Το ερώτημα είναι τόσο παλιό όσο και η ιστορία της εκπαίδευσης. Γεννιέσαι η γίνεσαι ιδιοφυής; Είναι το ταλέντο, η κλίση, τα γονίδια ή η σκληρή δουλειά που κάνει κάποιον να ξεχωρίσει με διαφορά από τους υπόλοιπους; Ακόμα και σήμερα όπου έχουμε αποκωδικοποιήσει πολλά από τα μυστικά της ανθρώπινης νόησης, κανένας δεν έχει καταφέρει να δώσει την αποφασιστική απάντηση που θα αποστομώσει την άλλη πλευρά. Κανείς, εκτός από έναν: τον Λάζλο Πόλγκαρ.
O Oύγγρος που γεννήθηκε το 1946 και αγαπούσε το σκάκι έβαλε στόχο της ζωής του, πριν ακόμα γίνει πατέρας ότι θα μεγάλωνε τα παιδιά του με μια μέθοδο που θα τα έκανε ιδιοφυΐες. Όχι μόνον τα κατάφερε, αλλά το εκπαιδευτικό του πείραμα ακόμα συζητιέται, μιας και οι τρεις του κόρες έχουν κερδίσει τόσες διακρίσεις στο σκάκι που ο ίδιος ο Γκάρι Κασπάροφ τις αποκάλεσε «το μέλλον του παιχνιδιού».
Ποια είναι η ιστορία του; Και γιατί ακόμα συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας; Πριν από λίγο καιρό μάλιστα έγινε μέχρι και ένα νέο ντοκιμαντέρ, αφιερωμένο στην οικογένεια που τάραξε τα νερά της εκπαίδευσης: «Κάθε παιδί που γεννιέται και μεγαλώνει υγιές είναι μια εν δυνάμει ιδιοφυΐα» ήταν το πιστεύω του και το απέδειξε περίτρανα όχι μια αλλά τρεις φορές.
Ο εβραϊκής καταγωγής Πόλγκαρ μελέτησε σε νεαρή ηλικία την ζωή και το έργο 400 ξεχωριστών ανθρώπων από τον Σωκράτη μέχρι τον Αϊνστάϊν, αναζητώντας τι ήταν αυτό που τους συνέδεε, πέραν από τα ξεχωριστά τους επιτεύγματα. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα που έβγαλε όλοι τους ξεκίνησαν να μελετούν από πολύ νωρίς και να έχουν εντατική εκπαίδευση. Μόλις πάτησε τα 20 του χρόνια ξεκίνησε μια σχέση δι΄ αλληλογραφίας με μια Ουκρανή που δίδασκε ξένες γλώσσες. Στις επιστολές του, της ανέπτυσσε ποιο ήταν το όραμά του.
Μετά από λίγο καιρό η σχέση προχώρησε και βρέθηκαν να ζουν παντρεμένοι σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Βουδαπέστη. Σύντομα απέκτησαν τρεις κόρες, τις οποίες ο Λάζλο αποφάσισε να μην τις στείλει σχολείο και να τις μορφώσει ο ίδιος κατ” οίκον. Εστίασε τις προσπάθείες του στην εκμάθηση γλωσσών όπως τα Αγγλικά, τα Ρωσικά και τα Γερμανικά, καθώς και τα μαθηματικά. Αλλά το μεγαλύτερό στοίχημα ήταν το σκάκι. Όλοι οι τοίχοι του μικρού σπιτιού ήταν γεμάτοι από σχεδιαγράμματα, όλες οι βιβλιοθήκες κατάφορτες με τόμους για το παιχνίδι.
Εάν από τα πιο ενδιαφέροντα περιστατικά έγιναν όταν η μεγαλύτερη, η Zsuzsa ήταν μόλις 4 ετών. Ο πατέρας της, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στον σκακιστικό όμιλο της πόλης, όπου σύχναζαν κυρίως ηλικιωμένοι. Μαζί είχαν και ένα μαξιλάρι για να μπορέσει το παιδάκι να φτάνει το τραπέζι. Μέσα στο ντουμάνι, οι θαμώνες πίστεψαν ότι ο Πόλγκαρ τους έκανε πλάκα όταν επέμενε να παίξουν εναντίον του νηπίου. Όταν όμως άρχισε να τους κερδίζει τότε κατάλαβαν ότι η κατάσταση ήταν πολύ πιο σοβαρή από ότι είχαν φανταστεί. Στα έξι της χρόνια η μικρή κέρδιζε ακόμα και τον πατέρα της.
Την ίδια εξέλιξη είχαν και οι δύο μικρότερες που μεγάλωσαν έχοντας ως εμμονή το σκάκι. Η Σοφία και η Γιούντιτ δεν ήξεραν τι θα πει έξω κόσμος καθώς ο δικός τους περιοριζόταν σε μια σκακιέρα και ένα τραπέζι του πινγκ – πονγκ, καθώς ο Πόλγκαρ πίστευε ότι πρέπει να έχουν και καλή φυσική κατάσταση. Η αφοσίωση τους ήταν τέτοια, που ένα βράδυ η μητέρα τους πέτυχε την μια από τις τρεις μέσα στο μπάνιο μαζί με το σκάκι. Της είπε: «άφησε τα πιόνια να κοιμηθούν και πήγαινε και εσύ για ύπνο», για να λάβει την απάντηση ότι ήταν τα πιόνια που δεν την άφηναν σε ησυχία.
Πολύ σύντομα τα κορίτσια έσκιζαν σε όλα τα τουρνουά, προσελκύοντας την διεθνή δημοσιότητα όχι μόνον για τις επιδόσεις τους αλλά για το ότι ήταν η ζωντανή απόδειξη πως δεν είναι το ταλέντο αλλά η εκπαίδευση που οδηγεί στην υπέρτατη πνευματική διάκριση. Οι τρεις Πολγκαρ – τις αποκαλούσαν »Πολγκάρια» οι σκακιστές – έδρεψαν δάφνες.
Η δευτερότοκη παρότι τα πήγε εξαιρετικά αποφάσισε κάποια στιγμή να αποσυρθεί ενώ η μικρότερη και η μεγαλύτερη (με αυτήν την σειρά)θεωρούνται οι κορυφαίες σκακίστριες όλων των εποχών που έχουν βάλει τα γυαλιά ακόμα και σε σπουδαίους άνδρες παίκτες. Χάρις στο σκάκι η οικογένεια δεν κέρδισε μόνο την φήμη αλλά και μεγάλες οικονομικές απολαβές μιας και τα μέλη της ταξίδευαν ακόμα και κατά την κομμουνιστική περίοδο συνέχεια στο εξωτερικό.
Μέχρι σήμερα οι γνώμες για το αν έκανε καλά ο πατέρας τους είναι χωρισμένες στα δύο. Κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν ένας τύραννος που δεν άφησε τα παιδιά του να απολαύσουν μια φυσιολογική ζωή και πως τις ανάγκασε να υπηρετήσουν το δικό του όραμα, χωρίς να έχουν καμιά άλλη επιλογή.
Οι ίδιες πάντως θεωρούν ότι – αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες επιθέσεις για το ότι ήταν εβραίες και ότι δεν πήγαιναν σχολείο – ότι δεν μεγάλωσαν και τόσο άσχημα. Μάλιστα λένε ότι αυτό μπορεί να το δει κανείς και στην εξέλιξη της ζωής τους που εκτός από πολλά βραβεία είχε μια ικανοποιητική συναισθηματική ισορροπία.
Περισσότερα πειράματα εδώ.