Η άνοια σημαίνει:
- κουταμάρα, μωρία, έκπτωση πνευματικής ικανότητας
- (ιατρική) βαθμιαία απώλεια των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου
- αγγειακή άνοια
- αλκοολική άνοια
- γεροντική άνοια
- τύπου Alzheimer άνοια
- πολυεμφρακτική άνοια
άνοια < αρχαία ελληνική ἄνοια < ἄνους < ἀ- στερητικό + νοῦς (έλλειψη νου)
Η ανία σημαίνει:
δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που προκαλείται από την πλήρη έλλειψη ενδιαφέροντος σε κάτι με το οποίο ασχολείται κανείς, ή από την έλλειψη κάποιας απασχόλησης που τραβά τη προσοχή, βαρεμάρα, πλήξη.
Ετυμολογία
ανία < αρχαία ελληνική ἀνία
Δείτε περισσότερες συγχεόμενες λέξεις εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος