Βαυαρός ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1837, επί βασιλείας Όθωνα.
Ο Ίγκνατς Ρίτερ φον Ρούντχαρτ (Ignaz Ritter von Rudhart) -Ιγνάτιος φον Ρούδχαρτ, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες της εποχής του- γεννήθηκε στο Βαϊσμάιν της Άνω Βαυαρίας στις 11 Μαρτίου 1790. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Βαμβέργη, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως αστυνομικός διευθυντής, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Λάντσχουτ και ανακηρύχθηκε διδάκτορας του ίδιου πανεπιστημίου το 1810. Τον επόμενο χρόνο δίδαξε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ, αλλά η πανεπιστημιακή του καριέρα τελείωσε νωρίς, όταν μία σοβαρή ασθένεια δεν του επέτρεπε να διδάσκει.
Έτσι αναζήτησε εργασία στη δημόσια διοίκηση της Βαυαρίας. Τον Νοέμβριο του 1917 διορίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στο Γενικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και στη συνέχεια σύμβουλος στο Υπουργείο Οικονομικών. Από το 1825 έως το 1835 διετέλεσε μέλος της Βουλής της Βαυαρίας και ενδιάμεσα νομάρχης του Κάτω Δούναβη (1831-1835).
Το 1836 ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α', εκτιμώντας τη διοικητική του πείρα, τον επέλεξε ως αντικαταστάτη του αρχικαγκελάριου (πρωθυπουργού) της Ελλάδας κόμη Άρμανσμπεργκ, τον οποίο θεωρούσε όργανο της αγγλικής πολιτικής και ότι παρακώλυε τη διακυβέρνηση της χώρας από τον ενήλικο πλέον γιο του Όθωνα. Ο Ρούντχαρτ έφθασε στην Ελλάδα στις 2 Φεβρουαρίου 1837, συνοδεύοντας το νιόπαντρο βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας και την επόμενη ημέρα διορίστηκε πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου (πρωθυπουργός), όπως μετονομάστηκε το αξίωμα του αρχικαγκελάριου.
Ο Ρούντχαρτ, άπειρος περί τα ελληνικά πράγματα, γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τον Βρετανό πρεσβευτή σερ Έντμουντ Λάιονς, που τον θεωρούσε όργανο των Αυστριακών και το Αγγλικό Κόμμα (Α. Μαυροκορδάτος, Σπ. Τρικούπης και λοιποί), που του άσκησε σφοδρή αντιπολίτευση. Η μη γνώση της ελληνικής από τον Ρούντχαρτ και η άγνοια ξένων γλωσσών από τους περισσότερους υπουργούς του (δύο από τους οποίους μιλούσαν αλβανικά εκτός από τα ελληνικά) επέτειναν την ασυνεννοησία στους κόλπους του υπουργικού συμβουλίου.
Ο νέος πρωθυπουργός είχε να αντιμετωπίσει και τη δυσφορία της κοινής γνώμης, που έβλεπε ένα ακόμα Βαυαρό να τοποθετείται σε ένα τόσο υψηλό αξίωμα. Ενδεικτική είναι η στάση των εμπόρων της Πάτρας, που αρνήθηκαν να πληρώσουν τον φόρο επιτηδεύματος (12 Μαρτίου 1837) και οι αντιδράσεις για την περιστολή της ελευθεροτυπίας (23 Νοεμβρίου 1837) με την αυστηρότητα των διατάξεων περί εξύβρισης δια του Τύπου.
Ο Ρούντχαρτ, άνθρωπος με ισχυρή και ανεξάρτητη προσωπικότητα, διαφώνησε με τον Όθωνα για τις αρμοδιότητες του, ενώ ήλθε σε ρήξη και με τη βασίλισσα Αμαλία. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1837 υπέβαλλε την παραίτησή του, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από τον Όθωνα, όπως και η δεύτερη της 28ης Νοεμβρίου. Στις 8 Δεκεμβρίου 1837 παραιτήθηκε οριστικά από τη θέση του, καθώς οι σχέσεις του με το παλάτι είχαν διαταραχθεί ανεπανόρθωτα.
Στη σύντομη παραμονή του στην Ελλάδα, ο Ρούντχαρτ επιχείρησε κάποιες διοικητικές μεταρρυθμίσεις και συνέβαλε στο ξεκίνημα μερικών δημοσίων έργων, όπως στη θεμελίωση του Δημοτικού Νοσοκομείου Αθηνών (νυν Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων επί της οδού Ακαδημίας) και της πόλης της Σπάρτης. Επί των ημερών του, επίσης, εγκαινιάστηκε το Οθώνειο Πανεπιστήμιο (νυν Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο), που στεγάστηκε αρχικά στην οικία Κλεάνθους στην Πλάκα, κάτω από την Ακρόπολη.
Τον Μάρτιο του 1838, ο Ίγκνατς φον Ρούντχαρτ αναχώρησε από την Ελλάδα σοβαρά άρρωστος και κατά το ταξίδι της επιστροφής του στη Βαυαρία, πέθανε στην Τεργέστη στις 11 Μαΐου 1838. Στα 48 χρόνια της ζωής του νυμφεύθηκε τρεις φορές και απέκτησε μία κόρη από τον πρώτο γάμο του, ενώ υπήρξε συγγραφέας πολλών και σημαντικών νομικών πραγματειών.
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.