Η αγγλική λέξη stop προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική stoppen =κλείνω, φράζω, βουλώνω, η οποία προέρχεται από την αρχαία αγγλική -stoppian (ως β' συνθετικό). Η λέξη stoppian προέρχεται από τη λατινικήstuppare = βουλώνω με στουπί (συνεκδοχικά σταματώ κάτι, βουλώνοντας), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τη λατινική stuppa. Η λέξη stuppa προέρχεται από τη μεταγενέστερη ελληνική στύππη, η οποία έχει ως ρίζα την αρχαία ελληνική λέξη στυππεῖον = στουπί.
Δείτε περισσότερα ενδιαφέροντα φιλολογικά θέματα εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος