Η λέξη φανφάρα προέρχεται από το ιταλικό fanfara που σημαίνει σάλπισμα.
Στη νεοελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για να δηλώσει ένα σύντομο μουσικό κομμάτι που εκτελείται από χάλκινα πνευστά όργανα ή την ορχήστρα που απαρτίζεται κυρίως από σαλπιγκτές.
Επίσης, ευρεία είναι η μεταφορική χρήση της λέξης για να δηλωθεί ο πομπώδης λόγος, ο κομπασμός και ο άτοπος στόμφος ενός ομιλητή.
Ετυμολογία
- φανφάρα < ιταλική fanfara (σάλπισμα)
Σημασία
η φανφάρα θηλυκό ουσιαστικό
- σύντομο μουσικό κομμάτι που είναι γραμμένο για να εκτελεστεί από χάλκινα πνευστά όργανα (τρομπέτες κ.ά.) και προορίζεται να ακουστεί σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι
- Η φανφάρα γράφεται στους φυσικούς αρμονικούς φθόγγους της σάλπιγγας
- μπάντα ή ορχήστρα που απαρτίζεται κυρίως από σαλπιγκτές
- Μπροστά πήγαινε η εικόνα, πίσω η φανφάρα και πιο πίσω οι πιστοί
- (μεταφορικά) ο πομπώδης λόγος πολιτικού ή γενικά ο κομπασμός και ο άτοπος στόμφος ενός συνομιλητή
- Άσε τις φανφάρες και λέγε τώρα τι θα κάνουμε, γιατί καιγόμαστε
- Περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
- Για το e-didaskalia.blogspot.gr
- Αποστόλης Ζυμβραγάκης
- Φιλόλογος