Έλληνας ποιητής, που εντάσσεται στη ρομαντική Α’ Αθηναϊκή Σχολή. Ξεχωρίζει από τους ομοτέχνους του εκείνης της περιόδου, επειδή έγραψε τα λιγοστά ποιήματά του, τόσο στην καθαρεύουσα, όσο και στη δημοτική.
Ο Δημοσθένης Βαλαβάνης γεννήθηκε το 1829 στην Καρύταινα της Αρκαδίας. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς έχασε αρκετά νωρίς τους γονείς του. Πάντως, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ναύπλιο, με την υποστήριξη ενός θείου του και σε ηλικία 18 ετών πήγε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου, εργαζόμενος παράλληλα τις νυχτερινές ώρες σε εστιατόρια και καφενεία για τα προς το ζην.
Λόγω των στερήσεων και της ανέχειας, η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα, όταν προσβλήθηκε από φυματίωση και λίγο προτού ολοκληρώσει τις σπουδές του πέθανε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου του 1854, σε ηλικία μόλις 24 ετών. Στην κηδεία του, τον επικήδειο εκφώνησε ο ποιητής Γεώργιος Παράσχος (1822-1886), φορώντας φουστανέλα, όπως το συνήθιζε, κι έχοντας πένθος στο γιλέκο του και μαύρη κρεπ στο φέσι του. O επικήδειος του Παράσχου δεν διασώθηκε.
Το ποιητικό έργο του Βαλαβάνη αποτελείται από λίγα ποιήματα («Εκείνη», «Ο τάφος του κλέφτη», «Το όνειρόν μου», «Εις λεύκωμα κυρίας», «Μελαγχολικαί σκέψεις», «Μία μου απόκρισις» κ.ά.), δημοσιευμένα στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, κυρίως την «Ευτέρπη» και τη «Μημοσύνη». Έγραψε, επίσης, και την τραγωδία «Ο θάνατος του Παπαφλέσσα», από την οποία σώζεται μόνο ο τίτλος και το διήγημα «Δυο νύκτες».
Οι μελετητές διακρίνουν στη στιχουργική του Βαλαβάνη την απαρχή μιας δημιουργικής δύναμης, η οποία δεν πρόλαβε να αποδώσει όλους τους καρπούς της. Αξιοσημείωτη είναι η αναγνώριση της αξίας του έργου του από μεταγενέστερούς του ποιητές, όπως ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, ο Κωστής Παλαμάς και ο Ζαν Μορεάς.
Κρίσεις για το έργο του
...Αλλά παρά την ολιγότητα αυτών τους στίχους του διαπνέει δροσερά τις χάρις. ειλικρινές αίσθημα εκδηλούται δι’ αυτών και λανθάνει εν αυτοίς προφητική τις θλίψις, ως αν προησθάνετο ο ποιητής το άωρον τέλος του. Ο Τάφος του Κλέφτη είνε επεισόδιον του βίου των κλεφτών αφελές και ζωηρόν την έκφρασιν, το δε Ονειρον, παρά το υπόψυχρον της τελευταίας στροφής, χαρακτηρίζει γνήσιον ποιητικόν κάλλος.Τον Βαλαβάνην δυνάμεθα να τον χαρακτηρίσωμεν ως τον άριστον μαθητήν του Ζαλοκώστα κατά την χρήσιν της γλώσσης και τας περί ποιήσεως ιδέας, όστις, θα υπερέβαινεν ίσως τον διδάσκαλον αν έζη και δεν είχε την τύχην των νεαρών εκείνων μουσοπόλων, οίτινες παρέρχονται μετά του κόσμου, τον οποίον φέροντες εν ταις διανοίαις αυτών, δεν επρόφθασαν να δημιουργήσωσι.Κωστής Παλαμάς, ποιητής
Εντύπωση μας κάνει σήμερα η άνεση και ο παλμός του, όταν γράφει στη δημοτική, αν λάβουμε υπ’όψιν μας το γενικό κλίμα και τον καθαρεύοντα τόνο της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής. Και οι στίχοι του όμως, οι γραμμένοι στην καθαρεύουσα, διαθέτουν μια ποιητική ευαισθησία αξιοσημείωτη για την εποχή του”. Ιδιαίτερα, ορισμένα ποιήματά του, όπως το “Το όνειρον μου”, ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλά άλλα διασημοτέρων και πολυγραφοτέρων, συγχρόνων του, και δικαιολογημένα είχαν επισύρει την προσοχή του Παλαμά.Κώστας Στεργιόπουλος, κριτικός λογοτεχνίας
Οι στίχοι του, που παρουσιάζονται πριν από την ακμή του ρωμαντισμού, πριν από την υπερβολή του ρωμαντικού πάθους, έχουν αξιόλογη συγκρότηση· έμπνευση ευγενική και συγκρατημένη, γλωσσική ακρίβεια και διαύγεια στις εικόνες. Ο ελεγειακός τόνος, όσο κι αν έχει την τάση να κατεβεί προς την ρητορεία, δεν φθάνει ποτέ σε στόμφο, κοινοτοπία ή ακυρολεξία ΄Όταν χειρίζεται την δημοτική, στις αρετές του αυτές προστίθεται γλωσσικό αισθητήριο, μοναδικό για την εποχή του στην Αθήνα, και ικανότητα γλωσσοπλαστική που φανερώνει τον γεννημένο ποιητή και συνάμα τον συνεχιστή της γλωσσοπλαστικής παράδοσης.Κ.Θ. Δημαράς, κριτικός λογοτεχνίας
Ο αβίαστος λυρισμός του, η απλότητα των αισθημάτων, ήπιων και μελαγχολικών, καταλήγει σε προσωπικές λιτές εκφράσεις που καταφέρνουν να αγγίξουν τον αναγνώστη.Μάριο Βίτι, κριτικός λογοτεχνίας
Μέσα από τα λιγοστά του ποιήματα διακρίνεται μια ποιητική φυσιογνωμία από τις πιο αξιοπρόσεχτες [...] Σε μερικά από τα ποιήματα αυτά φαίνεται να αντλεί άμεσα από τις δημοτικές πηγές, από τα τραγούδια της πελοποννησιακής υπαίθρου· στα καλύτερα και τα ωριμότερά του η δημοτική αυτή, κρατώντας όλο το γνήσιο χυμό της, υψώνεται σε όργανο καθαρής ποιητικής έκφρασης. Με τέτοιους στίχους ο Βαλαβάνης ξεχωρίζει απόλυτα ανάμεσα στους άλλους ποιητές της Αθηναϊκής Σχολής. Είναι κρίμα που πέθανε τόσο νέος.Λίνος Πολίτης, κριτικός λογοτεχνίας
Από τα λίγα ποιήματά του και κυρίως αυτά που έγραψε στην δημοτική, βγαίνει πως αν δεν αρρώσταινε και ζούσε, η ποιητική του παραγωγή θα ήταν σημαντική.Ήταν μάλλον ελεγειακός.Γιάννης Κορδάτος, ιστορικός και πολιτικός
Ήτο το γλυκύτερον και συμπαθέστερον άστρον της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως.Σπυρίδων Βασιλειάδης, ποιητής
Ποιήματα Δημοσθένη Βαλαβάνη
Ο ερημίτης το πτηνόν, όπου στα σκότη άδει,
στενάζον με παράπονον, ως γείτονα κυττάζει·
κ’ εν ω εις τὴν καλύβην του θρηνεί γλαυκών κοπάδι,
χωρὶς φροντίδας της ζωής την βίβλον σχολιάζει·
τας ώρας δε του βίου του μετρών εις τους δακτύλους,
οπόταν στης νεότητος τους χρόνους ανατρέχη,
εις λογισμοὺς ποικίλους
βυθίζεται, και δάκρυον τας παρειάς του βρέχει.
στενάζον με παράπονον, ως γείτονα κυττάζει·
κ’ εν ω εις τὴν καλύβην του θρηνεί γλαυκών κοπάδι,
χωρὶς φροντίδας της ζωής την βίβλον σχολιάζει·
τας ώρας δε του βίου του μετρών εις τους δακτύλους,
οπόταν στης νεότητος τους χρόνους ανατρέχη,
εις λογισμοὺς ποικίλους
βυθίζεται, και δάκρυον τας παρειάς του βρέχει.
Οι πρώτοι πως παρέρχεσθε της ηλικίας χρόνοι!
Το έαρ μας μόλις φανή, πετά ταχύ και δύει,
και θύελλα τα κρίνα του, τα ρόδα του σαρώνει,
και της ζωής τα όνειρα τα πρώτα διαλύει·
ο χρόνος δε την κόμην μας καγχάζων επιπάσσει
με τους λευκοὺς ψεκάδας του, κι’ ο νέος γέρων πλέον
εγγὺς είναι να φθάσῃ
το τέρμα του σταδίου του, που ατενίζει κλαίων.
Το έαρ μας μόλις φανή, πετά ταχύ και δύει,
και θύελλα τα κρίνα του, τα ρόδα του σαρώνει,
και της ζωής τα όνειρα τα πρώτα διαλύει·
ο χρόνος δε την κόμην μας καγχάζων επιπάσσει
με τους λευκοὺς ψεκάδας του, κι’ ο νέος γέρων πλέον
εγγὺς είναι να φθάσῃ
το τέρμα του σταδίου του, που ατενίζει κλαίων.
Τα δένδρα από τους θολοὺς καιροὺς του φθινοπώρου
αποφυλλούνται, και ζωής δεν δίδουσι σημεία·
περίλυπος ο οφθαλμὸς του νέου οδοιπόρου
τ’ άλλοτε άνθη θάλλοντα, ξηρὰ τα βλέπει βρύα.
Ω! ναι, άλλ' έρχεται καιρός, καθ' ον τα δένδρα θάλλουν
καὶ τ' άνθη με τα μύρα των τας αύρας βαλσαμώνουν
και μαγευμένα ψάλλουν
αι αηδόνες, και γλυκὰ την αίσθησιν ναρκώνουν.
αποφυλλούνται, και ζωής δεν δίδουσι σημεία·
περίλυπος ο οφθαλμὸς του νέου οδοιπόρου
τ’ άλλοτε άνθη θάλλοντα, ξηρὰ τα βλέπει βρύα.
Ω! ναι, άλλ' έρχεται καιρός, καθ' ον τα δένδρα θάλλουν
καὶ τ' άνθη με τα μύρα των τας αύρας βαλσαμώνουν
και μαγευμένα ψάλλουν
αι αηδόνες, και γλυκὰ την αίσθησιν ναρκώνουν.
Και μόνον, οίμοι! οι καιροί του βίου δεν γυρίζουν!
Ο ρους των τας ημέρας μας, ως χείμαρρος αφρίζων,
σύρει· το μέλλον μας κεναὶ ελπίδες χρωματίζουν,
και τ' αποκρύπτει μελανὸς και κατηφὴς ορίζων!
Διώκουσαι τους πόθους μας αι ψυχικαί μας κλίσεις
φεύγουν, πετούν με την ζωήν στου τάφου μας τα σκότη
που λύπαι, αναμνήσεις
δεν μας κεντούν, αλλά το παν με την ζωήν υπνώττει.
Ο ρους των τας ημέρας μας, ως χείμαρρος αφρίζων,
σύρει· το μέλλον μας κεναὶ ελπίδες χρωματίζουν,
και τ' αποκρύπτει μελανὸς και κατηφὴς ορίζων!
Διώκουσαι τους πόθους μας αι ψυχικαί μας κλίσεις
φεύγουν, πετούν με την ζωήν στου τάφου μας τα σκότη
που λύπαι, αναμνήσεις
δεν μας κεντούν, αλλά το παν με την ζωήν υπνώττει.
Αν ωνειρεύθης άγγελον ποτέ μελαγχολίας
Αν ν’ατενίσης οφθαλμούς σου έτυχε δορκάδος,
Γλυκύ να έχουν λάγκευμα της πρωϊνής πλειάδος,
Ε κ ε ί ν η φέρει την μορφήν αυτής της οπτασίας.
Αν ν’ατενίσης οφθαλμούς σου έτυχε δορκάδος,
Γλυκύ να έχουν λάγκευμα της πρωϊνής πλειάδος,
Ε κ ε ί ν η φέρει την μορφήν αυτής της οπτασίας.
Γελά και παίζει μ’ όνειρα του λυκαυγούς ακόμα,
Τα χείλη της μειδίαμα χρυσώνει γοητείας,
Εάν την βάφη μαγική βαφή μελαγχολίας
Προς κόσμον της ευρύτερον ίσως πλανά το όμμα.
Τα χείλη της μειδίαμα χρυσώνει γοητείας,
Εάν την βάφη μαγική βαφή μελαγχολίας
Προς κόσμον της ευρύτερον ίσως πλανά το όμμα.
Λούουν το ρόδον της αυγής αι πρωϊναί ακτίνες
Όπου η μάγισσ’ άνοιξις την νύκτα το υφαίνει
Ιδού πλην ο μεσημβρινός κ’ εξαίφνης το μαραίνει·
Μον’αι απάται δεν γερνούν, του βίου αι Σειρήνες.
Όπου η μάγισσ’ άνοιξις την νύκτα το υφαίνει
Ιδού πλην ο μεσημβρινός κ’ εξαίφνης το μαραίνει·
Μον’αι απάται δεν γερνούν, του βίου αι Σειρήνες.
Και η ζωή μας ύφασμα ονείρου και χιμαίρας
Ψυχρά ως αντανάκλασις ακτίνος τεθλασμένης
Ημελημένον δώρημα τυχαίας ειμαρμένης,
Αλλού φαντασιοκοπεί στιγμάς εντελεστέρας.
Ψυχρά ως αντανάκλασις ακτίνος τεθλασμένης
Ημελημένον δώρημα τυχαίας ειμαρμένης,
Αλλού φαντασιοκοπεί στιγμάς εντελεστέρας.
1.
Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβολοῦσαν
Και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι,
Και η αντηλιάδες στης δροσιάς τις στάλαις εγλυστρούσαν
Κι’ απὸ διαμάντη ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λειβάδι.
Τρεμουλιαχταίς στα μάτια μου επαίζανε η αχτίδαις
Παρέκει εμουρμουρόκλαιγε μια βρύσι στο πλευρό μου,
Εδῶ πως σε είδα μοναχή, πως μοναχόν με είδες
Μου εφάνη εις τ' όνειρό μου.
Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβολοῦσαν
Και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι,
Και η αντηλιάδες στης δροσιάς τις στάλαις εγλυστρούσαν
Κι’ απὸ διαμάντη ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λειβάδι.
Τρεμουλιαχταίς στα μάτια μου επαίζανε η αχτίδαις
Παρέκει εμουρμουρόκλαιγε μια βρύσι στο πλευρό μου,
Εδῶ πως σε είδα μοναχή, πως μοναχόν με είδες
Μου εφάνη εις τ' όνειρό μου.
2.
Λες και αγγελούδας ευμορφιὰ να σου έδινε η χλωμάδα
Τα μάτια σου αναγάλιαζαν στη λάμψι και στη χάρι
Σα στο νερό το καθαρό του ήλιου η ἀντιλιάδα·
Και απ' τα μαλλιά Σου επέρναγε το βάλσαμο να πάρη
Χαρούμενο, ανεμπόδιστο της μοναξιάς τ’ ἀέρη·
Και σα να μη μ' εγνώριζες και σα στο λογισμὸ μου
Ποτέ να μην επέρασες, ποτέ δεν σε είχα φέρει
Μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.
Λες και αγγελούδας ευμορφιὰ να σου έδινε η χλωμάδα
Τα μάτια σου αναγάλιαζαν στη λάμψι και στη χάρι
Σα στο νερό το καθαρό του ήλιου η ἀντιλιάδα·
Και απ' τα μαλλιά Σου επέρναγε το βάλσαμο να πάρη
Χαρούμενο, ανεμπόδιστο της μοναξιάς τ’ ἀέρη·
Και σα να μη μ' εγνώριζες και σα στο λογισμὸ μου
Ποτέ να μην επέρασες, ποτέ δεν σε είχα φέρει
Μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.
3.
Ψιλὸ έπεφτε στους κόρφους σου το φόρεμα σαν πάχνη
Που έβλεπε και δεν έβλεπε τα στήθια σου το μάτι
Σα στον καθρέπτη τη θωριὰ όπου σκεπάζει η άχνη
Με αγγέλου αέρα το κορμί το ολόλαμπρό σου επάτει
Και σαν να σε ξεγέλαγε με χίλια δυο η μοίρα
Ολόχαρι, ξεπέταχτη σε είδα στο λογισμό μου.
Κόρη, ας μην ήναι πλάνη μου αύτ' η χαρὰ που επήρα
Για σένα στ’ όνειρό μου.
Ψιλὸ έπεφτε στους κόρφους σου το φόρεμα σαν πάχνη
Που έβλεπε και δεν έβλεπε τα στήθια σου το μάτι
Σα στον καθρέπτη τη θωριὰ όπου σκεπάζει η άχνη
Με αγγέλου αέρα το κορμί το ολόλαμπρό σου επάτει
Και σαν να σε ξεγέλαγε με χίλια δυο η μοίρα
Ολόχαρι, ξεπέταχτη σε είδα στο λογισμό μου.
Κόρη, ας μην ήναι πλάνη μου αύτ' η χαρὰ που επήρα
Για σένα στ’ όνειρό μου.
4.
Και γύρω σαν να εγύρευες ανθὸ της αρεσκιάς Σου
Στα χαμολούλουδα έσκυφτες και η πεταλοῦδαις φεύγαν
Και εγώ με κλόνο της μυρτιάς εσίμωσα κοντά Σου
Μ’ είδες γλαρά, δεν λάλησες, αλλ' η ματιαίς σου ελέγαν
Πως ήθελε το χέρη σου τον κλόνο μου να πάρῃ.
Μου έδωκες το χαμόγελο, σου έδωκα τον ανθό μου
Τον πήρες με κυπαρισσιοῦ τον έσμιξες κλονάρι
Μοῦ ἐφάνη εἰς τ' ὄνειρό μου.
Και γύρω σαν να εγύρευες ανθὸ της αρεσκιάς Σου
Στα χαμολούλουδα έσκυφτες και η πεταλοῦδαις φεύγαν
Και εγώ με κλόνο της μυρτιάς εσίμωσα κοντά Σου
Μ’ είδες γλαρά, δεν λάλησες, αλλ' η ματιαίς σου ελέγαν
Πως ήθελε το χέρη σου τον κλόνο μου να πάρῃ.
Μου έδωκες το χαμόγελο, σου έδωκα τον ανθό μου
Τον πήρες με κυπαρισσιοῦ τον έσμιξες κλονάρι
Μοῦ ἐφάνη εἰς τ' ὄνειρό μου.
5.
Εξύπνησα και στ’ όνειρο πλανιέται ο λογισμός μου
Τον κόσμο, κόρη, θα δηλοί το στολιστὸ λειβάδι·
Τὸ θαμποβόλημα εξηγεί την πλάνη αυτὴ του κόσμου
Κι’ αγνώριστος που σου έδωκα εγὼ το μυρτοκλάδι,
Σημαίνει, για τον έρωτα πως μια ζωὴ δεν φθάνει.
Με το κυπαρισσόκλονο που έσμιξες τον ανθό μου
Δηλοί πως θα αγαπά η ψυχὴ και όταν κανεὶς πεθάνῃ·
- Αυτό είναι τ’ ὄνειρό μου.
Εξύπνησα και στ’ όνειρο πλανιέται ο λογισμός μου
Τον κόσμο, κόρη, θα δηλοί το στολιστὸ λειβάδι·
Τὸ θαμποβόλημα εξηγεί την πλάνη αυτὴ του κόσμου
Κι’ αγνώριστος που σου έδωκα εγὼ το μυρτοκλάδι,
Σημαίνει, για τον έρωτα πως μια ζωὴ δεν φθάνει.
Με το κυπαρισσόκλονο που έσμιξες τον ανθό μου
Δηλοί πως θα αγαπά η ψυχὴ και όταν κανεὶς πεθάνῃ·
- Αυτό είναι τ’ ὄνειρό μου.
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.