Τα συμπαρομαρτούντα, μετοχή σε ουδέτερο πληθυντικού τού συμπαρομαρτώ.
Ετυμολογία
συμπαρομαρτούντα < αρχαία ελληνική συμπαρομαρτοῦντα, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμπαρομαρτέω / συμπαρομαρτῶ < σύν + παρά + ὁμαρτέω/ὁμαρτῶ < ὁμοῦ + ἀραρίσκω
Σημασία
ό,τι ακολουθεί μετά από μια ενέργεια, πράξη ή λόγο, ό,τι τα συνοδεύει, παρακολουθήματα, επακόλουθα, αυτά που έρχονται μαζί με κάτι
Συνώνυμα
επακόλουθα
παρακολουθήματα
Ετυμολογία
συμπαρομαρτούντα < αρχαία ελληνική συμπαρομαρτοῦντα, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμπαρομαρτέω / συμπαρομαρτῶ < σύν + παρά + ὁμαρτέω/ὁμαρτῶ < ὁμοῦ + ἀραρίσκω
Σημασία
ό,τι ακολουθεί μετά από μια ενέργεια, πράξη ή λόγο, ό,τι τα συνοδεύει, παρακολουθήματα, επακόλουθα, αυτά που έρχονται μαζί με κάτι
Συνώνυμα
επακόλουθα
παρακολουθήματα
παρεπόμενα
συνέπειες
Δείτε τη σημασία περισσότερων λέξεων και εμπλουτίστε το λεξιλόγιό σας εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος