Η λέξη λεβέντης δεν έχει ελληνική ρίζα, καθώς προέρχεται από την τουρκική levend. Έτσι ονομάζονταν τα πληρώματα του οθωμανικού στόλου που αποτελούνταν από Έλληνες, Δαλματούς και Αλβανούς ναυτολογημένους από Τούρκους πασάδες. Οι Τούρκοι ιστορικοί levend ονόμαζαν τους επαγγελματίες ή μισθοφόρους ναυτικούς, τους κουρσάρους, γενικά τους θαλασσινούς. Για την τουρκική λέξη το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη αναφέρει ότι είναι περσικής καταγωγής (lawand: νέος, ανδρείος) ενώ το Ετυμολογικό Λεξικό του Νικ. Ανδριώτη και το λεξικό Μπαμπινιώτη ότι προέρχεται από την ιταλική leventi (σώμα ναυτών από την Ανατολή) < levante. Κατά τον Κ. Σάθα (1885, Έλληνες Στρατιώται εις την Δύσιν, σελ. 24) η λέξη προέρχεται από την λατινική levis (milites) δηλ. ελαφρός (στρατιώτης). Οι ελαφροί (δηλ. ελαφρά οπλισμένοι) στρατιώτες εχρησιμοποιούνταν στο Βυζάντιο και αργότερα από Τούρκους, Ενετούς και άλλες δυνάμεις που στρατολογούσαν μισθοφόρους (ιππείς, ναυτικούς, πεζούς) από την πρώην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο όρος πέρασε και στην Τουρκική γλώσσα ως Levend.
Η λέξη λεβέντης μπορεί να ειπωθεί με τις λέξεις παλληκάρι (< μεσαιωνική ελληνική παλληκάριον < υποκοριστικό του πάλλαξ (έφηβος) / πάλληξ, ομόρριζο με τα Παλλάς, παλλακή), ανδρείος (< αρχαία ελληνική ἀνδρεῖος < ἀνδρ-, από τη γενική του ἀνήρ), γενναίος (< αρχαία ελληνική γενναῖος < γέν-ος ή γέννα) και ευσταλής (< ευ + σταλ (στέλλω) + -ής ), οι οποίες έχουν ελληνικές ρίζες.
Δείτε πώς λέγονται στα ελληνικά περισσότερες γνωστές λέξεις εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος