
είμαστε χτυπημένοι, ες, α
έχετε χτυπηθεί ή
είστε χτυπημένοι, ες, α
έχουν χτυπηθεί ή
είναι χτυπημένοι, ες, α
|
να έχω χτυπηθεί ή
να είμαι χτυπημένος, η, ο
να έχεις χτυπηθεί ή
να είσαι χτυπημένος, η, ο
να έχει χτυπηθεί ή
να είναι χτυπημένος, η, ο
να έχουμε χτυπηθεί ή
να είμαστε χτυπημένοι, ες, α
να έχετε χτυπηθεί ή
να είστε χτυπημένοι, ες, α
να έχουν χτυπηθεί ή
να είναι χτυπημένοι, ες, α
|
χτυπημένος,
η, ο
|
||
Υπερσυντέλικος
|
είχα χτυπηθεί ή
ήμουν χτυπημένος, η, ο
είχες χτυπηθεί ή
ήσουν χτυπημένος, η, ο
είχε χτυπηθεί ή
ήταν χτυπημένος, η, ο
είχαμε χτυπηθεί ή
ήμασταν χτυπημένοι, ες, α
είχατε χτυπηθεί ή
ήσασταν χτυπημένοι, ες, α
είχαν χτυπηθεί ή
ήταν χτυπημένοι, ες, α
|
να είχα χτυπηθεί ή
να ήμουν χτυπημένος, η, ο
να είχες χτυπηθεί ή
να ήσουν χτυπημένος, η, ο
να είχε χτυπηθεί ή
να ήταν χτυπημένος, η, ο
να είχαμε χτυπηθεί ή
να ήμασταν χτυπημένοι, ες, α
να είχατε χτυπηθεί ή
να ήσασταν χτυπημένοι, ες, α
να είχαν χτυπηθεί ή
να ήταν χτυπημένοι, ες, α
|
|||
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω χτυπηθεί ή
θα είμαι χτυπημένος, η, ο
θα έχεις χτυπηθεί ή
θα είσαι χτυπημένος, η, ο
θα έχει χτυπηθεί ή
θα είναι χτυπημένος, η, ο
θα έχουμε χτυπηθεί ή
θα είμαστε χτυπημένοι, ες, α
θα έχετε χτυπηθεί ή
θα είστε χτυπημένοι, ες, α
θα έχουν χτυπηθεί ή
θα είναι χτυπημένοι, ες, α
|
Β΄ συζυγία, β' τάξη, Ενεργητική φωνή
|
|||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
θεωρ-ώ
θεωρ-είς
θεωρ-εί
θεωρ-ούμε
θεωρ-είτε
θεωρ-ούν(ε)
|
να θεωρ-ώ
να θεωρ-είς
να θεωρ-εί
να θεωρ-ούμε
να θεωρ-είτε
να θεωρ-ούν(ε)
|
θεωρ-είτε
|
θεωρώντας
|
|
Παρατατικός
|
θεωρ-ούσα
θεωρ-ούσες
θεωρ-ούσε
θεωρ-ούσαμε
θεωρ-ούσατε
θεωρ-ούσαν
|
να θεωρ-ούσα
να θεωρ-ούσες
να θεωρ-ούσε
να θεωρ-ούσαμε
να θεωρ-ούσατε
να θεωρ-ούσαν
|
|||
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα θεωρ-ώ
θα θεωρ-είς
θα θεωρ-εί
θα θεωρ-ούμε
θα θεωρ-είτε
θα θεωρ-ούν(ε)
|
||||
Αόριστος
|
θεώρ-ησα
θεώρ-ησες
θεώρ-ησε
θεωρ-ήσαμε
θεωρ-ήσατε
θεώρ-ησαν
ή θεωρ-ήσανε
|
να θεωρ-ήσω
να θεωρ-ήσεις
να θεωρ-ήσει
να θεωρ-ήσουμε
να θεωρ-ήσετε
να θεωρ-ήσουν(ε)
|
θεώρ-ησε
θεωρ-ήστε
|
θεωρ-ήσει
|
|
Στιγμιαίος
Μέλλοντας |
θα θεωρ-ήσω
θα θεωρ-ήσεις
θα θεωρ-ήσει
θα θεωρ-ήσουμε
θα θεωρ-ήσετε
θα θεωρ-ήσουν(ε)
|
||||
Παρακείμενος
|
έχω θεωρήσει ή
έχω θεωρημένο
έχεις θεωρήσει ή
έχεις θεωρημένο
έχει θεωρήσει ή
έχει θεωρημένο
έχουμε θεωρήσει ή
έχουμε θεωρημένο
έχετε θεωρήσει ή
έχετε θεωρημένο
έχουν θεωρήσει ή
έχουν θεωρημένο
|
να έχω θεωρήσει ή
να έχω θεωρημένο
να έχεις θεωρήσει ή
να έχεις θεωρημένο
να έχει θεωρήσει ή
να έχει θεωρημένο
να έχουμε θεωρήσει ή
να έχουμε θεωρημένο
να έχετε θεωρήσει ή
να έχετε θεωρημένο
να έχουν θεωρήσει ή
να έχουν θεωρημένο
|
|||
Υπερσυντέλικος
|
είχα θεωρήσει ή
είχα θεωρημένο
είχες θεωρήσει ή
είχες θεωρημένο
είχε θεωρήσει ή
είχε θεωρημένο
είχαμε θεωρήσει ή
είχαμε θεωρημένο
είχατε θεωρήσει ή
είχατε θεωρημένο
είχαν θεωρήσει ή
είχαν(ε) θεωρημένο
|
να είχα θεωρήσει ή
να είχα θεωρημένο
να είχες θεωρήσει ή
να είχες θεωρημένο
να είχε θεωρήσει ή
να είχε θεωρημένο
να είχαμε θεωρήσει ή
να είχαμε θεωρημένο
να είχατε θεωρήσει ή
να είχατε θεωρημένο
να είχαν θεωρήσει ή
να είχαν(ε) θεωρημένο
|
|||
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω θεωρήσει ή
θα έχω θεωρημένο
θα έχεις θεωρήσει ή
θα έχεις θεωρημένο
θα έχει θεωρήσει ή
θα έχει θεωρημένο
θα έχουμε θεωρήσει ή
θα έχουμε θεωρημένο
θα έχετε θεωρήσει ή
θα έχετε θεωρημένο
θα έχουν θεωρήσει ή
θα έχουν(ε) θεωρημένο
|
Β΄ συζυγία, β' τάξη, Παθητική φωνή
|
|||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
θεωρ-ούμαι
θεωρ-είσαι
θεωρ-είται
θεωρ-ούμαστε
θεωρ-είστε
θεωρ-ούνται
|
να θεωρ-ούμαι
να θεωρ-είσαι
να θεωρ-είται
να θεωρ-ούμαστε
να θεωρ-είστε
να θεωρ-ούνται
|
|||
Παρατατικός
|
θεωρ-ούμουν(α)
θεωρ-ούσουν(α)
θεωρ-ούνταν(ε)
θεωρ-ούμασταν ή θεωρ-ιόμαστε
θεωρ-ούσασταν ή θεωρ-ιόσαστε
θεωρ-ούνταν(ε) ή θεωρ-ιόνταν(ε)
ή θεωρ-ιόντουσαν |
να θεωρ-ιόμουν(α)
να θεωρ-ιόσουν(α)
να θεωρ-ιόταν(ε)
να θεωρ-ιόμασταν ή θεωρ-ιόμαστε
να θεωρ-ιόσασταν ή θεωρ-ιόσαστε
να θεωρ-ιούνταν(ε) ή θεωρ-ιόνταν(ε)
ή θεωρ-ιόντουσαν |
|||
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα θεωρ-ούμαι
θα θεωρ-είσαι
θα θεωρ-είται
θα θεωρ-ούμαστε
θα θεωρ-είστε
θα θεωρ-ούνται
|
||||
Αόριστος
|
θεωρ-ήθηκα
θεωρ-ήθηκες
θεωρ-ήθηκε
θεωρ-ηθήκαμε
θεωρ-ηθήκατε
θεωρ-ήθηκαν
ή θεωρ-ηθήκανε
|
να θεωρ-ηθώ
να θεωρ-ηθείς
να θεωρ-ηθεί
να θεωρ-ηθούμε
να θεωρ-ηθείτε
να θεωρ-ηθούν(ε)
|
θεωρ-ήσου
θεωρ-ηθείτε
|
θεωρ-ηθεί
|
|
Στιγμιαίος
Μέλλοντας |
θα θεωρ-ηθώ
θα θεωρ-ηθείς
θα θεωρ-ηθεί
θα θεωρ-ηθούμε
θα θεωρ-ηθείτε
θα θεωρ-ηθούν(ε)
|
||||
Παρακείμενος
|
έχω θεωρηθεί ή
είμαι θεωρημένος, η, ο
έχεις θεωρηθεί ή
είσαι θεωρημένος, η, ο
έχει θεωρηθεί ή
είναι θεωρημένος, η, ο
έχουμε θεωρηθεί ή
είμαστε θεωρημένοι, ες, α
έχετε θεωρηθεί ή
είστε θεωρημένοι, ες, α
έχουν θεωρηθεί ή
είναι θεωρημένοι, ες, α
|
να έχω θεωρηθεί ή
να είμαι θεωρημένος, η, ο
να έχεις θεωρηθεί ή
να είσαι θεωρημένος, η, ο
να έχει θεωρηθεί ή
να είναι θεωρημένος, η, ο
να έχουμε θεωρηθεί ή
να είμαστε θεωρημένοι, ες, α
να έχετε θεωρηθεί ή
να είστε θεωρημένοι, ες, α
να έχουν θεωρηθεί ή
να είναι θεωρημένοι, ες, α
|
θεωρημένος,
η, ο
|
||
Υπερσυντέλικος
|
είχα θεωρηθεί ή
ήμουν θεωρημένος, η, ο
είχες θεωρηθεί ή
ήσουν θεωρημένος, η, ο
είχε θεωρηθεί ή
ήταν θεωρημένος, η, ο
είχαμε θεωρηθεί ή
ήμασταν θεωρημένοι, ες, α
είχατε θεωρηθεί ή
ήσασταν θεωρημένοι, ες, α
είχαν θεωρηθεί ή
ήταν θεωρημένοι, ες, α
|
να είχα θεωρηθεί ή
να ήμουν θεωρημένος, η, ο
να είχες θεωρηθεί ή
να ήσουν θεωρημένος, η, ο
να είχε θεωρηθεί ή
να ήταν θεωρημένος, η, ο
να είχαμε θεωρηθεί ή
να ήμασταν θεωρημένοι, ες, α
να είχατε θεωρηθεί ή
να ήσασταν θεωρημένοι, ες, α
να είχαν θεωρηθεί ή
να ήταν θεωρημένοι, ες, α
|
|||
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω θεωρηθεί ή
θα είμαι θεωρημένος, η, ο
θα έχεις θεωρηθεί ή
θα είσαι θεωρημένος, η, ο
θα έχει θεωρηθεί ή
θα είναι θεωρημένος, η, ο
θα έχουμε θεωρηθεί ή
θα είμαστε θεωρημένοι, ες, α
θα έχετε θεωρηθεί ή
θα είστε θεωρημένοι, ες, α
θα έχουν θεωρηθεί ή
θα είναι θεωρημένοι, ες, α
|
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.