ὅ γέγονε γέγονε
Το ὅ σημαίνει ό,τι και είναι το ουδέτερο της αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ.
Το γέγονε σημαίνει έχει γίνει και είναι η οριστική παρακείμενου β' του ρήματος γίγνομαι σε τρίτο ενικό πρόσωπο.
Ως συνεκφορά η φράση ὅ γέγονε γέγονε σημαίνει ό,τι έχει γίνει, έχει γίνει.
Συχνά αυτή η φράση υπόκειται σε ένα γλωσσικό λάθος, καθώς σφάλλεται ως κλητική : «ὧ γέγονε, γέγονε».
Δείτε τι σημαίνουν περισσότερες αρχαίες ελληνικές φράσεις εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Το ὅ σημαίνει ό,τι και είναι το ουδέτερο της αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ.
Το γέγονε σημαίνει έχει γίνει και είναι η οριστική παρακείμενου β' του ρήματος γίγνομαι σε τρίτο ενικό πρόσωπο.
Ως συνεκφορά η φράση ὅ γέγονε γέγονε σημαίνει ό,τι έχει γίνει, έχει γίνει.
Συχνά αυτή η φράση υπόκειται σε ένα γλωσσικό λάθος, καθώς σφάλλεται ως κλητική : «ὧ γέγονε, γέγονε».
Δείτε τι σημαίνουν περισσότερες αρχαίες ελληνικές φράσεις εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος