Η παραπάνω φράση δεν έχει προέλθει από τα χαρτιά της τράπουλας.
Προήλθε ύστερα από το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκόρινθου από τους Φράγκους το 1208 μ.Χ. Τη νίκη τους αυτή μάλιστα, τη γιόρταζαν κάθε χρόνο με τελετές και ιππικούς αγώνες. Στους ιππικούς αγώνες, που διοργανώθηκαν 100 χρόνια αργότερα, δυο μονομάχοι ήταν ιδιαίτερα ξακουστοί: Ο 20χρονος Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος, και ο φημισμένος Νορμανδός Μπουσάρ.
Κατά τη διάρκεια των αγώνων, ο Νικόλας ντε Σαιντομέρ κάλεσε σε μονομαχία τον παλατίνο της Κεφαλληνίας Ιωάννη, ο οποίος όμως φοβούμενος τη δύναμη του αντίπαλού του, αρνήθηκε να χτυπηθεί με τη πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Ο Μπουσάρ όμως, τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, καθώς ανέβηκε πάνω σ’ αυτό το άλογο κάνοντας τόσα γυμνάσματα, ώστε κίνησε το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν για αγύμναστο». Αυτό ήταν αρκετό για να ξυπνήσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, που έβαλε σκοπό να τον εκδικηθεί.
Έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του, με σκοπό να αντικαταστήσει τα δύο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα ξύλινα. Τα ξύλινα αυτά ξίφη ονομάζονταν «μπαστέν». Οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια». Αφού ο υπηρέτης έκανε την αλλαγή, αμέσως ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος, τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό μπαστούνι. Τα βρήκε δηλαδή και τα δυο μπαστούνια. Ο Ιωάννης κατόρθωσε με αυτή του την απάτη να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος. Από τότε έμεινε η φράση «τα βρήκε μπαστούνια», που τη χρησιμοποιούμε για εκείνους που βρίσκουν εμπόδια στις δουλειές τους.
Δείτε από πού προέρχονται περισσότερες γνωστές φράσεις εδώ.