κομπορρημονώ [komborimonó] = (λόγ.) περιαυτολογώ, εκθειάζω υπαρκτά ή ανύπαρκτα προτερήματα, επιτεύγματα ή επιτυχίες μου με τρόπο υπερβολικό και προκλητικό• κομπάζω.
Ετυμολογία
κομπορρημόνω < μσν. κομπορρήμων < σύντμ. του αρχ. κομποφακελορρήμων `με πομπώδη (κόμπος) τυλιγμένα (φάκελος `μάτσο΄) λόγια΄]
Δείτε τι σημαίνουν περισσότερες λέξεις κι εμπλουτίστε το λεξιλόγιό σας εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Ετυμολογία
κομπορρημόνω < μσν. κομπορρήμων < σύντμ. του αρχ. κομποφακελορρήμων `με πομπώδη (κόμπος) τυλιγμένα (φάκελος `μάτσο΄) λόγια΄]
Δείτε τι σημαίνουν περισσότερες λέξεις κι εμπλουτίστε το λεξιλόγιό σας εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος