Ο Πόλεμος του Πρώτου Συνασπισμού (1792–1797) ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας απόπειρα των σημαντικότερων μοναρχιών της Ευρώπης να περιορίσουν την επαναστατική Γαλλία και τη διάδοση των νέων ιδεών που αυτή πρέσβευε. Η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστριακή Αυτοκρατορία στις 20 Απριλίου 1792, ενώ λίγες βδομάδες αργότερα, το Βασίλειο της Πρωσίας συμμάχησε με τους Αυστριακούς. Οι δυνάμεις αυτές ξεκίνησαν μια σειρά εισβολών στη Γαλλία από ξηράς και θαλάσσης, από τις αυστριακές Κάτω Χώρες και το Ρήνο και με τη Μεγάλη Βρετανία να υποστηρίζει εξεγέρσεις στην επαρχία της Γαλλίας και να πολιορκεί την Τουλόν. Η Γαλλία δοκίμασε ατυχίες (μάχη του Νεερβίντεν, 18 Μαρτίου 1793) και εσωτερικές διαμάχες (εξέγερση στη Βανδέα), απαντώντας με ακραία μέτρα: σχηματίστηκε η Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας (6 Απριλίου 1793) και έγινε μαζική στρατολόγηση (Αύγουστος 1793) όλων των ικανών προς στρατιωτική υπηρεσία αντρών μεταξύ 18 και 25 ετών. Οι νέες γαλλικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν, απέκρουσαν τους εισβολείς και προχώρησαν έξω από τη Γαλλία. Ίδρυσαν τη Βαταβική Δημοκρατία ως "δορυφορικό" κράτος (Μάιος 1795) και προσάρτησαν την πρωσική Ρηνανία με την πρώτη Συνθήκη της Βασιλείας. Με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παραχώρησε τις αυστριακές Κάτω Χώρες στη Γαλλία και η βόρειος Ιταλία χωρίστηκε σε φιλικές προς τη Γαλλία Δημοκρατίες. Η Ισπανία έκανε ξεχωριστή ειρήνη με τη Γαλλία (δεύτερη Συνθήκη της Βασιλείας) και το Διευθυντήριο της Γαλλίας εκπόνησε το 1795 σχέδια για κατάκτηση περισσότερων εδαφών στη Γερμανία και τη βόρεια Ιταλία. Βόρεια των Άλπεων, ο Αρχιδούκας Κάρολος της Αυστρίας αποκατέστησε τα πράγματα στα 1796, αλλά ο Ναπολέων επικράτησε εναντίον της Αυστρίας και της συμμάχου της του Βασιλείου της Σαρδηνίας στη βόρεια Ιταλία (1796–1797) κοντά στην κοιλάδα του Πο, οδηγώντας στη Συνθήκη Ειρήνης του Λεόμπεν και τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (Οκτώβριος 1797). Συνακόλουθα, επήλθε η κατάρρευση του Πρώτου Συνασπισμού, με τη Μεγάλη Βρετανία να μάχεται πλέον μόνη ενάντια στους Γάλλους.
Επαναστατική βία στη Γαλλία
Στα 1791, οι άλλες μοναρχίες της Ευρώπης παρακολουθούσαν με αυξημένη προσοχή τις εξελίξεις στη Γαλλία και αναλογίζοντο εάν έπρεπε να αναμειχθούν, είτε προς υποστήριξη του Γάλλου έκπτωτου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ', είτε για να εκμεταλλευτούν το χάος που προκάλεσε η επανάσταση. Η κεντρική φιγούρα ήταν ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,Λεοπόλδος Β', αδελφός της έκπτωτης βασίλισσας της Γαλλίας Μαρίας Αντουανέτας, ο οποίος αρχικώς αντιμετώπισε την Επανάσταση στωικά, αλλά βαθμιαία έγινε όλο και πιο εχθρικός απέναντί της, εξαιτίας της κλιμακούμενης ριζοσπαστικοποίησής της προϊόντος του χρόνου. Παρόλα αυτά, ο Αυστριακός ηγεμόνας ήλπιζε ακόμα ν' αποφύγει τον πόλεμο. Στις 27 Αυγούστου, ο Λεοπόλδος και ο βασιλιάς της Πρωσίας, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β', σε συνεννόηση με εμιγκρέδες Γάλλους ευγενείς, εξέδωσαν τη Διακήρυξη του Πίλνιτς, η οποία διακήρυσσε το ενδιαφέρον των μοναρχών της Ευρώπης για την τύχη του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και της οικογένειάς του, απειλώντας παράλληλα με ασαφείς αλλά αυστηρές συνέπειες σε περίπτωση που τους συνέβαινε οτιδήποτε. Αν και ο Λεοπόλδος με τη Διακήρυξη του Πίλνιτς ήλπιζε να μην κάνει τίποτα για τη Γαλλία προς το παρόν, εμφανιζόμενος παράλληλα ότι δήθεν αναλάμβανε δράση, στη Γαλλία η Διακήρυξη αυτή ερμηνεύτηκε ως σοβαρή απειλή και αποκηρύχθηκε από τους ηγέτες της Επανάστασης.
Στις ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στη Γαλλία και τις μοναρχικές Δυνάμεις της Ευρώπης, προστέθηκαν και οι συνεχιζόμενες διαμάχες για το καθεστώς των αυτοκρατορικών κτημάτων στην Αλσατία, με τους Γάλλους επαναστάτες να ανησυχούν επιπλέον όλο και περισσότερο από την αντεπαναστατική προπαγάνδα και την αναταραχή που επέφεραν οι Γάλλοι εμιγκρέδες ευγενείς στο εξωτερικό, ειδικά στις αυστριακές Κάτω Χώρες και τα μικρότερα γερμανικά κρατίδια. Τελικώς, η Γαλλία κήρυξε πρώτη τον πόλεμο στην Αυστρία με ψήφισμα της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης στις 20 Απριλίου 1792, μετά την παρουσίαση μακράς λίστας παραπόνων από το Γάλλο υπουργό των Εξωτερικών, Κάρολο Ντυμουριέ.
Αρχικές αποτυχίες για τη Γαλλία
Ο Ντυμουριέ προετοίμασε την άμεση εισβολή στις αυστριακές Κάτω Χώρες, όπου προσδοκούσε ο τοπικός πληθυσμός να εξεγερθεί εναντίον της αυστριακής Αρχής. Παρόλα αυτά, η επανάσταση είχε πλήρως αποδιοργανώσει το γαλλικό στρατό και οι δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν ήταν ανεπαρκείς για την εισβολή. Οι στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή με τα πρώτα σημάδια μάχης, λιποτακτώντας μαζικά, ενώ σε μια περίπτωση δολοφόνησαν το στρατηγό τους, Τεομπάλντ Ντιλόν.
Ενώ η επαναστατική κυβέρνηση μανιωδώς στρατολογούσε νέα στρατεύματα και αναδιοργάνωνε τις δυνάμεις της, μια συμμαχική στρατιά υπό την ηγεσία του Καρόλου Γουλιέλμου Φερδινάνδου, Δούκα του Μπράουνσβαϊγκ, συγκεντρώθηκε στην πόλη Κόμπλεντς στο Ρήνο. Τον Ιούλιο ξεκίνησε η εισβολή του εχθρικού συμμαχικού στρατού με εμπροσθοφυλακή το στρατό του Δουκάτου του Μπράουνσβαϊγκ, ο οποίος αποτελείτο κυρίως από Πρώσους βετεράνους. Σύντομα έπεσαν στα χέρια των εισβολέων τα οχυρά του Λονκγβύ και του Βερντέν. Ο Δούκας του Μπράουνσβαϊγκ, εξέδωσε στις 25 Ιουλίου διακήρυξη, συνταχθείσα από τα αδέλφια του Λουδοβίκου ΙΣΤ', που διακήρυττε την πρόθεσή του να επαναφέρει το Γάλλο βασιλιά στο θρόνο του με όλες τις παλιές του εξουσίες και να μεταχειριστεί κάθε πρόσωπο ή πόλη που θα αντιδρούσε ως αντάρτες, επιβάλλοντάς τους μέσω στρατοδικείων τη θανατική ποινή. Η διακήρυξη αυτή συσπείρωσε περισσότερο τους Γάλλους, έδωσε κίνητρο στο γαλλικό στρατό της Επανάστασης και στην επαναστατική γαλλική κυβέρνηση να αντιπαρατεθεί με κάθε μέσο διαθέσιμο, οδηγώντας στην ανατροπή του Γάλλου βασιλέα από το επαναστατικό πλήθος που εισέβαλε και ισοπέδωσε το Παλάτι του Κεραμεικού.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.