Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ανώτατος άρχοντας στο πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Σε αδρές γραμμές, είτε έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες και ασκεί την εκτελεστική εξουσία εκλεγόμενος απευθείας από το λαό (προεδρική δημοκρατία), είτε έχει ρυθμιστικές, εκλεγόμενος εμμέσως από τα νομοθετικά σώματα (προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία).
Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975, όπως τροποποιήθηκε με τις αναθεωρήσεις του 1986, του 2001 και του 2008. Τα άρθρα 30 - 50 του Συντάγματος αναφέρονται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και περιλαμβάνουν τα προσόντα εκλογιμότητας, τον τρόπο εκλογής, τις αρμοδιότητές του και την ευθύνη του έναντι της Πολιτείας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος κι έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες, οι οποίες είναι περιορισμένες σε σχέση με αυτές του πρωθυπουργού και των υπουργών. Οι αρμοδιότητές του συρρικνώθηκαν με την αναθεώρηση του 1986, που κατέστησε κυρίαρχο της πολιτικής ζωής τον πρωθυπουργό. Εκλέγεται για θητεία πέντε ετών από τη Βουλή κι έχει δικαίωμα επανεκλογής μόνο μία φορά.
Η διαδικασία εκλογής
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από τη Βουλή με ονομαστική (φανερή) ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Βουλής τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήξη της θητείας του απερχομένου Προέδρου. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας διεξάγεται είτε σε μία, είτε σε δύο φάσεις, ανάμεσα στις οποίες μεσολαβούν υποχρεωτικά βουλευτικές εκλογές.
Η πρώτη φάση της διαδικασίας περιλαμβάνει τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες. Στην πρώτη ψηφοφορία απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών (200) για να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εάν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μετά από πέντε ημέρες και απαιτείται η ίδια πλειοψηφία. Εάν και πάλι δεν συγκεντρωθεί η απαιτουμένη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μετά από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος Δημοκρατίας εκείνος που συγκεντρώνει την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών (180). Εάν αποβεί άκαρπη και η τρίτη ψηφοφορία, τότε η Βουλή διαλύεται μέσα σε δέκα μέρες και προκηρύσσονται εκλογές για την ανάδειξη νέας Βουλής.
Η δεύτερη φάση της διαδικασίας διεξάγεται από τη νέα Βουλή αμέσως μετά τη συγκρότησή της σε σώμα και περιλαμβάνει τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες. Κατά την πρώτη ψηφοφορία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (180). Εάν δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μέσα σε πέντε ημέρες και απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151). Εάν δεν επιτευχθεί ούτε κι αυτή η πλειοψηφία, τότε μετά από πέντε ημέρες διεξάγεται η τρίτη και τελευταία ψηφοφορία, μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν, κατά την οποία εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους.
Παύλος Κουντουριώτης (1924-1925)
Στις 25 Μαρτίου 1924, ανήμερα της εθνικής εορτής, η Βουλή με 253 ψήφους ενέκρινε ψήφισμα «περί εκπτώσεως της Δυναστείας των Γλυξβούργων και ανακηρύξεως της Δημοκρατίας», υπό τον όρο να εγκριθεί η απόφαση της Βουλής από τον λαό με δημοψήφισμα. Το ψήφισμα, που είχε υποβάλλει η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ανέθετε στον αντιβασιλέα ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη καθήκοντα ρυθμιστού του πολιτεύματος μέχρι να συνταχθεί ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας.
Η Βουλή, που είχε συντακτικό χαρακτήρα, είχε προέλθει από τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, από τις οποίες απείχαν τα αντιβενιζελικά κόμματα. Την επομένη, 17 Δεκεμβρίου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Ελλάδα, με απόφαση Επαναστατικής Επιτροπής. Η πολιτειακή μεταβολή επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924.
Στις 19 Μαρτίου 1926, ο Παύλος Κουντουριώτης παραιτήθηκε μετά τις ραγδαίες εξελίξεις, που κατέληξαν στην επιβολή δικτατορίας από τον Θεόδωρο Πάγκαλο.
Θεόδωρος Πάγκαλος (1926)
Ο νέος ισχυρός άνδρας της χώρας προκήρυξε εκλογές για τις 4 Απριλίου για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι εκλογές έγιναν τελικά σε δύο δόσεις για τεχνικούς λόγους: στις 4 Απριλίου σε 12 νομούς και στις 11 Απριλίου στους υπόλοιπους 23. Μπροστά στην παρωδία εκλογών, που ετοίμαζε ο Πάγκαλος, τα κόμματα απέσυραν την υποστήριξή τους στον νομομαθή Κωνσταντίνο Δεμερτζή και ζήτησαν από το λαό να απόσχει από τις εκλογές. Ο Πάγκαλος εξελέγη άνετα πρόεδρος της Δημοκρατίας, λαμβάνοντας 782.589 ψήφους έναντι 56.126 του Δεμερτζή. Στις 18 Απριλίου ο νικητής των εκλογών Θεόδωρος Πάγκαλος ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και συγκέντρωσε πάνω του όλες τις εξουσίες.
Παύλος Κουντουριώτης (1926-1929)
Μετά την ανατροπή του Πάγκαλου από τον Γεώργιο Κονδύλη (23 Αυγούστου 1926), ο Παύλος Κουντουριώτης ανέλαβε και πάλι καθήκοντα προσωρινού Προέδρου της Δημοκρατίας.
Στις 3 Ιουνίου 1929 ο ναύαρχος Κουντουριώτης εξελέγη πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε κοινή συνεδρίαση Βουλής και Γερουσίας, κατ’ επιταγήν του Συντάγματος του 1927. Επί 309 ψηφισάντων έλαβε 259 ψήφους. Στις 9 Δεκεμβρίου 1929 υπέβαλλε την παραίτησή του για λόγους υγείας. Προσωρινός πρόεδρος ανέλαβε ο πρόεδρος της Γερουσίας Αλέξανδρος Ζαΐμης.
Ο Παύλος Κουντουριώτης κατά τη διάρκεια της θητείας του στο ανώτατο αξίωμα της πολιτείας δεν συμπεριφέρθηκε ποτέ σαν «επαγγελματίας πολιτικός». Παρέμεινε πάντοτε «ο παλαιός ναυτικός» και άσκησε τα καθήκοντά του με απόλυτη τυπικότητα, χωρίς να επεμβαίνει στις πολιτικές διαμάχες.
Αλέξανδρος Ζαΐμης (1929-1935)
Στις 17 Δεκεμβρίου συγκλήθηκαν σε κοινή συνεδρίαση η Βουλή και η Γερουσία για να εκλέξουν νέο πρόεδρο. Αρχικά, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε ανακοινώσει ότι υποψήφιος του κόμματός του θα ήταν ο Γεώργιος Καφαντάρης. Όμως, την τελευταία στιγμή πείστηκε από το περιβάλλον του να αποσύρει την υποψηφιότητα του Ευρυτάνα πολιτικού, λόγω του δυναμικού και απρόβλεπτου χαρακτήρα του. Πρότεινε, τελικά, τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ο οποίος εξελέγη με 257 ψήφους σε σύνολο 327, που έλαβαν μέρος στη σχετική ψηφοφορία. Ο Ζαΐμης επανεξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 19 Οκτωβρίου 1934, με ψήφους 197 επί 329 ψηφισάντων, παρά την αντίδραση του Βενιζέλου αυτή τη φορά.
Ένα χρόνο αργότερα, στις 11 Οκτωβρίου 1935, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης απαλλάχθηκε των καθηκόντων του, μετά το πραξικόπημα Κονδύλη, που κατάργησε το πολίτευμα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας και όρισε δημοψήφισμα για τις 3 Νοεμβρίου για την επάνοδο της βασιλείας. Ο Ζαΐμης δεν θα αντιδράσει ούτε για τους τύπους στην κατάργηση του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας. «Ήταν ανίκανος λόγω ηλικίας και ιδιοσυγκρασίας να την προστατεύσει» σημειώνει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γρηγόρης Δαφνής στο κλασικό έργο του για τον ελληνικό μεσοπόλεμο «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων» (1955). Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν θετικό και ο Γεώργιος Β’ επανήλθε στο θρόνο του στις 25 Νοεμβρίου, βάζοντας την ταφόπλακα της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Γεώργιος Παπαδόπουλος (1973)
Μετά την αποτυχία του βασιλικού κινήματος στο Ναυτικό (23 Μαΐου 1973), η δικτατορία προχώρησε στην κατάργηση της Μοναρχίας και στην προκήρυξη δημοψηφίσματος για την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της αβασιλεύτου δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα ανακοίνωσε και τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών. Σε διάγγελμά του, ο ισχυρός άνδρας του καθεστώτος Γεώργιος Παπαδόπουλος ανέφερε ότι ο «αυτοεξόριστος Βασιλεύς επεδόθη εν τω εξωτερικώ εις δραστηριότητας μαρτυρούσας ασυγχώρητον δι’ ενήλικον άτομον ανωριμότητα» και ότι «συμπεριφέρθη ως κομματάρχης τυχοδιωκτών, χρεωκόπων, συνοδοιπόρων, δολιοφθορέων και δολοφόνων ακόμη». Για το λόγο αυτό, «κατέστη έκδηλος η αντίθεσις της μεγάλης μερίδος του Λαού προς το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας», του οποίου η διατήρηση «εγκυμονεί κινδύνους εις βάρος της εσωτερικής γαλήνης και της εθνικής ενότητος».
Στη Συντακτική Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (1 Ιουνίου 1973), με την οποία αναγγέλθηκε η πολιτειακή μεταβολή, αναφέρεται τέλος ότι έμβλημα της Ελληνικής Πολιτείας θα είναι αντί του βασιλικού θυρεού «ο αναγεννώμενος εκ της τέφρας του Φοίνιξ». Προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας μέχρι τη διενέργεια δημοψηφίσματος ορίστηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, που διατηρούσε και το αξίωμα του πρωθυπουργού.
Στις 28 Ιουλίου ο ελληνικός λαός με ποσοστό 78,4% ψήφισε την κατάργηση της Μοναρχίας. Στις 20 Αυγούστου ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Παπαδόπουλος και Αντιπρόεδρος ο στρατηγός Οδυσσέας Αγγελής, όπως προέβλεπε το Σύνταγμα της δικτατορίας. Την επόμενη μέρα, το Υπουργικό Συμβούλιο που συνήλθε υπό την προεδρία του Παπαδόπουλου αποφάσισε την παροχή γενικής αμνηστίας για όλα τα πολιτικά αδικήματα που διαπράχθηκαν μετά την 21η Απριλίου 1967, την παροχή χάριτος στον Αλέξανδρο Παναγούλη, που είχε καταδικαστεί σε θάνατο για την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου (13 Αυγούστου 1968) και την άρση του Στρατιωτικού Νόμου από την περιοχή της πρωτεύουσας, μετά από 6 χρόνια και 4 μήνες που ίσχυσε.
Φαίδων Γκιζίκης (1973-1974)
Μετά την ανατροπή του Γεωργίου Παπαδόπουλου από τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973, νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίστηκε ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης. Στις 24 Ιουλίου1974, υπό το βάρος της διαφαινόμενης εθνικής καταστροφής από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ανέλαβε να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς και συγκεκριμένα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Παρέμεινε στη θέση για λίγους μήνες μετά τη Μεταπολίτευση και παραιτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
Μιχαήλ Στασινόπουλος (1974-1975)
Μετά το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό (8 Δεκεμβρίου 1974), που κατάργησε τη Μοναρχία, ο στρατηγός Γκιζίκης υπέβαλε την παραίτησή του στις 16 Δεκεμβρίου και δύο ημέρες αργότερα ορκίστηκε προσωρινός πρόεδρος της Δημοκρατίας μέχρι την ψήφιση του νέου Συντάγματος ο βουλευτής επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, Μιχαήλ Στασινόπουλος, πρόσωπο με πολύπλευρη και σημαντική παρουσία (ανώτατος δικαστικός, πανεπιστημιακός και λογοτέχνης) και με αντιστασιακές περγαμηνές στα χρόνια της χούντας. Είχε προταθεί από τη Νέα Δημοκρατία και στη σχετική ψηφοφορία, που έγινε στη Βουλή στις 18 Δεκεμβρίου, έλαβε 206 ψήφους έναντι 74 αρνητικών ψήφων. Στην κάλπη βρέθηκαν ακόμη 8 λευκά, 3 άκυρα, ενώ απουσίαζαν 9 βουλευτές.
Κωνσταντίνος Τσάτσος (1975-1980)
Στις 8 Ιουνίου 1975 ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα της χώρας, μόνο από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, καθώς οι βουλευτές της αντιπολίτευσης απείχαν, επειδή διαφωνούσαν πρωτίστως με τις υπερεξουσίες του Προέδρου (αρμοδιότητες παύσης της κυβέρνησης, διάλυσης της Βουλής, προκήρυξης δημοψηφίσματος, εκφώνησης διαγγελμάτων κατά την κρίση του). Στις 19 Ιουνίου συγκλήθηκε η Βουλή για την εκλογή του πρώτου Προέδρου της Δημοκρατίας. Υποψήφιοι ήταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, που υπέδειξε η Νέα Δημοκρατία και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που υπέδειξε η Ένωση Κέντρου - Νέες Δυνάμεις. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εξελέγη από την πρώτη ψηφοφορία με 210 ψήφους, έναντι 65 του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ενώ βρέθηκαν και 20 λευκά ψηφοδέλτια. Πέντε βουλευτές απείχαν της διαδικασίας.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος περιορίστηκε στην άσκηση ενός ρυθμιστικού ρόλου με διακριτική παρουσία, χωρίς να διατυπώνει απόψεις για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική που θα διαφοροποιούνταν απ’ αυτές της κυβέρνησης. Οι φόβοι που διατυπώθηκαν από την αντιπολίτευση για τις προεδρικές «υπερεξουσίες» δεν επιβαιώθηκαν. Σ’ αυτό βοήθησαν και τα εκλογικά συστήματα που εφαρμόστηκαν την περίοδο 1975-1980 (παραλλαγές ενισχυμένης αναλογικής), που διαμόρφωσαν ένα δικομματικό σύστημα, το οποίο παρείχε αυτοδύναμες κυβερνήσεις και δεν άφηνε περιθώρια στον οποιοδήποτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας - πόσο μάλλον στον Κ. Τσάτσο που ήταν προσωπικός θαυμαστής του Καραμανλή - να ασκήσει τις λεγόμενες «υπερεξουσίες».
Κωνσταντίνος Καραμανλής (1980-1985)
Στα μέσα Απριλίου του 1980 κινήθηκαν οι διαδικασίες για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς έληγε η θητεία του Κωνσταντίνου Τσάτσου. Εκπεφρασμένη ήταν η θέληση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία της Δημοκρατίας, με την οποία θα ολοκλήρωνε τη σπουδαία πολιτική του καριέρα. Γι’ αυτό, ελλείψει των αναγκαίων 180 ψήφων, είχε φροντίσει από νωρίς να προσελκύσει στη Ν.Δ. βουλευτές της φθίνουσας Ένωσης Κέντρου. Στην πρώτη ψηφοφορία, που έγινε στις 23 Απριλίου, συγκέντρωσε 179 ψήφους έναντι 4 του Γεωργίου Μυλωνά (ΚΟΔΗΣΟ), 3 του Νικήτα Βενιζέλου (ΕΔΗΚ) και από 1 των Λεωνίδα Κύρκου (ΚΚΕ εσ.), Φαίδωνος Βεγλερή (ΕΔΑ) και Ηλία Ηλιού (ΕΔΑ). 15 ψηφοδέλτια βρέθηκαν λευκά, ενώ 92 βουλευτές αρνήθηκαν ψήφο (ΠΑΣΟΚ). Τέσσερις βουλευτές απείχαν της ψηφοφορίας.
Στη δεύτερη ψηφοφορία, που έγινε στις 29 Απριλίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συγκέντρωσε 181 ψήφους, έναντι 3 του Γεωργίου Μυλωνά (ΚΟΔΗΣΟ), 1 του Λεωνίδα Κύρκου (ΚΚΕ εσ.), 1 Φαίδωνος Βεγλερή (ΕΔΑ) και 1 του ανεξάρτητου Στέλιου Παπαθεμελή. 13 ψηφοδέλτια βρέθηκαν λευκά, ενώ 97 βουλευτές αρνήθηκαν ψήφο. Τρεις βουλευτές απείχαν της ψηφοφορίας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξελέγη, τελικά, Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην τρίτη ψηφοφορία της 5ης Μαΐου. Στην κρίσιμη αυτή ψηφοφορία ήταν παρόντες 298 βουλευτές (απείχαν οι Σπύρος Θεοτόκης και Κωνσταντίνος Οικονομόπουλος της Εθνικής Παράταξης) και υπερψήφισαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή 183, ενώ 93 (ΠΑΣΟΚ) αρνήθηκαν ψήφο, 12 έριξαν λευκό (οι 11 βουλευτές του ΚΚΕ και ο Γεώργιος Μαύρος) και βρέθηκαν 4 ψηφοδέλτια με το όνομα Iωάννης Ζίγδης (ΕΔΗΚ), 3 με το όνομα Γεώργιος Μυλωνάς (ΚΟΔΗΣΟ), 1 με το όνομα Φαίδων Βεγλερής (ΕΔΑ) και 1 με το όνομα Λεωνίδας Κύρκος (KKE εσ). Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του αποτελέσματος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε ότι θα επιδιώξει τη στερέωση του πολιτεύματος, την ομαλή λειτουργία των θεσμών και τη διαφύλαξη της εθνικής μας ενότητας. Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ξεκίνησε η λεγόμενη περίοδος της «συγκατοίκησης», με Πρόεδρο και Πρωθυπουργό από διαφορετικό κόμμα.
Χρήστος Σαρτζετάκης (1985-1990)
Η προεδρική εκλογή του 1985 ήταν η πιο επεισοδιακή και πυροδότησε σκληρή πολιτική σύγκρουση. Ο αρεοπαγίτης Χρήστος Σαρτζετάκης αποτέλεσε την «έκπληξη» του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς μέχρι τελευταία στιγμή κοινή ήταν η πεποίθηση ότι θα επανεκλεγόταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ωστόσο, ο τότε πρωθυπουργός άλλαξε γνώμη, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας, που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση. Η δικαιολογία που επικαλέστηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου για τη μη στήριξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν ο σεβασμός στο πρόσωπό του, επειδή σκόπευε να προκαλέσει αναθεώρηση του Συντάγματος, που θα περιόριζε τις εξουσίες του Προέδρου. Σε πολιτικό επίπεδο κέρδισε τις εντυπώσεις, αναστρέφοντας το αρνητικό για το ΠΑΣΟΚ κλίμα, εν όψει των βουλευτικών εκλογών της 2ας Ιουνίου 1985, τις οποίες κέρδισε άνετα.
Η ανακοίνωση Παπανδρέου έγινε στις 9 Μαρτίου, κατά την σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ. Την ίδια ημέρα, ο Καραμανλής δήλωσε ότι παραιτείται από το προεδρικό αξίωμα. Στη δήλωσή του επισήμανε ότι το θέμα ως προς τον ίδιο έχει αυτόματα λυθεί, δεδομένου ότι όχι μόνο δεν είχε ο ίδιος επιζητήσει την επανεκλογή του, αλλά και είχε, αντίθετα, επιφυλαχθεί να αποφασίσει οριστικά μόνο αφού οι προτάσεις, που του είχαν διατυπωθεί από τους ηγέτες των δύο μεγαλύτερων παρατάξεων της χώρας, θα είχαν προσλάβει επίσημο χαρακτήρα. Η παραίτησή του την επομένη, 10 Μαρτίου, συνοδεύτηκε με δήλωση προς τον πρόεδρο της Βουλής, σύμφωνα με την οποία έπαυε να ασκεί τα καθήκοντά του «εν όψει των διαγραφομένων εξελίξεων, στις οποίες δεν δύναμαι να συμπράττω». Προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέλαβε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο πρόεδρος της Βουλής Ιωάννης Αλευράς.
Αντικείμενο σκληρών αντιπαραθέσεων αποτέλεσε, επίσης, το ερώτημα εάν ο πρόεδρος της Βουλής, Γιάννης Αλευράς, είχε δικαίωμα ψήφου. Συνταγματολόγοι (Γεώργιος Κασιμάτης, Ευάγγελος Βενιζέλος) και Βουλή κατέληξαν ότι ο βουλευτής δεν χάνει ποτέ το δικαίωμα ψήφου. Αντίθετη ήταν η άποψη των συνταγματολόγων Αριστόβουλου Μάνεση και Δημητρίου Τσάτσου. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση ήλθαν, επίσης, σε σύγκρουση και για το χρώμα των ψηφοδελτίων, που έθετε υπό αμφισβήτηση τη μυστικότητα της ψηφοφορίας. Στη δεύτερη και τρίτη ψηφοφορία υπήρχαν δύο ψηφοδέλτια: το ένα με το όνομα του Χρήστου Σαρτζετάκη σε γαλάζιο χρώμα και το λευκό.
Η πρώτη ψηφοφορία διεξήχθη στις 17 Μαρτίου, με τον Χρήστο Σαρτζετάκη να υποστηρίζεται από ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, που ψήφισε για πρώτη και τελευταία φορά πρόεδρο Δημοκρατίας. Στην ψηφοφορία αυτή απαιτούνταν 200 ψήφοι. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης έλαβε 178 ψήφους, σε σύνολο 297 παριστάμενων βουλευτών. Απείχαν της διαδικασίας οι βουλευτές της ΝΔ, ενώ από την κάλπη βγήκαν τρία λευκά και τρία άκυρα. Στη δεύτερη ψηφοφορία στις 23 Μαρτίου, που επίσης απαιτούνταν 200 ψήφοι, ο Χρήστος Σαρτζετάκης έλαβε 185 ψήφους. Δεν ψήφισαν 110 βουλευτές και καταμετρήθηκαν τρία άκυρα κι ένα λευκό. Στη δεύτερη ψηφοφορία το κλίμα ήταν ιδιαίτερα τεταμένο, με τη χρησιμοποίηση των εγχρώμων ψηφοδελτίων και κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, ο βουλευτής Ιωαννίνων της Νέας Δημοκρατίας Ελευθέριος Καλογιάννης πήρε επ’ ώμου την κάλπη και τη μετέφερε στα γραφεία του κόμματος στη Βουλή. Μετ’ ολίγον, η κάλπη επανήλθε στη θέση της και η ψηφοφορία συνεχίστηκε, χωρίς άλλα παρατράγουδα. Ο Τύπος την επομένη τον αποκάλεσε Καλπογιάννη.
Τελικά, ο Χρήστος Σαρτζετάκης εξελέγη Πρόεδρος στην τρίτη ψηφοφορία, στις 29 Μαρτίου, με 180 ψήφους, όσο δηλαδή ήταν το όριο που προβλέπει το Σύνταγμα. Στην ψηφοφορία αυτή συμμετείχε και ο προσωρινός πρόεδρος της Δημοκρατίας και Πρόεδρος της Βουλής, Ιωάννης Αλευράς. Πέντε ψηφοδέλτια ήταν άκυρα κι ένα λευκό. Εκατόν δώδεκα βουλευτές της ΝΔ δεν έλαβαν μέρος στην εκλογική διαδικασία.
Ο Χρήστος Σαρτζετάκης άσκησε τα καθήκοντά του με εξαιρετική προσήλωση στο Σύνταγμα, ιδιαίτερα την περίοδο Ιουνίου 1989 - Απριλίου 1990, όταν οι εκλογικές αναμετρήσεις δεν έδωσαν απόλυτη πλειοψηφία σε κανένα κόμμα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, με πανηγυρικούς λόγους, διαγγέλματα και μελετήματα υπεραμύνθηκε της Ελληνικής Ιδέας και υποστήριξε επανειλημμένα και προς πολλές κατευθύνσεις, με έντονο ύφος και παλμό, τα ελληνικά εθνικά δίκαια και τη μοναδικότητα του ελληνικού έθνους ως «αναδέλφου» γένους. Κάποιες ατυχείς επιλογές του σε ζητήματα επικοινωνίας και δημόσιας εικόνας, οδήγησαν τον Τύπο σε σκωπτικά εις βάρος του σχόλια.
Κωνσταντίνος Καραμανλής (1990-1995)
Στις αρχές του 1990 η χώρα βρισκόταν στον αστερισμό του σκανδάλου Κοσκωτά και των διώξεων κατά στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που συμμετείχε στην κυβέρνηση Ζολώτα, χρησιμοποίησε την προεδρική εκλογή ως όχημα για να προκαλέσει βουλευτικές εκλογές, που θα της έδιναν την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ήδη αρνηθεί να είναι υποψήφιος στην πρώτη φάση της εκλογικής διαδικασία (τρεις γύροι με 200, 200 και 180 ψήφοι αντίστοιχα), αφού γνώριζε ότι δεν θα εκλεγόταν.
Στην πρώτη ψηφοφορία της 19ης Φεβρουαρίου 1990, που ήταν για πρώτη φορά ονομαστική, ο Χρήστος Σαρτζετάκης έλαβε 151 ψήφους, υποστηριζόμενος από το ΠΑΣΟΚ και τον τότε ενιαίο Συνασπισμό, 148 δήλωσαν «παρών» (ΝΔ) και 1 απών. Στη δεύτερη ψηφοφορία της 25ης Φεβρουαρίου ο Ιωάννης Αλευράς (ΠΑΣΟΚ) έλαβε 127 ψήφους, ο Χρήστος Σαρτζετάκης (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ) 21, 148 δήλωσαν «παρών» (ΝΔ) και 4 ήταν απόντες. Στην τρίτη ψηφοφορία της 3ης Μαρτίου, ο Ιωάννης Αλευράς (ΠΑΣΟΚ) έλαβε 128 ψήφους, ο Χρήστος Σαρτζετάκης (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ) 21, 148 δήλωσαν «παρών» (ΝΔ), 2 «απών», ενώ απουσίαζαν 4 βουλευτές.
Στις 8 Απριλίου 1990 έγιναν βουλευτικές εκλογές, σύμφωνα με το Σύνταγμα, καθώς κανένας υποψήφιος δεν είχε συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό ψήφο (180). Η Νέα Δημοκρατία έλαβε το 46,89% των ψήφων και 150 έδρες στη Βουλή. Με τη στήριξη του βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θεόδωρου Κατσίκη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σχημάτισε κυβέρνηση.
Στην πρώτη ψηφοφορία της δεύτερης φάσης της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (30 Απριλίου), όπου απαιτούνταν 180 ψήφοι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλαβε 149 ψήφους και οι συνυποψήφιοί του Γιάννης Αλευράς (ΠΑΣΟΚ) και Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος (Συνασπισμός) 123 και 21 αντίστοιχα. Στη δεύτερη ψηφοφορία (5 Μαΐου), όπου απαιτούνταν 151 ψήφοι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλαβε 153 ψήφους και εκλέχθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Γιάννης Αλευράς έλαβε 125 ψήφους και ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος 21.
Η δεκάχρονη παραμονή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο προεδρικό αξίωμα δεν κατάφερε να έχει υπερκομματικό χαρακτήρα, αλλά πάντως διαμόρφωσε οριστικά τη φυσιογνωμία του προεδρικού θεσμού ως παράγοντα ενοποιητικού της πολιτικής κοινότητας και εγγυητικού της συνταγματικής συνέχειας.
Κωστής Στεφανόπουλος (1995-2005)
Στις αρχές του 1995 και ενόψει της προεδρικής εκλογής, το ΠΑΣΟΚ δεν συγκέντρωνε τον απαιτούμενο αριθμό για να εκλέξει δικό του Πρόεδρο Δημοκρατίας κι έτσι συμφώνησε με την πρόταση της Πολιτικής Άνοιξης του Αντώνη Σαμαρά για την υποψηφιότητα του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου, τέως προέδρου της ΔΗΑΝΑ και παλαιού ηγετικού στελέχους της Νέας Δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία πρότεινε τον πρώην Πρόεδρο της Βουλής Αθανάσιο Τσαλδάρη. Το αποτέλεσμα και στις τρεις ψηφοφορίες (24 Φεβρουαρίου, 2 και 8 Μαρτίου 1995) για τον νικητή της αναμέτρησης ήταν το ίδιο. Ο Κωστής Στεφανόπουλος συγκέντρωσε 181 ψήφους (170 ΠΑΣΟΚ και 11 ΠΟΛΑΝ) και εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ο συνυποψήφιός του Αθανάσιος Τσαλδάρης έλαβε 109 ψήφους στην πρώτη και την τρίτη ψηφοφορία και 108 στη δεύτερη. Εννέα βουλευτές του ΚΚΕ και ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου δήλωσαν «παρών».
Η δεύτερη εκλογή του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου στο ύπατο αξίωμα της πολιτείας ήταν άνετη. Ήταν η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία που το κυβερνόν κόμμα και η αντιπολίτευση υποστήριξαν κοινό υποψήφιο, αλλά και πρώτη φορά που επανεξελέγη το ίδιο πρόσωπο για δεύτερη συνεχόμενη θητεία. Έτσι, η έκβαση ήταν γνωστή προτού ακόμη ξεκινήσει η ψηφοφορία της 8ης Φεβρουαρίου. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν 269 ψήφοι, επί 298 παριστάμενων βουλευτών, υπέρ του Κωστή Στεφανόπουλου και δέκα για τον υποδειχθέντα από το Συνασπισμό, Λεωνίδα Κύρκο. Οι 11 βουλευτές του ΚΚΕ και οι οκτώ του ΔΗΚΚΙ δήλωσαν «παρών».
Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος υπήρξε σώφρων πολιτικός και ιδιαίτερα αγαπητός στο λαό, ενώ υπηρέτησε με άψογο τρόπο το θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Οι καλές σχέσεις του με την Εκκλησία δεν τον εμπόδισε ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας να απορρίψει το αίτημα του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου - συνοδευόμενο από εκατομμύρια υπογραφές - για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες (29 Αυγούστου 2001).
Κατά τη διάρκεια της θητείας του υποδέχθηκε στην Αθήνα τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπιλ Κλίντον (19 Νοεμβρίου 1999) και στην προσφώνησή του προς τον υψηλό επισκέπτη του δεν παρέλειψε να υψώσει υπερήφανο λόγο, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων τα εξής: «Η Ελλάς δεν ζητεί από κανένα να μεσολαβήσει υπέρ αυτής, επικαλείται απλώς το δίκαιον και τη νομιμότητα, διότι πιστεύει ότι βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας δεν είναι τόσον η στήριξη των πάσης φύσεως συμφερόντων μας, όσον η στήριξη της νομιμότητας. Ορθότερο θα ήταν, αν έλεγα, ότι πρωταρχικό συμφέρον όλων είναι η υπεράσπιση της νομιμότητος».
Κάρολος Παπούλιας (2005-2015)
Το συναινετικό κλίμα μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης συνεχίστηκε και το 2005. Ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής πρότεινε για το αξίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας το στέλεχος τους ΠΑΣΟΚ Κάρολο Παπούλια (12 Δεκεμβρίου 2004), ο οποίος εξελέγη άνετα στις 8 Φεβρουαρίου 2005 με 279 ψήφους. 17 δήλωσαν «παρών» και 4 απείχαν της ψηφοφορίας.
Μετά τις ευρωεκλογές του 2009 και την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, δήλωσε επίσημα ότι τον Φεβρουάριο του 2010 δεν θα ψήφιζε τον Κάρολο Παπούλια για νέα πενταετία, αποκλειστικά και μόνο για να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης και ότι μετά τις εκλογές θα τον ψήφιζε. Ο συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Δημήτρης Τσάτσος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» (19 Ιουλίου 2009), πρότεινε στον κ. Παπούλια «να αρνηθεί την εργαλειοποίησή του ως σκεύος τεχνάσματος για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών», υπογραμμίζοντας ότι εάν το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιήσει το Μάρτιο την προεδρική εκλογή για να ρίξει την κυβέρνηση και ψηφίσει εκ των υστέρων τον Κάρολο Παπούλια, θα έχει εξόφθαλμα περιφρονήσει το βαθύτερο νόημα του Συντάγματος».
Στις 2 Σεπτεμβρίου, με διάγγελμά του, ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής ανακοίνωσε τη διενέργεια πρόωρων εκλογών στις 4 Οκτωβρίου. Επικαλέστηκε την ανάγκη λήψης σκληρών μέτρων για την οικονομία και την απόφαση του ΠΑΣΟΚ να προκαλέσει πρόωρες εκλογές το Μάρτιο του 2010, με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Μετά τη συντριπτική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, ο Κάρολος Παπούλιας επανεξελέγη στο ύπατο αξίωμα της χώρας στις 3 Φεβρουαρίου 2010 από τους 266 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ. 32 βουλευτές δήλωσαν «παρών» και 2 ήταν απόντες.
Προκόπης Παυλόπουλος (Μάρτιος 2015 -...)
Τον Φεβρουάριο του 2015 προτάθηκε για πρόεδρος της Δημοκρατίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και στην ψηφοφορία της 18ης Φεβρουαρίου εκλέχτηκε από την πλειοψηφία της Βουλής. Τον Μάρτιο του 2015 αναλαμβάνει τα νέα του καθήκοντα.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.