Το επίθετο ενεός, ενεή, ενεό σημαίνει άναυδος, άφωνος από κατάπληξη και προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα έτσι, με τη διαφορά ότι ως επίθετο σχημάτιζε τους τύπους ενεός, ενεά, ενεόν.
Π.χ.: «Η εξαγγελία τής απόλυσής τους μετά από τόσα χρόνια τους άφησε ενεούς»
Συνώνυμα
άναυδος
εμβρόντητος
κατάπληκτος
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Π.χ.: «Η εξαγγελία τής απόλυσής τους μετά από τόσα χρόνια τους άφησε ενεούς»
Συνώνυμα
άναυδος
εμβρόντητος
κατάπληκτος
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος