Ετυμολογία
ρέκτης < ελληνιστική κοινή ῥέκτης < αρχαία ελληνική ῥέζω «πράττω» από τη ρίζα Fεργ- στην οποία ανάγονται ομόρριζα όπως έργ-ο, εργ-άτης, εργ-αλείο, όργ-ανο κ.ά., καθώς και ξένες λέξεις όπως αγγλ. work «εργασία», γερμ. Werk κ.ά.
Σημασία
άνθρωπος δραστήριος, με ενεργητικότητα και ανάληψη πρωτοβουλιών
π.χ. «Ο προϊστάμενός του τον χαρακτηρίζει ως τον καλύτερο υπάλληλό του, ως ρέκτη που συνεχώς προβληματίζεται και δημιουργεί εμπνέοντας και τους συναδέλφους του»
Συνώνυμα
δραστήριος, ακούραστος
Αντώνυμα
ανενεργός, αποχαυνωμένος
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
ρέκτης < ελληνιστική κοινή ῥέκτης < αρχαία ελληνική ῥέζω «πράττω» από τη ρίζα Fεργ- στην οποία ανάγονται ομόρριζα όπως έργ-ο, εργ-άτης, εργ-αλείο, όργ-ανο κ.ά., καθώς και ξένες λέξεις όπως αγγλ. work «εργασία», γερμ. Werk κ.ά.
Σημασία
άνθρωπος δραστήριος, με ενεργητικότητα και ανάληψη πρωτοβουλιών
π.χ. «Ο προϊστάμενός του τον χαρακτηρίζει ως τον καλύτερο υπάλληλό του, ως ρέκτη που συνεχώς προβληματίζεται και δημιουργεί εμπνέοντας και τους συναδέλφους του»
Συνώνυμα
δραστήριος, ακούραστος
Αντώνυμα
ανενεργός, αποχαυνωμένος
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος