Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Οι Η.Π.Α. στα 1860 είναι μια χώρα σε πλήρη άνθιση. Έχοντας ξεκινήσει την εκβιομηχάνιση της στις αρχές του 19ου αιώνα βίωνε την «επανάσταση της αγοράς» εξαπλώνοντας προς τα δυτικά το σιδηροδρομικό της δίκτυο μεταφέροντας αγαθά και ανθρώπους στα παράλια του Ειρηνικού. Στην πορεία τους αυτή οι Η.Π.Α. βέβαια συμπαρέσυραν κάμποσες ιθαγενείς φυλές Ινδιάνων και εξαφάνισαν μερικά εκατομμύρια Βίσονες… Η βιομηχανική παραγωγή των Η.Π.Α., ειδικά σε άνθρακα και χυτοσίδηρο, άρχισε να συγκρίνεται με τα ευρωπαϊκά στάνταρτ ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προωθούσε ενεργά πολιτικές προστατευτισμού για την τόνωση της εθνικής αγοράς. Το Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, γνωστό και ως «κόλαση με ανοιχτό καπάκι» έγινε το κέντρο της παραγωγής σιδήρου και χάλυβα των Η.Π.Α. Από μια τοπική οικονομία στις αρχές του 19ου αιώνα στα μέσα του ίδιου αιώνα οι Η.Π.Α. είχαν καταστεί αναπόσπαστο κομμάτι της διεθνούς οικονομίας.
Ο καπιταλιστικός μετασχηματισμός της οικονομίας και της κοινωνίας όμως αφορούσε ένα μόνο μέρος των Η.Π.Α. Συγκεκριμένα τις βορειοανατολικές πολιτείες όπως της Νέας Υόρκης, της Πενσυλβάνια και του Νιου Τζέρσυ. Στο νοτιοανατολικό κομμάτι των Η.Π.Α. και συγκεκριμένα στις πολιτείες της Βόρειας και Νότιας Καρολίνα, της Τζόρτζια, της Φλόριντα, της Αλαμπάμα, του Μισισίπι, της Λουϊζιάνα, του Τενεσί, του Αρκάνσας, του Τέξας και της Βιρτζίνια εκτείνονταν απέραντες καλλιέργειες, κυρίως βαμβακιού, καπνού και ζαχαρότευτλων, που φρόντιζαν αποκλειστικά μαύροι δούλοι υπό τη βάναυση επιτήρηση λευκών μεγαλοκτηματιών και των ακόμη πιο αιμοβόρων επιστατών τους. Σε ένα πληθυσμό 7εκ. λευκών στις προαναφερθείσες νοτιοανατολικές πολιτείες υπήρχαν και 3εκ. μαύροι δούλοι…
Η «ζώνη του βαμβακιού», όπως ήταν γνωστότερη η περιοχή που εκτεινόταν από το Τέξας ως τη Β. Καρολίνα, έδειχνε να είναι βγαλμένη από μια κακόγουστη μεσαιωνική φάρσα. Φεουδαρχικές δομές παραγωγής εμποτισμένες με ένα φυλετικό ρατσισμό τόσο ριζωμένο και νομικά κατοχυρωμένο που μόνο με μια μαζική εξέγερση των σκλάβων ή με έναν γενικευμένο πόλεμο θα μπορούσε να καταλυθεί. Ουσιαστικά στο ζήτημα της δουλείας στις Η.Π.Α. συνυπήρχαν δυο διαφορετικοί κόσμοι. Οι πολιτείες βορείως του 36ου παράλληλου και 30 λεπτών κατήργησαν τη δουλεία σταδιακά από το 1820 και μετά, ενώ νοτίως οι πολιτείες μπορούσαν να διατηρήσουν αυτόν τον αναχρονιστικό θεσμό. Ο «συμβιβασμός του 1820» όπως έμεινε στην ιστορία δημιουργούσε ένα κράτος με δυο παραγωγικά συστήματα αντικρουόμενων πολλές φορές συμφερόντων. Ο καπιταλιστικός βοράς ενίσχυε την κοινωνική κινητικότητα κατοχυρώνοντας πολιτικές ελευθερίες που αποτέλεσαν το υπόβαθρο της ανάπτυξης της μεσαίας αστικής τάξης των κατοπινών χρόνων, ενώ ο νότος παρέμενε δέσμιος των φεουδαρχικών αντιλήψεων και της δουλοκτησίας. «Έκλεψα αυτό το κεφάλι, αυτά τα μέλη και αυτό το σώμα από τον αφέντη μου και το έσκασα…» δήλωνε ο Φρέντρικ Ντάγκλας (1817-1895) ένας φυγάς δούλος και υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας. Σε πολλές περιοχές ξέσπαγαν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα βίαιες εξεγέρσεις μαύρων δούλων οι οποίες όμως πάντοτε καταστέλλονταν από τις δυνάμεις ασφαλείας των λευκών. Σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς πριν από το ξέσπασμα του αμερικανικού εμφυλίου δούλοι χρησιμοποιώντας το «Underground Railroad», ένα κρυφό δίκτυο μεταφοράς φυγάδων δούλων, αυτομολούσαν προς βορά. Για του δουλοκτήτες αυτό ήταν casus belli και αποτελούσε νομικά κλοπή περιουσίας… Έτσι διεκδικούσαν το δικαίωμα να στέλνουν αποσπάσματα στις βόρειες πολιτείες για να συλλαμβάνουν τους φυγάδες. Στα 1850 είχαν φτάσει στα πρόθυρα της απόσχισης. Ένας νέος συμβιβασμός την ίδια χρονιά όμως αποφόρτισε κάπως την κατάσταση αφού θέσπιζε αυστηρότερους νόμους για τους «φυγάδες δούλους» ενώ παράλληλα έδινε το δικαίωμα σε νέες πολιτείες που επιθυμούσαν ένταξη στην ένωση να αποφασίζουν αυτές περί θέσπισης ή όχι της δουλείας.
Το πολιτικό ζήτημα που είχε προκύψει σχετικά με το θεσμό της δουλείας επιδείνωνε ραγδαία τις σχέσεις Βορείων και Νοτίων. Το «κερασάκι στην τούρτα» το προσέθεσε η εκλογή του Αβραάμ Λίνκολν στη θέση του προέδρου της Ένωση με βάση τις ψήφους μόνο των Βορείων. Τελικά ως την άνοιξη του 1861 11 πολιτείες του νότου είχαν ενωθεί στη λεγόμενη Συνομοσπονδία. Οι Βόρειοι επιχειρηματίες αποφάσισαν ότι είχε έρθει πια η ώρα για οικονομική επέκταση στο νότο άλλα με τους καπιταλιστικούς όρους που αυτοί θα επέβαλλαν ήτοι την ελεύθερη γη, την ελεύθερη εργασία και την ελεύθερη αγορά. Οι οικονομικές ελίτ είχαν καταλήξει ότι η δουλεία θα καταργούταν υπό συνθήκες άμεσα ελεγχόμενες από αυτές. Τα συμφέροντα των δουλεμπόρων του Νότου έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με τα σχέδια αυτά. Πάντως και στον Βορά ο ρατσισμός ήταν εξίσου εδραιωμένος όσο και η δουλεία στο Νότο. Ο Λίνκολν, ένας μετριοπαθής αστός πολιτικός, ήταν πολέμιος του θεσμού της δουλείας σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν υπέρ της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων. «Και έτσι θα πω δεν είμαι -και ποτέ δεν υπήρξα- υπέρμαχος της επιβολής με οποιονδήποτε τρόπο της πολιτικής και κοινωνικής ισότητας μεταξύ της λευκής και της μαύρης φυλής. Θα πω ότι δεν είμαι -και ποτέ δεν υπήρξα- υπέρμαχος της παραχώρησης στους μαύρους του εκλογικού δικαιώματος και του δικαιώματος να ορίζονται ως ένορκοι, ούτε του δικαιώματος να εκλέγονται σε δημόσια αξιώματα, ούτε του δικαιώματος να συνάπτουν γάμους με λευκούς». Αυτά τα δήλωνε τον Αύγουστο του 1858… Τα συμφέροντα του βιομηχανικού Βορά παντρεύονταν για πρώτη φορά στην ιστορία με αυτά των μαύρων του Νότου. Ο Λίνκολν ήταν η πολιτική προσωπικότητα που συνταίριαξε άριστα την συγκεκριμένη περίοδο τις ρητορείες περί ανθρωπισμού, ζητώντας την κατάργηση της δουλείας, με τις ανάγκες των αναδυόμενων βιομηχανικών κολοσσών που διψούσαν για «ζωτικό χώρο» και φτηνά εργατικά χέρια που τα αντιπροσώπευαν τα εκατομμύρια των μελλοντικά απελεύθερων, πλην όμως πενόμενων, μαύρων του Νότου.
Ο πόλεμος ξεκίνησε επίσημα την 14 Απριλίου του 1861 με το βομβαρδισμό του οχυρού Σάμτερ στα παράλια της Ν. Καρολίνα από τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας. Ο συσχετισμός των αντιπάλων ήταν συντριπτικά υπέρ της Ένωσης σε όλους του τομείς, με εξαίρεση το…βαμβάκι. Κρίνοντας εκ των υστέρων και με βάση τα ψυχρά νούμερα είναι απορίας άξιον πώς αυτός ο πόλεμος κράτησε 5 χρόνια. Εξετάζοντας όμως προσεκτικότερα τα γεγονότα βλέπουμε να αναδύεται από τις τόσες και τόσες μάχες μια θρυλική προσωπικότητα που είναι υπεύθυνη εν τέλει για την τόσο μεγάλη διάρκεια του πολέμου. Οι Βόρειοι είχαν την υπεροπλία αλλά οι Νότιοι είχαν τον στρατηγό Λη. Ο Ρόμπερτ Ε. Λη (1807-1870) υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική προσωπικότητα του Εμφυλίου. Βετεράνος του πολέμου του Μεξικό (1846-48) αποδείχτηκε ο φόβος και ο τρόμος των δυνάμεων της Ένωσης ειδικά κατά την διάρκεια των εκστρατειών του στη Βιρτζίνια και το Μέριλαντ στα 1862-63. Στις 2 μάχες του Μπουλ Ραν, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Ουάσινγκτον, αντιμετώπισε επιδέξια τις υπέρτερες δυνάμεις του στρατηγού Μακ Κλήλλαν. Όπως και ο Ρόμελ πολλά χρόνια αργότερα βασιζόταν σε έναν πόλεμο φθοράς του αντιπάλου κουράζοντας τον με τις συνεχείς μετακινήσεις του. Η διοίκηση των Βορείων ήταν τόσο τρομοκρατημένη ώστε συνεχώς να υπερεκτιμά τις δυνάμεις του Λη. Έπρεπε να περάσουν 2 χρόνια πριν πανηγυρίσουν καθαρή νίκη ενάντια του οι δυνάμεις της Συνομοσπονδίας, τον Ιούλιο του 1863 στην τριήμερη μάχη του Γκέττυσμπουργκ. Η Ένωση είχε χάσει όμως 23.000 άνδρες ενώ η Συνομοσπονδία 28.000. Οι δυνάμεις της Ένωσης υπολείπονταν σε διοικητικό επίπεδο. Ασθενικοί και πολλές φορές φοβισμένοι στρατηγοί αδυνατούσαν να εκμεταλλευτούν την εξόφθαλμη υπεροπλία του στρατού τους και έπρεπε ο Λίνκολν να απορρίψει αρκετούς πριν βρει στο πρόσωπο του στρατηγού Γιουλίσσες Σ. Γκραντ (1822-1885) τη νέμεση του Ρόμπερτ Ε. Λη. Εξαπολύοντας αστραπιαίες εκστρατείες στον Μισισίπι από το Νοέμβριο του 1862 ως τον Ιούλιο του 1863 επιτυγχάνει ένα βαρύ πλήγμα στην καρδιά του εχθρού. Με την προσθήκη μάλιστα των στρατευμάτων του Γουίλιαμ Τ. Σέρμαν (1820-1891) το 1864 η μοίρα του πολέμου είχε διαγραφεί καθαρά. Ο Λη όμως συνέχιζε να πολεμά πεισματικά και κόντρα σε κάθε στατιστική. Παρόλα αυτά με αποδεκατισμένο στρατό κράτησε ως τις 9 Απριλίου του 1865 οπότε και παραδόθηκε στον Γκραντ στο Αππόματοξ της Βιρτζίνια. Πέντε μέρες αργότερα ο Αβραάμ Λίνκολν έπεφτε θανάσιμα τραυματισμένος έπειτα από πυροβολισμό που δέχτηκε από έναν μισότρελο ηθοποιό συμπαθούντα των Νοτίων ονόματι Τζόν Γουίλκς Μπουθ.
Σχεδόν 3 εκ. στρατιώτες υπηρέτησαν στους δυο στρατούς, τα 2/3 των οποίων κάτω των 23 ετών. Ο Αμερικανικός εμφύλιος ήταν πολύνεκρος. 600.000 νεκροί και από τις δυο πλευρές και άλλοι τόσοι τραυματίες. Από τον στρατό της Ένωσης πάνω από το 21% των στρατιωτών της σκοτώθηκαν ενώ από τη μεριά της Συνομοσπονδίας σκοτώθηκαν περί το 35% των στρατιωτών της, απώλειες που μπορούν να συγκριθούν με αυτές του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Νέα οπλικά συστήματα ακόμη πιο θανατηφόρα δοκιμάστηκαν στη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως το περιβόητο πρώτο πολυβόλο του δρα. Ρίτσαρντ Τζ. Γκάτλιν που προσέφερε πρωτόγνωρους ρυθμούς ταχυβολίας εν σχέσει με το παρελθόν, περίπου 600 βολές το λεπτό. Η αμερικανική οικονομία κλονίστηκε συθέμελα αφού το δημόσιο χρέος ανήλθε από τα 64 εκ. δολάρια προ του πολέμου στα 2773 εκ. δολάρια στο τέλος του. Παράλληλα για τις ανάγκες του πολέμου επιβλήθηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1861 φόρος εισοδήματος. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος ήταν και ο πρώτος πόλεμος στον οποίο τραβήχτηκαν φωτογραφίες. Ο Μάθιου Μπ. Μπρέιντυ εργαζόμενος στο ύπαιθρο και με πρωτόγονο εξοπλισμό, τράβηξε πολλές φωτογραφίες συνεισφέροντας στην καταγραφή των γεγονότων.
Μετά το τέλος του πολέμου ξεκινά και η «Ανασυγκρότηση» του Νότου. Οι Ρεπουμπλικάνοι του Βορά συμπεριφέρονταν στην Συνομοσπονδία σαν να ήταν κατακτημένη χώρα. Επιθυμούσαν ριζοσπαστικές λύσεις με άμεση απελευθέρωση των δούλων του Νότου, αλλά τα κελεύσματα τους έβρισκαν αντίσταση από τους Νότιους που εκδηλώνονταν με αντιστασιακές ρατσιστικές οργανώσεις όπως η Κου Κλουξ Κλαν που ιδρύθηκε το 1866. Παρόλη την αντίσταση όμως το ποτάμι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω… Η 13η Τροποποίηση του συντάγματος των Η.Π.Α. που επικυρώθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1865 κατήργησε τη δουλεία, ενώ με την 14η Τροπολογία της 13ης Ιουνίου του 1866 αναγνωρίστηκαν όλοι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στις Η.Π.Α. ως πολίτες με πλήρη δικαιώματα και διακηρύχτηκε ότι η ζωή, η ελευθερία και η ιδιοκτησία ενός ατόμου δεν είναι δυνατό να αφαιρεθεί παρά μόνο όπως ορίζεται από τους νόμους. Τέλος με την 15η Τροπολογία της 26ης Φεβρουαρίου 1869 οι μαύροι αποκτούσαν δικαίωμα ψήφου, με πολλές πολιτείες όμως να βάζουν προσκόμματα στην άσκηση αυτού του δικαιώματος. Οι μαύροι του Νότου μετά από 250 περίπου χρόνια σκληρής σκλαβιάς ανάπνεαν ελεύθεροι έχοντας σπάσει τις αλυσίδες τους. Αλλά μέχρι εκεί… Απελευθέρωση από τη δουλεία δεν σήμαινε και ισότητα με τους λευκούς. Για του Βόρειους αυτό ήταν ξεκαθαρισμένο. Ακόμη και στον στρατό της Ένωσης που υπηρετούσαν χιλιάδες μαύροι στρατιώτες, οι μαύροι αξιωματικοί αμείβονταν λιγότερο εν σχέσει με τους λευκούς. Αυτό ήταν ακριβώς που επιδίωκαν οι «ληστρικοί καπιταλιστές» του Βορά. Χρησιμοποιώντας τρισάθλια οικονομικά τεχνάσματα ο Ντάνιελ Ντρου, ο Τζέισον Γκουλντ, ο Κορνέλιους Βάντερμπιλτ, ο Τζ. Π. Μόργκαν, ο Τζον Ντ. Ρόκφελερ και πολλοί άλλοι είχαν αίφνης στην διάθεση τους για επέκταση στο Νότο στρατιές εξαθλιωμένων μαύρων εργατών που έριχναν τα ημερομίσθια πολύ χαμηλά. Από σκλάβοι των γαιοκτημόνων μετατράπηκαν σε φτηνό εργατικό δυναμικό για τις αναδυόμενες βιομηχανίες. Η New York Daily Tribune στα 1866 ανέφερε χαρακτηριστικά: «Αυτοί που κατέχουν τον άνθρακα και το σίδηρο στο Νότο…έχουν κάθε λόγο να είναι αισιόδοξοι. Η στιγμή που περίμεναν για 20 χρόνια, η στιγμή που θα πείθονταν οι καπιταλιστές του Βορά όχι μόνο για την ασφάλεια αλλά και για τα τεράστια κέρδη που θα είχαν αν επένδυαν τα χρήματα τους στην εκμετάλλευση του άνθρακα και του σιδήρου στην Αλαμπάμα, στο Τενεσί και στην Τζόρτζια είχε επιτέλους φτάσει». Ουσιαστικά η περίοδος της επονομαζόμενης «Ανασυγκρότησης» ήταν μια περίοδος συμφιλίωσης ανάμεσα στις ελίτ του Βορά και του Νότου. Η πολιτική κατάσταση στο Νότο δεν άλλαξε καθόλου με το τέλος του πολέμου. Όσες κυβερνήσεις υποστηρίζονταν από τους μαύρους ανατρέπονταν. «Είδαμε ότι ολόκληρος ο Νότος -κάθε πολιτεία στο Νότο- είχε πέσει στα χέρια των ίδιων ανθρώπων που μας κρατούσαν υπόδουλους» παρατηρούσε ο Χένρυ Άνταμς, ένας μαύρος μετανάστης στα 1880. Ένας άλλος μαύρος πρώην δούλος ο Γουίλιαμ Ε. Μπ. Ντιμπουά δήλωνε πως στην Αμερική «άρχισε να ανατέλλει ένας νέος καπιταλισμός και μια νέα μορφή εργασιακής δουλείας» και συνέχιζε πολύ προφητικά: «Οι αυτόχθονες εργάτες στις πολιτισμένες χώρες καθησυχάζονται και παραπλανιούνται από ψηφοφορίες των οποίων η δύναμη έχει ψαλιδιστεί από τη δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου, εξαγοράζονται με υψηλούς μισθούς και πολιτικές θέσεις για να συνασπίζονται και να εκμεταλλεύονται τους λευκούς, τους κίτρινους, τους μιγάδες και τους μαύρους στις υποδεέστερες χώρες…». Σε 19 από τις 24 βόρειες πολιτείες μετά το τέλος του Εμφυλίου στους μαύρους δεν επιτρεπόταν να ψηφίζουν, ενώ τα νέα συντάγματα των νότιων πολιτειών θέσπιζαν νόμους για τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων και την απομόνωση τους από τους λευκούς.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.