Το ημερολόγιο
14 Σεπτεμβρίου 1993
Τρίτη τάξη του Δημοτικού. Είχα ήδη «ψηθεί» στις δυσκολίες των πρώτων παιδικών μου χρόνων, αλλά δεν ήξερα ότι το πράγμα θα δυσκόλευε ακόμα περισσότερο. Και όλα αυτά, με μια ερώτηση. Όταν τα υπόλοιπα αγόρια της τάξης με ρώτησαν ποιο κορίτσι από τη τάξη μ’ αρέσει ήμουν υποχρεωμένος να απαντήσω. Σε μια συζήτηση που έμοιαζε με ιδιαίτερη μυσταγωγία, σα να ήταν η ώρα να χωρίσουμε τα θηράματα στη τάξη για να γλιτώσουμε τις παρεξηγήσεις μέχρι να τελειώσει το δημοτικό. «Ειρήνη», είπα! Χωρίς ενδοιασμό. Δε το σκέφτηκα καν. Και μάλιστα ήμουν έτοιμος να δώσω και την μάχη μου για όποιον τολμούσε να μου πάρει το «θήραμα». Θυμάμαι τη πρώτη μέρα που τη γνώρισα, σε ένα διάλειμμα. Όχι, δε θυμάμαι πως πιάσαμε τη κουβέντα. Θυμάμαι όμως που χάζευα το βαθύ καστανό των μαλλιών της και προσπαθούσα να εξηγήσω το χρώμα των ματιών της. Και μια μέρα που της έδωσα νερό από το παγούρι μου, για να με ευχαριστήσει, σηκώθηκε τις μύτες των ποδιών της, σα ρελεβέ μιας μπαλαρίνας, και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Και από τότε, γίναμε φίλοι. Αχώριστοι. Κολλητοί. Δεν μου έφτανε όμως αυτό. Αλλά δεν μπορώ να της το πω ότι η φιλία μας δε μου έφτανε.. Ήθελα να είναι το κορίτσι μου, γιατί την αγαπούσα.. Και τι δε θα ‘δινα, να ήταν δικιά μου…
17 Οκτώβρη 1996
Αν το δημοτικό νόμιζα ότι ήταν δύσκολο, τότε το γυμνάσιο ήταν σα πύρινος παράδεισος. Στην ίδια τάξη, 2 θρανία μακριά μου, καθόταν η Ειρήνη. Το θήραμά μου, όπως το είχαν βαφτίσει τα υπόλοιπα παιδιά στο δημοτικό. Μακριά καστανά μαλλιά σαν από μετάξι, λες και είχαν βγει από κάποιο μαγικό παραμύθι της Ανατολής και βαθειά πράσινα μάτια, που λαμπύριζαν στην αντανάκλαση του ήλιου. Συχνά πυκνά γυρνούσε και με κοίταζε πάνω από τον ώμο της και χαμογελούσε. Έτσι, για να σπάει η μονοτονία μας στα βαρετά μαθήματα του γυμνασίου. Η Ειρήνη, ήταν η παρέα μου σε όλα. Ήταν η παρέα μου στα διαλείμματα, αυτή που με παρηγορούσε πάντα όταν δε τα πήγαινα καλά στα διαγωνίσματα και φυσικά ήταν πάντα εκεί να με βοηθήσει στο διάβασμά μου. Πάντα με συμβούλευε για τα άλλα κορίτσια και πάντα ήταν εκεί για να με υπερασπιστεί. Και αυτό που με πονούσε περισσότερο είναι ότι πάντα, μα πάντα με σύστηνε στις φίλες τις ως τον καλύτερό της φίλο. Πόσα βράδια έπεσα για ύπνο και σκεφτόμουν τρόπους για να της πω, πως δεν θέλω να είμαι απλά ο καλύτερός της φίλος. Ότι δε μου είναι αρκετός αυτός ο τίτλος.. Θέλω να της πω ότι την αγαπώ, αλλά ντρέπομαι.. Την ήθελα δικιά μου..
2 Αυγούστου 1998
Εκείνο το βράδυ γυρνούσα με το ποδήλατο από τη δουλειά του καλοκαιριού που είχα για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου και καθώς περνούσα από το σπίτι της μπροστά, κάτι που δε κρύβω ότι το έκανα πάντα και όχι τυχαία, την είδα στην είσοδο του σπιτιού της να κλαίει. Αμέσως πέταξα το ποδήλατο κάτω και έτρεξα να δω τι είχε. Μόλις με είδε πετάχτηκε και έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας ακόμα πιο δυνατά. Κάτσαμε εκεί στα σκαλοπάτια της εισόδου για να μου πει πως μόλις είχε χωρίσει. Όλο το βράδυ σχεδόν σ’ εκείνα τα σκαλοπάτια, άκουγα πόσο πολύ την είχε κουράσει αυτός ο έρωτας. Της είπα τότε, ότι διάβασα κάπου, πως αν αγαπήσει και δε βρει ανταπόκριση, να σωπάσει. Οι μεγάλες καρδιές, αγαπούν σιωπηλά. Αποκοιμήθηκε για λίγο στην αγκαλιά μου εκείνο το βράδυ και την άκουσα να ψιθυρίζει «είσαι ο καλύτερος μου φίλος». Το κλάμα της εκείνο το βράδυ, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Με πίκραινε απίστευτα να την πληγώνουν. Την Ειρήνη μου. Το κορίτσι που αγαπούσα, αλλά δεν είχα τη δύναμη να της το πω. Γιατί ξέρω ότι δε με έβλεπε έτσι.. το ξέρω.. ότι γι αυτήν είμαι απλά ένας φίλος… Ήθελα να είναι το κορίτσι μου, γιατί την αγαπούσα.. Και τι δε θα ‘δινα, να ήταν δικιά μου…
16 Ιουνίου 2003
Και κάπου εδώ, τελειώνει το σχολείο. Τελευταία χοροεσπερίδα του σχολείου και όλη η Τρίτη λυκείου, θα είναι εκεί. Ντύθηκα, έβαλα τα καλά μου και κίνησα για το μέρος που θα γινόταν το πιο αξέχαστο πάρτι για όλα τα παιδιά. Περνώντας από το σπίτι της, την είδα εκείνη την ώρα να μπαίνει μέσα πρόχειρα ντυμένη. Την ρώτησα γιατί δεν είναι ακόμα έτοιμη και μου είπε ότι η κολλητή της αρρώστησε και τελικά δε θα πάει μιας και το έβρισκε βαρετό να πάει εκεί μόνη της. Όσο κι αν με πόναγε, της υπενθύμισα ότι είμαι ο καλύτερος της φίλος και πως ήταν υποχρεωμένη να πάει μαζί μου στο πάρτι του σχολείου. Την είδα να συγκινείται! Χαμογέλασε αμήχανα, αλλά το πρόσωπό της άστραφτε. Το έβλεπα! Όταν κατέβηκε για να φύγουμε, καθόμουν αδρανής και την χάζευα όπως κατέβαινε τις σκάλες. Νόμιζα ότι είχα πάει σε έναν άλλο πλανήτη, που το άσχημο είναι μόνο στα παραμύθια και οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζουν με το όμορφο. «Πως σου φαίνομαι;» με ρώτησε και κουνούσα απλώς το κεφάλι μου, ψάχνοντας να βρω μια λέξη για να περιγράψω αυτό που έβλεπα. Δε μίλησα. Την άρπαξα από το χέρι και τρέξαμε για το πάρτι. Το καταδιασκεδάσαμε. Την έβλεπα να χορεύει με απίστευτη ενέργεια και μου ήταν αρκετό να τη βλέπω να περνάει καλά. Όταν τελείωσε το πάρτι, την άφησα έξω από το σπίτι της και τα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής τα έσπασε η φράση της.. «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Σ’ ευχαριστώ». Ανέβηκε τις σκάλες, και μπήκε στο σπίτι της… Γυρνώντας με τα πόδια στο σπίτι μου, σκεφτόμουν ότι ίσως να παραήμουν αδύναμος για να της πω ότι την αγαπώ. Να της πω ότι ο καλύτερος της φίλος, δεν θέλει να είναι απλά ο φίλος της. Την αγαπώ, αλλά διστάζω να της το πω… Αλλά ας μη γελιέμαι.. Δε θα με δει ποτέ διαφορετικά.. Μόνο σαν τον καλύτερο της φίλο.. Και τι δε θα ‘δινα, να ήταν δικιά μου… Δικιά μου…
12 Ιουλίου 2010
Η Ειρήνη έλαμπε! Μέσα σε ένα αστραφτερό νυφικό, ήταν η οπτασία της βραδιάς. Κι εγώ… από κάτω, καθισμένος με ένα μπερδεμένο χαμόγελο να βλέπω το κορίτσι που αγαπούσα όσο τίποτα, να παντρεύεται τον έρωτα από τα φοιτητικά της χρόνια. Πόσο θα ήθελαν να είμαι αυτός ο τύπος, το ήξερα μόνον εγώ. Έτσι απλά, η καλύτερη στιγμή της ζωής μου, όπως την ονειρευόμουν, γινόταν πραγματικότητα. Μόνο που δεν ήμουν εγώ ο πρωταγωνιστής. Ήταν ένας άλλος. Ένας άλλος πιο τυχερός από ‘μενα. Ή μάλλον κάποιος που η Ειρήνη μου, δε τον έβλεπε σα τον καλύτερό της φίλο. Ο παιδικός μου έρωτας ξεκίναγε μια ζωή που ονειρευόταν και το έκανε με κάποιον άλλο. Όταν τελείωσε και η δεξίωση, με πλησίασε με βουρκωμένα μάτια και μου είπε πόσο χάρηκε που ήρθα. Συγκινημένη με αγκάλιασε και μου είπε πως ήθελε πολύ ο καλύτερός της φίλος να ήταν στο γάμο της και χαιρόταν πολύ που πήγα. Καθώς γυρνούσα σπίτι μου, παραμιλούσα για να μην ξεσπάσω σε κλάματα. Δε ένιωθα μου έκλεψαν το όνειρο. Εγώ άφησα τη πρωταγωνίστρια να μου φύγει… Αλλά ας μη γελιέμαι.. Η Ειρήνη ποτέ δε με είδε έτσι.. Έτσι όπως την έβλεπα εγώ.. Που ήθελα να ήταν δικιά μου.. Και τι δε θα έδινα για να ήταν δικιά μου…
10 Μαΐου 2012
Η τελετή ήταν σεμνή. Όπως σε κάθε τέτοια περίπτωση εξάλλου. Δυο χρόνια μετά το γάμο της, στεκόμουν πάνω από το φέρετρο που στα κατάλευκα ντυμένη, ήταν ξαπλωμένη η Ειρήνη μου. Ο άγγελός μου έφυγε. Πάει σε έναν κόσμο, καλύτερο απ’ αυτόν που άφησε. Μεγάλο κενό. Για ‘μενα τουλάχιστον που την αγάπησα όσο τίποτα, αλλά ποτέ δε βρήκα το κουράγιο να της το πω. Γιατί δίσταζα. Στη κηδεία της, η αδερφή της διάβασε ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο που διατηρούσε στα παιδικά της χρόνια. Το απόσπασμα, έγραφε:
«Τον βλέπω να είναι στη ζωή μου και την κάνει απλά πιο όμορφη. Με ένα δικό του, μοναδικό τρόπο. Αρκεί να στέκεται δίπλα μου. Είναι ο καλύτερός μου φίλος… αλλά δε μου είναι αρκετό. Δε μου φτάνει αυτός ο τίτλος. Θέλω να του πω πόσο τον αγαπώ, αλλά ξέρω ότι δε με βλέπει έτσι. Και δε θα με δει ποτέ έτσι… Μου είπε κάποτε, πως «αν αγαπάς και δε βρίσκεις ανταπόκριση, σώπασε. Οι μεγάλες καρδιές, αγαπούν σιωπηλά.» Πώς να του πω όμως πως η σιωπή στη καρδιά μου όταν λέει το όνομά του, είναι εκκωφαντική. Μακάρι να μπορούσα να του πω πόσο τον αγαπώ, αλλά .. δε ξέρω… διστάζω… Και τι δε θα ‘δινα για να ήταν δικός μου! Και τι δε θα ‘δινα…»
«Τον βλέπω να είναι στη ζωή μου και την κάνει απλά πιο όμορφη. Με ένα δικό του, μοναδικό τρόπο. Αρκεί να στέκεται δίπλα μου. Είναι ο καλύτερός μου φίλος… αλλά δε μου είναι αρκετό. Δε μου φτάνει αυτός ο τίτλος. Θέλω να του πω πόσο τον αγαπώ, αλλά ξέρω ότι δε με βλέπει έτσι. Και δε θα με δει ποτέ έτσι… Μου είπε κάποτε, πως «αν αγαπάς και δε βρίσκεις ανταπόκριση, σώπασε. Οι μεγάλες καρδιές, αγαπούν σιωπηλά.» Πώς να του πω όμως πως η σιωπή στη καρδιά μου όταν λέει το όνομά του, είναι εκκωφαντική. Μακάρι να μπορούσα να του πω πόσο τον αγαπώ, αλλά .. δε ξέρω… διστάζω… Και τι δε θα ‘δινα για να ήταν δικός μου! Και τι δε θα ‘δινα…»
Το κείμενο είναι γραμμένο από το Μάκη Μπεναρδή.
Την αφήγηση κάνουν ο Παναγιώτης Καποδίστριας και η Έλενα Κατσάρη
Παίζουν οι ηθοποιοί Γιάννης Κιρλής και Άννα Κοντονίκα και χορεύουν οι μαθητές της σχολής Tabula Rasa.
Την αφήγηση κάνουν ο Παναγιώτης Καποδίστριας και η Έλενα Κατσάρη
Παίζουν οι ηθοποιοί Γιάννης Κιρλής και Άννα Κοντονίκα και χορεύουν οι μαθητές της σχολής Tabula Rasa.
Περισσότερες διδακτικές ιστορίες εδώ.