Αρκετοί συγχέουν αυτές τις δύο λέξεις, οι οποίες όμως έχουν διαφορετικές σημασίες.
Το ρήμα ενσκήπτω (< εν+σκήπτω) σημαίνει (για δυσμενή φαινόμενα) εμφανίζομαι αιφνιδιαστικά και πλήττω με ορμή (π.χ. χιονοθύελλα / διμύ ψύχος / καύσωνας / επιδημία ενέσκηψε στη χώρα μας), ορμώ μέσα, εισορμώ εναντίον, επιτίθεμαι με σφοδρότητα (π.χ. έξω φρενών ενέσκηψε ο υπάλληλος στο γραφείο του προϊσταμένου του / με άγριες διαθέσεις ενέσκηψε η πεθερά στο σπίτι του τέως γαμπρού της).
Το ρήμα εγκύπτω (< εν+κύπτω) σημαίνει: 1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή κάτι (αντικείμενο, γεγονός, κατάσταση, ζήτημα, υπόθεση κ.λπ.), προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι (π.χ. ο αρμόδιος υπουργός εγκύπτει στα πρόσφατα φαινόμενα φυλετικής βίας) 2. καταγίνομαι συστηματικά και με ζήλο με κάτι (π.χ. ο αδελφός μου εγκύπτει τελευταία στην πρώιμη χριστιανική εποχή).
Δείτε περισσότερες συγχεόμενες λέξεις εδώ.