Τις πρωινές ώρες της 25ης Νοεμβρίου 1973 εκδηλώθηκε το τρίτο στη σειρά στρατιωτικό πραξικόπημα, έπειτα από εκείνο της 21ης Απριλίου 1967 και το στρατιωτικό αντικίνημα του Κωνσταντίνου τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Η ελληνική τραγωδία της εποχής θα ολοκληρωθεί μ' ένα τέταρτο πραξικόπημα των στρατιωτικών στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, που θα προσφέρει την ευκαιρία στην Τουρκία για να εισβάλει στη Μεγαλόνησο.
Νέος πρόεδρος του δικτατορικού καθεστώτος ορκίστηκε ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο πρώτος Ελληνοαμερικανός στον πρωθυπουργικό θώκο της Ελλάδας.
Οι νέοι συνωμότες κινήθηκαν ενώ ήδη ήταν σε ισχύ ο στρατιωτικός νόμος λόγω των γεγονότων του Πολυτεχνείου.
Η εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», που ήταν από την πρώτη στιγμή στο πλευρό της χούντας και του Γ. Παπαδόπουλου, τάχθηκε ανεπιφύλακτα με το νέο στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς, που ενδιαφερόταν «υπέρ του συνόλου» και εμπνεόταν από «μετριοπάθεια και ευγένεια έναντι του λαού».
Ο νέος ισχυρός άνδρας που κινούσε τα νήματα από τα παρασκήνια ήταν ένα ανώτερο στέλεχος της ηγετικής στρατιωτικής ομάδας που είχε οργανώσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και ένας πολύ στενός συνεργάτης του Γ. Παπαδόπουλου: ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης.
Ενημέρωση
Ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Χένρι Τάσκα, την επομένη του πραξικοπήματος, πληροφόρησε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι «ο ταξίαρχος Ιωαννίδης όχι μόνον υπήρξε ο εγκέφαλος του πραξικοπήματος, αλλά παραμένει αναμφίβολα η κυρίαρχη φυσιογνωμία. Οσον αφορά το νέο πρωθυπουργό -συνέχισε ο Τάσκα- τον έχω γνωρίσει αρκετά καλά στη διάρκεια των ετών που είμαι εδώ. Τον θεωρώ ειλικρινή και αδιάφθορο, αλλά ντροπαλό. Πιστεύω ότι θα υπακούει σε οτιδήποτε του λέει ο ταξίαρχος Ιωαννίδης να κάνει».
Σύμφωνα με το φάκελο των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, ο Ιωαννίδης ήταν «σταθερά έντονα κριτικός για τον Παπαδόπουλο, ένας σκληροπυρηνικός και ο αρχηγός της Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΣΑ), που ήταν περιβόητη για την κακομεταχείριση πολιτικών κρατουμένων. Ενας πουριτανός στην καρδιά και τη δράση», ένας άνθρωπος που «δεν πιστεύει στη δημοκρατία» τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόταν η διεθνής κοινή γνώμη.
Ο Τάσκα, στο ίδιο τηλεγράφημα, παρατήρησε ότι «λόγω των βιογραφικών των βασικών μελών» της νέας κατάστασης «αυτό το καθεστώς μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πιθανώς φιλοαμερικανικό», αλλά «λόγω του πουριτανισμού του σε εσωτερικά ζητήματα» θα μπορούσε ίσως να προκαλέσει και αρνητικά εξωτερικά προβλήματα.
Η νέα στρατιωτική δικτατορική κυβέρνηση επαναλειτούργησε το νησί της Γυάρου ως τόπο εξορίας και ενέτεινε τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια στα κρατητήρια της ΕΣΑ.
Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος της 25ης Νοεμβρίου, στην κρατική τηλεόραση επανεμφανίστηκε το έμβλημα της 21ης Απριλίου, ώστε να γίνει κατανοητό από τον ελληνικό λαό ότι το νέο δικτατορικό καθεστώς αποτελούσε συνέχεια εκείνης της περιόδου, που είχε διακοπεί προσωρινά με την άνοδο του Γ. Παπαδόπουλου στην προεδρία της «Δημοκρατίας» (19 Αυγούστου 1973) και με το πολιτικό άνοιγμα της πρωθυπουργίας Μαρκεζίνη (1 Οκτωβρίου - 24 Νοεμβρίου 1973), οπότε είχε επέλθει μια μικρή φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος που συνέβαλε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Ο Ιωαννίδης απεκαλείτο «ο αόρατος δικτάτορας», αλλά από καιρό ανώτεροι κύκλοι της Δεξιάς είχαν ενημερωθεί για την πραγματική του δύναμη. Στις αρχές του 1970, ο υπουργός της δικτατορίας Κ. Ασλανίδης είχε πει σε συνομιλία του με τον Ευάγγελο Αβέρωφ ότι «ο σκληρότερος των σκληρών της χούντας είναι ο Ιωαννίδης, ο οποίος αναμειγνύεται στα πάντα, ακόμη και στην εξωτερική πολιτική. Ο Ιωαννίδης δύο φορές θέλησε να παραπέμψει τον Αβέρωφ σε στρατοδικείο αλλά εμποδίστηκε από τον Παπαδόπουλο. Από τριάντα μονάδες στην Αττική ο Παπαδόπουλος ελέγχει μόνον τέσσερις».
Τα λόγια του Ασλανίδη αποδείχτηκαν αληθινά το 1973, οπότε με μεγάλη ευκολία ανατράπηκε ο Γ. Παπαδόπουλος.
Ο μόνος
Πράγματι, όπως αναφέρει και ο πρώην αρχηγός Ναυτικού κατά την περίοδο Ιωαννίδη Π. Αραπάκης, «τη στρατιωτική ισχύ» του δικτατορικού καθεστώτος «διέθετε κυρίως ο Ιωαννίδης, ο οποίος ήταν ο μόνος από τους παράγοντες του καθεστώτος που είχε παραμείνει στο στρατό χωρίς να απομακρυνθεί, όπως οι άλλοι, για να καταλάβει κυβερνητικές θέσεις. Διατηρούσε στενές επαφές με τους βασικούς παράγοντες των μονάδων και κυρίως με τους νέους αξιωματικούς. Είχε δηλαδή κατορθώσει να συγκεντρώσει όλη τη στρατιωτική ισχύ του καθεστώτος στα χέρια του και ήταν αυτός που στήριζε τον Παπαδόπουλο, ιδίως αφότου με την πάροδο του χρόνου εκείνος είχε χάσει την επαφή του με το στράτευμα...».
Φαίνεται, όμως, ότι κάτι αντιλήφθηκε ο Παπαδόπουλος και προσπάθησε τον Οκτώβριο του '73 να αποστρατεύσει τον Ιωαννίδη, ήταν όμως αργά.
Οπως αναφέρει ο επίτιμος σύμβουλος Επικρατεία Σ. Νικολάου σε επιστολή του το 1996, ο Παπαδόπουλος είχε υπογράψει «διάταγμα αποστρατεύσεως» του Ιωαννίδη που είχε αποσταλεί «προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για λόγους όμως άγνωστους σε εμέ -γράφει ο Νικολάου- ουδέποτε δημοσιεύτηκε και ο Δ. Ιωαννίδης παρέμεινε στη θέση του».
Ηταν ίσως η στιγμή που ο Παπαδόπουλος αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ν' απομονώσει τον Ιωαννίδη.
Μετά την εύκολη επικράτηση των πραξικοπηματιών της 25ης Νοεμβρίου 1973, οι νέοι ηγέτες άρχισαν νέες διώξεις, όπως και δίκες κατά της διαφθοράς μόλις 6 χρόνια μετά την κάθαρση που επέβαλε το δικτατορικό καθεστώς.
Ο Ιωαννίδης είχε μια έμμονη ιδέα και με την υπόθεση της Κύπρου, όπου είχε υπηρετήσει και παλαιότερα. Οπως εξήγησε στον Τάσκα, τον Ιούνιο του 1974 στην Κύπρο δύο πράγματα μπορούσαν να συμβούν: «Είτε η Κύπρος θα στραφεί αργά προς τα αριστερά και θα γίνει μια Κούβα της Μεσογείου (αυτή η στροφή θα προκληθεί από την κομμουνιστική προπαγάνδα που διδάσκεται στο σχολικό σύστημα) ή το 80% της ελληνικής πλειοψηφίας θα ενωθεί με την Ελλάδα».
Είχε αποφασίσει ν' ανατρέψει το νόμιμο πρόεδρο της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, που είχε την υποστήριξη, εκείνη την περίοδο, της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας του κυπριακού λαού.
Σ' αυτή την ιδέα συμφωνούσαν και οι Αμερικανοί, που θεωρούσαν τον Μακάριο αγκάθι στην περιοχή της Μεσογείου, αντίπαλο των συμμάχων τους στην περιοχή. Ο Ιωαννίδης άρχισε να προετοιμάζει την ανατροπή του Μακαρίου, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, στην κυρίως Ελλάδα και την Κύπρο. Σύμφωνα με τον αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων της περιόδου Ιωαννίδη, στρατηγό Μπονάνο, όπως αποκάλυψε στις αναμνήσεις του, η CIA είχε διαβεβαιώσει ότι οι Τούρκοι δεν θα επέμβουν σε περίπτωση πραξικοπήματος στην Κύπρο κατά του Μακαρίου, ο δε αρχηγός της CIA στην Αθήνα ενθάρρυνε την επέμβαση (το πραξικόπημα).
Ενθάρρυνση
Το ίδιο ακριβώς αποκάλυψε λίγο πριν πεθάνει και ο τότε πρόεδρος της «Δημοκρατίας» Φ. Γκιζίκης για την ενθάρρυνση της CIA προς τον Ιωαννίδη.
Στις 20 Ιουλίου 1974, ενώπιον του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Τζ. Σίσκο, στην Αθήνα ο Ιωαννίδης φώναξε: «Μας εξαπατήσατε».
Ναι, λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας, όταν συναντήθηκε τυχαία σε κάποιο διάδρομο με το ναύαρχο Αραπάκη, του είπε: «Κύριε αρχηγέ, όταν κάποτε πληροφορηθείτε τα στοιχεία που έχω στα χέρια μου, τις διαβεβαιώσεις και τις ενθαρρύνσεις, θα με δικαιολογήσετε.
Ο ίδιος ο Ιωαννίδης (1923-2010) σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του στη φυλακή («Ελεύθερος Κόσμος», του Γ. Φράγκου, 2010) είπε: «Με εξαπάτησαν ο Σίσκο και ο Κίσινγκερ για τις πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας στην Κύπρο».
Αλλά ότι η Τουρκία θα αντιδρούσε σ' ένα πραξικόπημα στην Κύπρο θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυτονόητο ή τουλάχιστον κάθε ελληνική ηγεσία που σέβεται τον εαυτό της θα έπρεπε να το λάβει υπόψη τουλάχιστον ως μια πιθανότητα. Και όχι να είναι τελείως ανέτοιμη.
Οπως συνέβη συνήθως στην πρόσφατη Ιστορία, οι δικτατορίες κλείνουν τον κύκλο τους με εθνική καταστροφή. Αυτό συνέβη στη χιτλερική Γερμανία, τη φασιστική Ιταλία και στην Ελλάδα των συνταγματαρχών.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.