Βυζάντιο: 31 μικρές ιστορίες για μια μεγάλη αυτοκρατορία

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

1. Η 90η 
Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός βασίλεψε από το 886 μέχρι τον θάνατό του το 912. Ήταν συγγραφέας, ρήτορας και νομομαθής. Την εξαιρετική του μόρφωση την όφειλε και στον Φώτιο του οποίου υπήρξε μαθητής, αν και τον Φώτιο τον εξόρισε αμέσως μετά την άνοδό του στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Ο Λέων κέρδισε το προσωνύμιο “Σοφός” -ενώ ζούσε ακόμα- ίσως λόγω της ενασχόλησης του με το νομοθετικό έργο της αυτοκρατορίας. Στην 90η του “Νεαρά” απαγόρευσε αυστηρά τον τέταρτο γάμο ενώ στην 91η απαγόρευσε τη συμβίωση με ερωμένη.
Στην πράξη όμως αποδείχτηκε πως δεν ήταν και τόσο σοφός αφού κατάφερε να παραβεί και τις δύο αυτές σημαντικές “Νεαρές” καθώς και με ερωμένη του συμβίωσε αλλά και νυμφεύθηκε τέσσερις φορές!
Follis-Leo_VI-sb1729
Χάλκινο νόμισμα με τη μορφή του Λέοντος ΣΤ΄
Με την πρώτη του γυναίκα, τη Θεοφανώ, ο Λέων νυμφεύθηκε σε ηλικία 16 ετών, πριν ακόμα γίνει αυτοκράτορας. Του τη διάλεξε η μητέρα του κατά τα λεγόμενα “βασιλικά καλλιστεία”, ανάμεσα σε 12 υποψήφιες νύφες. Με τη Θεοφανώ ο Λέων έκανε μια κόρη η οποία όμως πέθανε σε ηλικία 10 ετών. Εν τω μεταξύ ο Λέων είχε στεφθεί αυτοκράτορας και συζούσε ήδη με την ερωμένη του που την έλεγαν Ζωή, η οποία ήταν συν τοις άλλοις και παντρεμένη. Η Θεοφανώ δέχτηκε να δώσει στον αυτοκράτορα διαζύγιο και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Λίγο αργότερα πέθανε.
Αφού πέθανε και ο σύζυγος της Ζωής -φήμες έλεγαν πως η ίδια συνήργησε στον μυστηριώδη θάνατο του-, ο Λέων νυμφεύθηκε τη Ζωή αλλά ένα χρόνο και οχτώ μήνες αργότερα πεθαίνει και η Ζωή. Ο Λέων έτσι θα νυμφευθεί για τρίτη φορά την Ευδοκία Βαϊανή, η οποία κατά τη διάρκεια του τοκετού της θα πεθάνει και αυτή μαζί με το μωρό που κυοφορούσε το οποίο ήταν αγόρι. Θα μείνει λοιπόν ο Λέων χωρίς διάδοχο και θα εγκαταστήσει στο παλάτι την Ζωή την Καρβονοψίνα με την οποία θα καταφέρει επιτέλους να αποκτήσει διάδοχο, τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο.
Έπρεπε όμως ο Λέων να νομιμοποιήσει τόσο τη σχέση του όσο και τον διάδοχό του. Ο πατριάρχης Νικόλαος Α΄ Μυστικός δεν δεχόταν να ευλογήσει έναν τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα. Δέχτηκε όμως να βαπτίσει τον διάδοχο, αφού ο αυτοκράτορας έδιωξε από το παλάτι -προσωρινά όπως αποδείχτηκε αργότερα- την παλλακίδα του. Τρεις μέρες μετά τη βάπτιση του γιου του, την ξανάφερε στο παλάτι και τη νυμφεύθηκε χωρίς όμως να ζητήσει από τον πατριάρχη να τελέσει τον γάμο όπως καθόριζε το πρωτόκολλο.
Ο πατριάρχης εξοργίστηκε με την πράξη του Λέοντα, καθαίρεσε τον πρεσβύτερο που τέλεσε τον γάμο και απαγόρευσε στον αυτοκράτορα να εισέλθει στον ναό της Αγίας Σοφίας τα Χριστούγεννα του 906 και τα Φώτα του 907. Ο αυτοκράτορας δεν κατάφερε να μεταπείσει τον πατριάρχη και έτσι τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Ο νέος πατριάρχης αναγνώρισε τον γάμο, ωστόσο δεν μνημόνευσε ποτέ στην εκκλησία την Ζωή ούτε την αναγόρευσε ως αυγούστα.
ΠΗΓΕΣ:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

2. ΤΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Αύγουστος του 1118: ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, αργοπεθαίνοντας στο ανάκτορο της Μαγναύρας, προσφέρει στον γιο του, Ιωάννη, το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι. Ο ετοιμοθάνατος αυτοκράτορας γνωρίζει πως η γυναίκα του και η πρωτότοκη κόρη του, Άννα Κομνηνή, θέλουν να στέψουν αυτοκράτορα τον σύζυγο της Άννας, Νικηφόρο Βρυένιο, αλλά αυτός επιλέγει να ορίσει αυτοκράτορα τον γιο του. Αμέσως ο Ιωάννης πηγαίνει έφιππος με αρκετούς οπαδούς του πρώτα στην Αγία Σοφία όπου στέφεται, από τον πατριάρχη, αυτοκράτορας και ύστερα στο Μέγα Παλάτιον.
Όμως ο Σκανδιναβός αξιωματικός που διοικεί τη φρουρά αρνείται να του ανοίξει. Μάταια ο Ιωάννης του δείχνει το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι. Ο Σκανδιναβός παραμένει αμετάπειστος. Θέλει αποδείξεις ότι ο Αλέξιος είναι νεκρός. Ο Ιωάννης του δίνει τον λόγο της τιμής του (ίσως και ένα σεβαστό ποσό χρημάτων) και μόνο τότε ο Σκανδιναβός του ανοίγει την πόρτα. Ο Ιωάννης μπαίνει μέσα κι αμέσως την κλειδαμπαρώνει. Θα μείνει κλειδωμένος στο παλάτι για πολλές μέρες γιατί φοβάται μήπως δολοφονηθεί από την αδελφή του και τη μητέρα του. Μάταια οι δύο γυναίκες προσπαθούν να τον τραβήξουν έξω από το παλάτι για να παρευρεθεί στην κηδεία του πατέρα του. Ο Ιωάννης γνωρίζει πως έχει οργανωθεί δολοφονική απόπειρα εναντίον του, γι’ αυτό προτιμάει να μην παρευρεθεί στην τελετή.
Έτσι ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός επιλέγοντας την ασφάλεια του παλατιού καταφέρνει να κερδίσει το πολυπόθητο στέμμα, το οποίο θα διατηρήσει μέχρι το θάνατό του, το 1143.
Πηγές:
G. Walter: Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΑ

3. ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΟΙ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Τι δουλειά είχε ένας Σκανδιναβός στο παλάτι του βυζαντινού αυτοκράτορα; Εύλογη απορία που έχει πολύ ενδιαφέρουσα απάντηση. Ο Σκανδιναβός ήταν Βάραγγος μισθόφορος, από τους πολλούς που χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες από το 843, χρονιά που ο αυτοκράτορας Θεόφιλος τους στρατολόγησε για πρώτη φορά.
Βάραγγοι μισθοφόροι υπηρέτησαν το 949 στο στρατό του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου στην εκστρατεία του κατά της Κρήτης και μετά το 955 αναβαθμίστηκαν και έγιναν μέλη της αυτοκρατορικής φρουράς.
Τη μεγάλη τους φήμη την κέρδισαν επί Βασιλείου Β΄ (του Βουλγαροκτόνου). Τότε 6.000 Βάραγγοι μισθοφόροι συνέτριψαν τις δυνάμεις του σφετεριστή του θρόνου, Βάρδα Φωκά. Μάλιστα ο Φωκάς υπέστη εγκεφαλικό -ή ανακοπή- στη θέα των Βαράγγων πολεμιστών και πέθανε επί τόπου την ώρα που οι στρατιώτες του σφαγιάζονταν μέχρι ενός από τους Βαράγγους.
Έκτοτε δημιουργήθηκε στο Βυζάντιο ειδικό τάγμα Βαράγγων σωματοφυλάκων και βαραγγική φρουρά. Οι αυτοκρατόρες στρατολογούσαν σε αυτά τα τάγματα, κατά καιρούς, και άλλους Βίκινγκς (Νορβηγούς, Σουηδούς, Δανούς).
Το προτέρημα των Βαράγγων ήταν η πίστη τους όχι σε πρόσωπα αλλά στον θεσμό του αυτοκράτορα, σε αντίθεση με τους βυζαντινούς στρατιώτες που επηρεάζονταν από τις διαθέσεις και τις προσωπικές φιλοδοξίες των στρατηγών τους. Την πίστη τους επιβεβαιώνει και η Άννα η Κομνηνή που γράφει πως οι Βάραγγοι διατηρούν την πίστη τους προς τον αυτοκράτορα “ακράδαντον” και “ουδέ ψιλόν πάντως ανέξονται περί προδοσίας λόγον”.
Η αμοιβή τους ήταν πολύ καλή, 10 με 15 χρυσά νομίσματα το μήνα, συν επιπλέον δώρα κάθε Πάσχα και κάθε φορά που ανέβαινε νέος αυτοκράτορας στον θρόνο, ενώ δικαιούνταν σημαντικό μερίδιο από τα λάφυρα στις πολεμικές εκστρατείες. Από τον 11ο αιώνα είχαν και τη δική τους την εκκλησία, την Παναγία την Βαραγγιώτισσα κοντά στην Αγία Σοφία.
Ο απλός λαός αποκαλούσε τους Βαράγγους “πελεκοφόρους βαρβάρους” λόγω του τσεκουριού που είχαν πάντοτε μαζί τους και “βασιλικές κρασοκούλες” λόγω της αγάπης τους προς το αλκοόλ. Διάσημα μέλη της βαραγγικής φρουράς υπήρξαν ο Χάραλντ Σίγκουρτσον και οΈντγκαρ Έθελινγκ.
Πολλές ρουνικές επιγραφές έχουν βρεθεί στη Σουηδία στη μνήμη Βαράγγων πολεμιστών που σκοτώθηκαν υπερασπίζοντας κάποιον βυζαντινό αυτοκράτορα και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους. Οι περισσότερες επιγραφές αναφέρονται στο Βυζάντιο ως χώρα των Ελλήνων (Grikkland) και στους Βυζαντινούς ως Έλληνες (Grikkjar).
ΠΗΓΕΣ:
Θ. ΜΑΣΤΑΚΟΥΡΗΣ: Βαράγγοι, οι μισθοφόροι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων
περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ, τ. 527, Μάιος 2012
ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ: Βάραγγοι στην Κωνσταντινούπολη

4. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΘΕΤΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
Ο ευνούχος Νικηφόρος ή Νικηφορίτζης, ο παντοδύναμος Λογοθέτης του ποιητή αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-1078), αφού απομάκρυνε από το παλάτι όλους τους συγγενείς και φίλους του αυτοκράτορα, έβαλε στο μάτι το εμπόριο των δημητριακών που διεξαγόταν ελεύθερα στο λιμάνι της Ραιδεστού, στη θάλασσα του Μαρμαρά.
Εκεί κατέληγαν καραβάνια ολόκληρα με σιτάρι κι εκεί γινόταν η αγοραπωλησία τους. Ο Νικηφόρος εγκατέστησε μπροστά στις πύλες της Ραιδεστού μια τεράστια αποθήκη και υποχρέωσε τους πωλητές σταριού να το τοποθετούν εκεί και να το πωλούν σε τιμή καθορισμένη από το κράτος (δηλαδή από τον ίδιο τον Νικηφόρο). Έπεισε μάλιστα τον αυτοκράτορα να ορίσει με διάταγμα ως μονοπώλιο την πώληση του σιταριού, έτσι όποιος προσπαθούσε να πουλήσει απευθείας το σιτάρι του ήταν παράνομος.
Σιγά σιγά η τιμή του σιταριού ανέβηκε σε ιλιγγιώδη ύψη. Πριν το μονοπώλιο, με ένα νόμισμα μπορούσε κάποιος να αγοράσει 18 μόδια σταριού. Μετά το μονοπώλιο, μόνο ένα. Έτσι ανέβηκε η τιμή του ψωμιού και ακολούθησε η τιμή των υπόλοιπων τροφίμων με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί ο κόσμος και να καταστρέψει τις αποθήκες της Ραιδεστού. Ακολούθησε γενική εξέγερση που οδήγησε σε πτώση του αυτοκράτορα. Ο Μιχαήλ Ζ΄ υποχρεώθηκε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του σε μοναστήρι ενώ ο ευνούχος Νικηφόρος πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στον τροχό.
ΠΗΓΕΣ:
G. WALTER: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ

5. Ο ΘΕΟΣ ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΑΥΓΟΥΣΤΑ
Τα βασιλικά ενδύματα του Λουδοβίκου ΙΔ΄, του “βασιλιά Ηλιου” και της βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας σήμερα βασίζονται στα μοντέλα των αυτοκρατορικών ενδυμάτων στο Βυζάντιο. Τα διακριτικά, τα στέμματα και οι πορφυροί μανδύες των βασιλέων, όλα αυτά είναι κατάλοιπα της βυζαντινής παράδοσης. Και αυτή την παράδοση της μεγαλοπρέπειας, της πολυτέλειας και της χλιδής μιμούνται οι βασιλικές αυλές της Ευρώπης αιώνες τώρα. Σε επίπεδο εθιμοτυπίας, π.χ., θα αναφέρω το τελετουργικό της στέψης στη Μεγάλη Βρετανία. Αν ο πρίγκιπας Κάρολος στεφθεί βασιλιάς, θα παρακολουθήσουμε μια τελετή βασισμένη στο τυπικό των βυζαντινών αυτοκρατορικών στέψεων. Οταν έγινε η στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ το 1953, οι βυζαντινιστές στην Οξφόρδη που συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν το βίντεο της στέψης σκουντούσαν ο ένας τον άλλον λέγοντας “Τώρα ο επίσκοπος θα της δώσει αυτό, και μετά θα πάρει το στέμμα από την Αγία Τράπεζα και θα της το φορέσει…”- γνώριζαν το τελετουργικό από το Βυζάντιο… Οι επευφημίες “Viva viva Regina”, όλα αυτά είναι μια εκπληκτική διατήρηση του βυζαντινού τελετουργικού.
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 30/5/2010
.
Από αυτό το πολύπλοκο τελετουργικό αρκεί να συγκρατήσουμε ορισμένες συμβολικές πράξεις, κάποιες χαρακτηριστικές χειρονομίες που φωτίζουν άπλετα την εξουσία που εμπεριείχε ο ένδοξος τίτλος της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου.
Και πρώτα ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: ο γάμος έπεται της στέψης και σε καμία περίπτωση δεν προηγείται αυτής. Η αυτοκράτειρα δεν μετέχει της παντοδυναμίας επειδή είναι σύζυγος του αυτοκράτορα. Δεν είναι η αντανάκλαση της εξουσίας που πηγάζει από τον άνδρα της. Αντίθετα, μέσω μιας πράξης που προηγείται του γάμου και είναι ανεξάρτητη απ’ αυτόν, γίνεται κοινωνός της εξουσίας και αυτή η εξουσία στην οποία εξυψώνεται -όπως και ο αυτοκράτορας-, ελέω Θεού, είναι ισοδύναμη με την αντίστοιχη του βασιλέως. Αυτή είναι η αλήθεια, κι αυτό αποδεικνύει το γεγονός ότι δεν παρουσιάζει ο αυτοκράτορας την καινούρια αυτοκράτειρα στον λαό. Μόλις η στέψη της την καταστήσει κοινωνό της ανώτατης εξουσίας, η αυτοκράτειρα φεύγει χωρίς τη συνοδεία του βασιλέως. Τη συνοδεύουν μόνο οι θαλαμηπόλοι και οι ακόλουθές της. Αργά αργά, περνώντας μπροστά από τους παρατεταγμένους φρουρούς, τους συγκλητικούς, τους πατρικίους, τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους, η καινούρια αυτοκράτειρα διασχίζει τα διαμερίσματα του ανακτόρου και βγαίνει στη βεράντα στη βάση της οποίας την αναμένουν οι κρατικοί αξιωματούχοι, ο στρατός και οι εκπρόσωποι του λαού.
Με την πολυτελή, αστραφτερή, χρυσοκέντητη αυτοκρατορική φορεσιά της παρουσιάζεται στους καινούριους υπηκόους της που την αναγνωρίζουν επισήμως. Μπροστά της υποκλίνονται τα λάβαρα, την προσκυνούν οι άρχοντες και τα πλήθη, με τα μέτωπά τους ν’ ακουμπούν στο χώμα, και οι φατρίες του Ιπποδρόμου τη ζητωκραυγάζουν με τις καθιερωμένες επευφημίες.
Και εκείνη, πολύ σοβαρή, κρατώντας στα χέρια δύο κεριά, σκύβει πρώτα μπροστά στον σταυρό και κατόπιν χαιρετίζει τον λαό της, ενώ την ίδια ώρα φτάνει στ’ αυτιά της μια ομόφωνη κραυγή: “Ο Θεός σώζει την αυγούστα!”.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΛ “ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ”
Μετάφραση: Α. Εμμανουήλ, Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ

6. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ
…επειδή αμαρτήσαμε χάσαμε την Κωνσταντινούπολη που ήταν “το αρχαίον και πρώτον ημίν ενδιαίτημα, ο παράδεισος”…
…θα γιορτάσουμε όμως κάποια στιγμή τα “νικητήρια ει δε και τα εισιτήρια” (την είσοδό μας δηλαδή) στην Κωνσταντινούπολη..
…αν επιτευχθεί τούτο των θαυμασίων έργων θαυμασιώτερον και των πώποτε εξαισίων εξαισιώτερον…
Αυτά ήταν μερικά από τα λόγια του Θεοδώρου Λάσκαρη, ιδρυτή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, στην ομιλία του, το 1205, για την ανάληψη του θρόνου. Στις προγραμματικές του δηλώσεις δηλαδή, από τις οποίες κανείς από τους μετέπειτα αυτοκράτορες της Νίκαιας δεν απέκλεινε.
Byzantium1204-el.svg
Χάρτης της αυτοκρατορίας της Νίκαιας
από την Βικιπαίδεια
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης είναι ο πρώτος βασιλιάς αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) και γίνεται αμέσως το σύμβολο συσπείρωσης του λαού. Η Νίκαια δεν είναι η δεύτερη Κωνσταντινούπολη είναι η αφετηρία για την ανάκτηση της Βασιλεύουσας. Γι’ αυτό και μόνο ο Θεόδωρος Λάσκαρης, από όλους τους βασιλιάδες της διασποράς, φέρει τον τιμητικό τίτλο του “αυτοκράτορος των Ρωμαίων”.
Και ο πατριάρχης όμως με πράξη συνοδική παρέχει συγχώρεση αμαρτιών σε όσους σκοτωθούν στην προσπάθεια για ανάκτηση της Βασιλεύουσας -μια πράξη καθόλου συνηθισμένη στα βυζαντινά δεδομένα- και από εκεί και πέρα ένα σύνθημα κυριαρχεί στη Νίκαια: “Του χρόνου στην Κωνσταντινούπολη”. Γενική πεποίθηση είναι πως αν έχασαν οι Βυζαντινοί την Κωνσταντινούπολη είναι γιατί αμάρτησαν, γιατί έχασαν το ηθικό τους ανάστημα. Και η ανάκτησή της θα συνδυαστεί με τη συγχώρεση, τη μετάνοια και τη σωτηρία του γένους.
7032-004-F9384F47 - Αντίγραφο
Χάρτης της βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης
από το http://spirit16.blogspot.gr/2009/03/blog-post_2260.html
Μισό σχεδόν αιώνα αργότερα, όταν τα ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο (1261) πέτυχαν τελικά την ευόδωση του σκοπού, ακούστηκαν φωνές που μιλούσαν όχι για χαρά ή για αναγέννηση, αλλά για μια επιστροφή του γένους σε νέα δεινά, λόγω του φόβου των μικρασιατικών πληθυσμών -που αποδείχτηκε τελικά βάσιμος- πως η Μικρασία θα παραγκωνίζονταν από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο στην προσπάθειά του να εμπεδώσει την κυριαρχία του στην Κωνσταντινούπολη και να την επεκτείνει στη λοιπή φραγκοκρατούμενη χώρα. Το σύμβολο του δικέφαλου αετού που υιοθέτησαν οι Παλαιολόγοι, δίνει συνοπτικά την εικόνα της πολιτικής του Μιχαήλ και γενικότερα των Παλαιολόγων: Στροφή και στη Δύση και προσπάθεια για ανάκτηση των χαμένων πατρίδων, έστω και αν δεν διέθετε τα απαιτούμενα μέσα.
Οι πληροφορίες για τη σημερινή ανάρτηση αντλήθηκαν από το βιβλίο της Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ “Γιατί το Βυζάντιο”, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, και ειδικότερα από το κεφάλαιο για την αυτοκρατορία της Νίκαιας.

7. ΠΙΟΝΙ Ή ΚΥΠΕΛΛΟ;
Ο Νικηφόρος Α΄ διαδέχτηκε στον θρόνο το 802 την αυτοκράτειρα Ειρήνη, ύστερα από συνωμοσία εναντίον της.
Αμέσως ο Νικηφόρος στράφηκε εναντίον των Αράβων με τους οποίους η Ειρήνη είχε συνάψει ειρήνη πληρώνοντας αρκετά χρήματα. Ο Νικηφόρος στο μήνυμα που έστειλε στον χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ του έγραφε πως δεν ήταν διαθετειμένος να συνεχίσει την καταβολή φόρου που είχε συμφωνήσει η Ειρήνη. Μάλιστα χρησιμοποίησε μια μεταφορά παρμένη από το σκάκι:
“Η αυτοκράτειρα την οποία διαδέχτηκα έκρινε ότι βρίσκεστε στη θέση του πύργου και ότι η ίδια βρίσκεται στη θέση του πιονιού και σας απέδωσε φόρο υποτέλειας, τον οποίο εσείς θα έπρεπε να είχατε καταβάλει σ’ αυτήν. Αυτό όμως συνέβη εξαιτίας της αδυναμίας και της απερισκεψίας μιας γυναίκας”.
Στην απάντησή του ο χαλίφης του είπε:
Την απάντησή μου δε θα την ακούσεις αλλά θα τη δεις“.
Στις μάχες που ακολούθησαν οι στρατιωτικές δυνάμεις του Νικηφόρου γνώρισαν δεινή ήττα από τους Άραβες ενώ ο ίδιος ο Νικηφόρος τραυματίστηκε τρεις φορές και αναγκάστηκε τελικά να συνεχίσει την καταβολή του φόρου που πλήρωνε η Ειρήνη (30.000 χρυσά νομίσματα κατ’ έτος). Αργότερα λόγω εσωτερικών στάσεων που είχε να αντιμετωπίσει ο Χαρούν ο φόρος σταμάτησε να πληρώνεται από τους Βυζαντινούς χωρίς άλλες συνέπειες.
ΥΓ. Ο Νικηφόρος είχε την ατυχία να σκοτωθεί το 811 σε μάχη κατά των Βουλγάρων. Ο ηγεμόνας των Βουλγάρων, Κρούμος, αναγνώρισε το πτώμα του, ζήτησε να κόψουν το κεφάλι του, το επαργύρωσε και το χρησιμοποιούσε ως κύπελλο στα συμπόσιά του.
κρουμος κρανίο
πηγές:
M. YALOM: Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΟΥ ΣΚΑΚΙΟΥ
Εκδόσεις ΑΓΡΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

8. ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
Σε όλες τις πόλεις του βυζαντινού κράτους υπήρχαν νοσοκομεία. Οι ασθενείς μπορούσαν να νοσηλευτούν δωρεάν ή έναντι κάποια αμοιβής, ανάλογα με τη σοβαρότητα της ασθένειας και τον κανονισμό του ιδρύματος.
Το νοσοκομείο “Ο Ξενών του Παντοκράτορος” ιδρύθηκε το 1136 από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνό.
Το νοσοκομείο είχε πέντε τμήματα: χειρουργικό, οφθαλμολογικό, γυναικολογικό, παθολογικό και ψυχιατρικό. Επίσης υπήρχαν εξωτερικά ιατρεία, για τους ασθενείς εκτός νοσοκομείου και εγκαταστάσεις αποχωρητηρίων, λουτρών, μαγειρείων, φαρμακείου καθώς και χώρος διοικητικών υπηρεσιών όπου φυλάσσονταν τα αρχεία των ασθενών.
Σε κάθε τμήμα υπήρχαν δύο γιατροί, τρεις βοηθοί, δύο ειδικευόμενοι γιατροί και δύο νοσοκόμοι. Υπήρχαν ακόμη δύο υψηλόβαθμοι γιατροί που ασκούσαν την εποπτεία και επισκέπτονταν καθημερινά τους ασθενείς.
Στο προσωπικό του νοσοκομείου ανήκαν επίσης τέσσερις φαρμακοποιοί, ένας θυρωρός, πέντε γυναίκες που εργάζονταν στα πλυντήρια, ένας υπεύθυνος για την ύπαρξη ζεστού νερού, δύο μάγειροι, δύο φουρνάρηδες, ένας μυλωνάς, ένας σταβλίτης υπεύθυνος για τα άλογα των γιατρών, ένας φρουρός για την πύλη, ένας προμηθευτής των αναγκαίων ειδών, τρεις ιερείς (ο ένας για τις εξομολογήσεις των ετοιμοθάνατων και οι δύο για τις κηδείες), δύο αναγνώστες εκκλησιαστικών κειμένων, τέσσερις νεκροθάφτες και ένας καθαριστής των αποχετεύσεων.
Τα κρεβάτια που είχε το νοσοκομείο ήταν συνολικά 50. Από αυτά τα 10 προορίζονταν για τους χειρουργημένους ή τους τραυματίες, τα 8 για όσους έπασχαν από διάφορες ασθένειες, τα 12 για γυναίκες και τα υπόλοιπα για διάφορους άλλους ασθενείς. Υπήρχαν και τα “παρακρέβατα” για επείγοντα περιστατικά, όταν όλα τα κρεβάτια του νοσοκομείου ήταν γεμάτα.
Οι χειρουργοί των νοσοκομείων του βυζαντινού κράτους επιχειρούσαν λεπτές και δύσκολες εγχειρήσεις. Ο Λέων ο Γραμματικός αναφέρει ότι το 10ο αι. οι χειρουργοί της Κωνσταντινούπολης προσπάθησαν να χωρίσουν δύο σιαμαία παιδιά από την Αρμενία. Οταν το ένα από τα Σιαμαία πέθανε, οι γιατροί απέκοψαν το σημείο συνένωσής τους, ελπίζοντας ότι το άλλο θα επιζούσε. Δυστυχώς, όμως, πέθανε κι αυτό τρεις μέρες μετά την επέμβαση. Στο ιστορημένο χειρόγραφο της χρονογραφίας του Σκυλίτζη, σώζεται μία μικρογραφία που παριστάνει αυτήν ακριβώς την εγχείρηση.
Ιδιαίτερα ικανός χειρουργός ήταν ο Παύλος Αιγινίτης, από την Αίγινα, που έζησε τον 7ο αι. και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Έκανε καυτηριασμό ουροδόχου κύστεως, χρησιμοποιούσε καθετήρες ανάλογα με την ηλικία και το φύλο, έκανε λιθοτριψίες στην ουροδόχο κύστη, ενώ στα συγγράματά του περιέγραψε χειρουργικές μεθόδους για διάφορες παθήσεις που διατηρήθηκαν μέχρι τον 17ο αιώνα.
ΠΗΓΕΣ:
Δ. Καραμπελόπουλος: Βυζαντινή Θεραπευτική

9. Ο ΡΙΝΟΤΜΗΤΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ
Ο Ιουστινιανός Β΄ ήταν γιος του Κωνσταντίνου Δ΄ και στέφθηκε αυτοκράτορας σε ηλικία μόλις 16 ετών. Ήταν έξυπνος, διορατικός και είχε μεγάλες διοικητικές ικανότητες αλλά κατά καιρούς παρουσίαζε δείγματα υπέρμετρης σκληρότητας και διανοητικής ανισορροπίας.
Το 695, όταν οι συνεργάτες του, ο Λογοθέτης Θεόδοτος και ο ευνούχος Στέφανος της Περσίας, ξεπέρασαν κάθε όριο σκληρότητας στη συλλογή φόρων, εξεγέρθηκε ο στρατός εναντίον του και ανακήρυξε αυτοκράτορα τον αξιωματικό Λεόντιο.
Ο Λεόντιος τιμώρησε τον Ιουστινιανό Β΄ με ρινοκοπία (δηλαδή ακρωτηριασμό της μύτης) και τον εξόρισε στην Κριμαία. Εκεί ο εξόριστος πρώην αυτοκράτορας παρέμεινε 10 χρόνια, στη συνέχεια όμως κατάφερε να αποδράσει και, μέσω συμμαχιών με τους Βουλγάρους και τους Χαζάρους, βρέθηκε με στρατό έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, περιμένοντας από τον λαό να ξεσηκωθεί υπέρ του. Όταν είδε ότι ο λαός δεν επιθυμούσε την επιστροφή του, αποφάσισε να δράσει με άλλα μέσα. Κατάφερε να περάσει τα τείχη μέσα από έναν αγωγό ύδρευσης να ξαναμπεί στην Κωνσταντινούπολη και μετά από κινητοποίηση των φίλων και οπαδών του ξανακέρδισε τον θρόνο από τον Τιβέριο που εντωμεταξύ είχε εκθρονίσει τον Λεόντιο. Έτσι έγινε ο μοναδικός ρινότμητος αυτοκράτορας που κατάφερε να πετύχει την ανάκτηση του θρόνου του.
Η εκδίκηση του υπήρξε τρομερή. Τιμώρησε με θάνατο τον Τιβέριο και με ακρωτηριασμό εκατοντάδες συνεργάτες και των δύο προηγούμενων αυτοκρατόρων. Αυτό όμως που προκάλεσε το λαϊκό αίσθημα ήταν η απόφασή του να χρίσει Καίσαρα τον Χαζάρο Ιβουζίρ ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει κατά τη διάρκεια της εξορίας του, ένα αξίωμα που ως τότε προοριζόταν μόνο για μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας.
Τελικά το 711, μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία έχασε και πάλι την εξουσία από τον αρμενικής καταγωγής Βαρδάνη ή Φιλιππικό, προσπάθησε να αποδράσει αλλά ο στρατηγός Ηλίας τον συνέλαβε και τον αποκεφάλισε.
Ο Ιουστιανός Β΄, στη δεύτερη αυτοκρατορική του θητεία, φορούσε μια χρυσή μύτη για να καλύψει τον ακρωτηριασμό του.

10. Η ΑΡΒΕΛΕΡ ΓΙΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ξεχάσαμε αυτό που λέει ο Ελύτης… Οτι η Ελλάδα είναι μια τοιχογραφία με πολλές επιστρώσεις. Βλαχική, φραγκική, τουρκική, σλαβική, αλβανική, που αν βαλθείς και τις ξύσεις… πηγαίνεις φυλακή. Αυτό το ξεχάσαμε και νομίζαμε ότι είμαστε η συνέχεια της αρχαίας Ελλάδος, χωρίς καμία διακοπή, σαν να είναι σχεδόν βιολογικό το θέμα. Και γιατί; Είμαστε ο μόνος Βαλκάνιος λαός που δεν απελευθέρωσε την κοιτίδα του γένους του, δηλαδή την Πόλη. Δεν απελευθερώσαμε την Κωνσταντινούπολη… Επιλέξαμε το λασποχώρι
– Εύκολα παρερμηνεύεται αυτό που λέτε…
Δεν με νοιάζει. Η κοιτίδα του γένους δεν είναι πια ελληνική και ούτε θα είναι πια ελληνική. Ψυχαναλυτικά σχεδόν, διαλέξαμε το 1830 την Αθήνα ως πρωτεύουσα. Ενα λασποχώρι, με 8.000 σπίτια εκ των οποίων τα μισά ήταν γκρεμισμένα, χωρίς στέγη. Και τη διαλέξαμε για να θεωρήσουμε τον εαυτό μας απόγονο του Περικλή και βάλαμε σε παρένθεση 1.000 χρόνια μεγαλείου. Η Ιστορία του Βυζαντίου είναι 1.000 χρόνια μεγαλείου, με την Κωνσταντινούπολη αναφορά αυτού του μεγαλείου και χαμένη πατρίδα στη συνείδηση των Νεοελλήνων. Αυτό κάνει τον Μαρκορά να γράφει «η γη του πόθου μου», αυτό κάνει τον Ελύτη να λέει ότι μόλις μπαίνω σε ένα εξωκλήσι είναι σα να κατεβαίνω απευθείας από το σόι μου, τους Βυζαντινούς, αυτό κάνει τον Παλαμά να λέει των Ελλάδων μια η ρωμιοσύνη…
– Πάνω σε αυτήν την ιδέα χτίστηκαν εθνικισμοί.
Μόνον. Οταν το 1453 πέφτει η Πόλη η ιδέα αυτή είναι λαϊκή. Τότε βγαίνει το περίφημο τραγούδι «Δέσποινα μην κλαις και μη δακρύζεις…». Αυτή η λαϊκή ιδέα άρχισε από το 1204, όταν έπεσε η Πόλη στους Φράγκους και οι Βυζαντινοί πήγαν στη Νίκαια. Το μόνο σύνθημα που έχουν είναι «του χρόνου στην Πόλη»…
Στο σχολειό σου λένε για Ομηρο, σου λένε για Αντιγόνη, για Ξενοφώντα, Θουκυδίδη. Σωκράτη, Πλάτωνα… Ποιος σου έχει μιλήσει για Προκόπιο, για Ζωναρά, για Σκυλίτση; Κανένας. Αυτά είναι άγνωστα. Βρίσκεσαι μόνο στην αρχαιότητα. Και ύστερα φτάνεις σπίτι σου. Πώς σε λένε; Μαρία. Παναγιώτη. Κωνσταντίνο. Νικόλαο. Βλέπεις και το εικονοστάσι. Και μετά ακούς «έφαγε τον περίδρομο». Τι θα πει αυτό; Η βυζαντινή γαβάθα είχε ένα περιθώριο. Οταν γέμιζε σούπα και ξεχείλιζε, έτρωγες και τον περίδρομο. Ή σου λέει: «το παίζω στα πέντε δάκτυλα». Γιατί οι Βυζαντινοί μετρούσαν με τα δάχτυλα. Η καθημερινότητά μας είναι ορθοδοξία και ελληνογλωσσία. Καταλαβαίνει κανείς τώρα Ομηρο;».
– Ποια είναι τα «μηνύματα» που στέλνει σήμερα το Βυζάντιο; Στην ελληνική κρίση.
Αν κάνετε ανάλυση του βυζαντινού κράτους θα δείτε ότι τα Λογοθέσια, τα υπουργεία τους, τα ευαγή τους ιδρύματα, έχουν τέτοια διάρθρωση που καλύπτουν τα πάντα. Η επαρχιωτική διοίκηση ήταν, επίσης, εξαιρετική. Αλλά κυρίως έχει κάτι το Βυζάντιο που δεν έχει ακόμα η Ελλάδα: το κτηματολόγιο! Οι βυζαντινοί περιορισμοί είναι το πιο τέλειο διοικητικά πράγμα που υπάρχει. Δηλαδή, μόλις είχες ένα κτηματάκι κατέβαινε ο υπάλληλος του υπουργείου, του Λογοθεσίου, που έλεγε «από εδώ μέχρι εκεί». Αν υπήρχε σήμερα κτηματολόγιο θα ξέραμε ότι η Εκκλησία, η οποία έχει τεράστια κτήματα, δεν αποδίδει φορολογικά αυτό που θα μπορούσε να αποδίδει. Κάποτε, είπα στον Χριστόδουλο ότι είναι καιρός να χωριστεί η Εκκλησία από το κράτος. Γιατί τώρα μπορεί να πει ότι αυτά είναι τα κτήματά μας, να αναγνωριστούν από το κράτος, να κατοχυρωθούν. Οπως δεν έχετε χαρτώα δικαιώματα, του είπα, αλλά τα βακουφικά, αυτά τα κτήματα μπορούν να γίνουν εξαλειματικές στάσεις. Εξαλειματικές στάσεις, λέγανε στο Βυζάντιο τα κτήματα τα οποία δεν ανήκαν σε κανέναν και πήγαιναν στο κράτος. Και μου απαντάει ο Χριστόδουλος: «Γι’ αυτό δεν θα γίνει ποτέ κτηματολόγιο»!
– Πώς αντιμετώπιζαν οι Βυζαντινοί τις κρίσεις;
Τι έκαναν οι Βυζαντινοί στις κρίσεις; Γιατί υπήρχαν μεγάλες κρίσεις… Ο Αλέξιος, για παράδειγμα, δήμευσε όλη την περιουσία της Αγιάς Σοφιάς για να φέρει μισθοφορικό στρατό. Ακολούθησε μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος. Ο Μανουήλ Παλαιολόγος δήμευσε όλα τα κτήματα του Βατοπεδίου…
αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε η κ. Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ στην Μαρία Κατσουνάκη
από το http://www.paratiritis-news.gr/detailed_article.php?id=156841&categoryid=17
αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε η κ. Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ στον Στέλιο Κούκο για την εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ:
Ποια στοιχεία φανερώνουν τη συνέχεια του αρχαίου ελληνικού κόσμου μέσα στο Βυζάντιο; Η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και ίσως και η γνώση του Ομήρου. Στα μέσα του 11ου αιώνα, όταν η ερωμένη του αυτοκράτορα Μονομάχου, η ωραιοτάτη Σκλήραινα, πέρασε από την αγορά της Κωνσταντινούπολης, ένας μάγκας της είπε το περίφημο “Ου νέμεσις” του Ομήρου. Αυτό δηλαδή που οι γέροι Τρώες είπαν όταν είδαν την ωραία Ελένη. Ποιος από τους μάγκες της αγοράς σήμερα ξέρει τον Όμηρο;
Ποια στοιχεία της πολιτικής ιδεολογίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας θα μπορούσαν να είναι ακόμη χρήσιμα για τους κυβερνώντες στην Ελλάδα και τον λοιπό κόσμο; Ίσως το… “χρήζομεν οικονόμου και ουχί βασιλέως”, που ανεφώνησεν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος στα μέσα του 15ου αιώνα! Πάντως, για να μιλήσω πιο σοβαρά, δύο τέτοια στοιχεία είναι η πολυεθνικότητα, ως μοχλός για νέα ξεκινήματα, αλλά και η προσήλωση στα πάτρια, ως μαγιά για την ενσωμάτωση των ξένων σε έναν ενιαίο πολιτισμό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποτελεί μια ευρύτερη ένωση εθνών, λαών, κρατών, θα μπορούσε να πάρει κάποια παραδείγματα από την πολιτική ιδεολογία και πρακτική των Βυζαντινών; Η κωνσταντινουπολιτική προσπάθεια αποτελεί και την απαρχή της δημιουργίας μιας καινούργιας ταυτότητας. Αυτό παρά τις διαφορές, εθνικές και άλλες. Γιατί οι Βυζαντινοί ήταν πολυεθνικό και όχι μονοεθνικό κράτος. Ήταν μονοπολιτιστικό, χάρη στην ελληνική γλώσσα, αλλά όχι μονοεθνικό.
Όπως έχετε πει, η Ελλάδα είναι η μοναδική βαλκανική χώρα η οποία συγκροτήθηκε χωρίς την απελευθέρωση της πρωτεύουσάς της, δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που μετά την απελευθέρωση έγινε προσπάθεια σύνδεσής μας κατευθείαν με την αρχαιότητα; Πόσο μας ταλαιπωρούν ακόμη τα δύο αυτά γεγονότα; Νομίζω πως αυτό αποτελεί μια αιτία εθνικής σχιζοφρένειας, όπως παραδείγματος χάριν το δείχνει η σημερινή μας παιδεία. Μιλάμε για αρχαίους συγγραφείς στο σχολειό, αλλά δεν διδάσκουμε κανέναν βυζαντινό, ενώ τα παιδιά όταν πηγαίνουν στο σπίτι βλέπουν να ξαναζεί το Βυζάντιο, είτε από τα χριστιανικά ονόματα που φέρουν στην οικογένεια, είτε από το εικονοστάσι κτλ. Και επιπλέον μένει πάντοτε το ερώτημα, ανήκομεν άραγε εις την Δύσιν ή εις την Ανατολήν; Ο Ζουράρις θα γράψει για ευρωλιγούρηδες, άλλοι για ευρωσκεπτικιστές και άλλοι για ευρωλάτρες. Άρα βρισκόμαστε ακόμα στο ερώτημα: πού είμαστε; Ασφαλώς ανάμεσα στα δύο, και δεν ξεχνάμε ότι η Δύση της Ανατολής είναι η Ανατολή της Δύσης.
Η Δύση δεν βοήθησε την Αυτοκρατορία για λόγους ανταγωνισμού μεταξύ των εκκλησιών ή για καθαρά πολιτικούς λόγους επικράτησης; Αυτό είναι λάθος. Η Δύση δεν είναι μία πολιτική ενότητα. Δεν υπάρχει ένα κράτος, όπως ήταν το Βυζάντιο που θα μπορούσε να βοηθήσει τη Δύση. Το πρόβλημα μπορεί να τεθεί μόνο όσον αφορά τον πάπα, ο οποίος είναι η μόνη ενιαία αρχή της Δύσης. Ωστόσο το 1450 ο πάπας της εποχής, Νικόλαος Ε’, όταν γιορταζόταν το ιωβηλαίο του, αναγγέλλει ότι όλες οι αφέσεις αμαρτιών που δίνει, τα συγχωροχάρτια δηλαδή, τα οποία τότε πληρώνονταν αδρά, θα χρησιμοποιηθούν για την εκστρατεία contra Turcos. Λοιπόν μόνο ο Αντωνίνος, ένας επίσκοπος της Φλωρεντίας, λέει εκείνη την εποχή “άσ’ τους να χαθούν εφόσον είναι και σχισματικοί”. Ενώ τόσο στην παπική μεριά όσο και στους αρχηγούς των τότε μικρών κρατών υπάρχει η προετοιμασία για την εκστρατεία contra Turcos. Λοιπόν αυτό είναι ένα από τα πράγματα που πρέπει να πάψουμε να λέμε στα παιδιά, ότι η Δύση δεν βοήθησε. Έκανε ό,τι μπορούσε, και πρέπει να πούμε πως δεν μπορούσε τότε να κάνει πολλά.
εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 30/5/2010

11. Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΤΙΜΩΡΙΑ
Το 1071 ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ ο Διογένης αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων για να προστατεύσει τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας από τις συνεχόμενες επιδρομές των Σελτζούκων που, όσο περνούσαν τα χρόνια, γίνονταν όλο και πιο επικίνδυνοι με αποκορύφωμα την κατάκτηση του Ματζικέρτ από τον σουλτάνο Αλπ Αρσλάν το 1070.
xarthw_mantzikert
Δυστυχώς το στράτευμα του Ρωμανού ήταν κατά βάση μισθοφορικό. Το αποτελούσαν Έλληνες, Ίβηρες, Αρμένιοι, Φράγκοι, Ρως, Πατζινάκες, Νορμανδοί, Ούζοι, Βάραγγοι κ.ά. Και όμως δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από το θάνατο (1045) του Βασιλείου Β΄ (του Βουλγαροκτόνου), ο οποίος είχε αφήσει ένα αξιόμαχο στράτευμα και μια πανίσχυρη αυτοκρατορία. Οι διαδοχοί του όμως αποδείχτηκαν ανάξιοι και παρέδωσαν στον Ρωμανό έναν στρατό χωρίς κατάλληλο εξοπλισμό, χωρίς πειθαρχία και χωρίς πολεμική πείρα. Οδυνηρές συνέπειες για την ποιότητα του στρατεύματος είχε η κατάργηση του νόμου του αλληλέγγυου, που είχε θεσπίσει ο Βασίλειος Β΄, σύμφωνα με τον οποίο οι δυνατοί γαιοκτήμονες ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τους φόρους των πολιτών που αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, όπως π.χ. οι στρατιώτες, ενώ εξίσου οδυνηρές συνέπειες είχε ο νόμος που επέτρεπε την εξαγορά της στρατιωτικής θητείας κάτι που, όπως ήταν φυσικό, οδήγησε σε αυξημένες ανάγκες για μισθοφορικό στρατό.
Άλλο πρόβλημα του Ρωμανού ήταν η ισχυρή αντιπολίτευση που αντιμετώπιζε στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο καίσαρας Ιωάννης Δούκας και ο Μιχαήλ Ψελλός έκαναν ό,τι μπορούσαν για να υπονομεύσουν το έργο του αυτοκράτορα.
romanos
Ο Ρωμανός, αν και έμπειρος στρατιωτικός, διέπραξε στο πεδίο της μάχης δύο μεγάλα λάθη. Το πρώτο του ήταν να χωρίσει τον στρατό του στα δύο. Έστειλε 20.000 άντρες (τους πιο αξιόμαχους) υπό τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη να πολιορκήσουν την γειτονική πόλη Χλιαπ. Για άγνωστους λόγους ο Ταρχανειώτης δεν έφτασε ποτέ στο Χλιαπ ούτε όμως επέστρεψε και πίσω να βοηθήσει τον αυτοκράτορα.
Άλλο μεγάλο λάθος του Ρωμανού ήταν η απόφασή του να τοποθετήσει αρχηγό της οπισθοφυλακής τον Ανδρόνικο Δούκα που ήταν γιος του πολιτικού του αντιπάλου. Οι δυνάμεις εφεδρείας του Ανδρόνικου Δούκα δεν μπήκαν ποτέ στη μάχη είτε από διάθεση προδοσίας είτε γιατί ο Δούκας θεώρησε πως ο αυτοκράτορας θα σκοτωνόταν και προτίμησε να αφήσει ανοιχτό τον δρόμο προς τον θρόνο.
Κι όμως ο Αλπ Αρσλάν δεν είχε διάθεση για πόλεμο καθώς σχεδίαζε εκστρατεία εναντίον των Φατιμιδών της Αιγύπτου. Αλλά ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις ο Ρωμανός διέταξε επίθεση. Οι Τούρκοι εξεπλάγησαν και άρχισαν να υποχωρούν. Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να τους φτάσουν αλλά δεν τα κατάφεραν. Κάποια στιγμή, επειδή άρχισε να βραδιάζει, ο Ρωμανός διέταξε να σταματήσει η προέλαση και να επιστρέψουν οι δυνάμεις του στο στρατόπεδο. Όταν όμως οι στρατιώτες του Ρωμανού είδαν την αυτοκρατορική σημαία να επιστρέφει θεώρησαν ότι οι Βυζαντινοί είχαν ηττηθεί -φήμες αργότερα έλεγαν πως την είδηση για την ήττα τη διέδωσε ο Ανδρόνικος Δούκας-, και άρχισε άτακτη υποχώρηση. Οι Τούρκοι βλέποντας τον πανικό στις τάξεις των Βυζαντινών δεν έχασαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν.
Η μάχη τελικά κατέληξε σε πανωλεθρία των Βυζαντινών. Οι μόνοι που πολέμησαν μανιασμένα ως το τέλος ήταν οι 5.000 Βάραγγοι που ήταν γύρω από τον αυτοκράτορα και προσπάθησαν να τον προστατεύσουν. Στο τέλος ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης αιχμαλωτίστηκε βαριά τραυματισμένος στο στήθος και στο χέρι. Ο Αλπ Αρσλάν, σε διάλογο που είχαν λίγο αργότερα, του είπε πως του επιφύλασσε τη χειρότερη τιμωρία… να τον αφήσει ελεύθερο.
BnF_Fr232_fol323_Alp_Arslan_Romanus
Ο Αλπ Αρσλάν και ο αιχμάλωτος Ρωμανός Δ’ Διογένης (γαλλική μινιατούρα του 15ου αιώνα)
από την Βικιιπαίδεια
Η συμφωνία απελευθέρωσης του Ρωμανού Δ΄ του Διογένη δεν ήταν και τόσο επιζήμια για τους Βυζαντινούς. Προέβλεπε ετήσια χρηματική αποζημίωση, απελευθέρωση των Τούρκων αιχμαλώτων και παροχή στρατιωτικής βοήθειας στον Αλπ Αρσλάν. Ωστόσο ο Ρωμανός δεν πρόλαβε να την υλοποιήσει. Εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους στον δρόμο της επιστροφής, πριν προλάβει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ανατροπή και τύφλωση του Ρωμανού φέρει ο Μιχαήλ Ψελλός ο οποίος του έστειλε μια υποκριτική επιστολή στην οποία τον χαρακτήριζε “ευτυχισμένο μάρτυρα που ο Θεός τον θεώρησε άξιο ενός ανωτέρου φωτός”.
Με την εκθρόνιση του Ρωμανού οι Τούρκοι βρήκαν αφορμή να μην τηρήσουν τη συμφωνία και συνέχισαν έτσι τις καταστροφικές τους επιδρομές στη Μ. Ασία. Οι συνέπειες της ήττας στο Ματζικέρτ ήταν ανυπολόγιστες καθώς άνοιξε ο δρόμος για τον βαθμιαίο εκτουρκισμό μεγάλου μέρους της Μ. Ασίας και έτσι το έργο των μετέπειτα αυτοκρατόρων έγινε ακόμα πιο δύσκολο.
ΠΗΓΕΣ:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ
Βικιπαίδεια: Ρωμανός Δ΄ Διογένης

12. ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Στο Βυζάντιο το εμπόριο ήταν οργανωμένο σε συντεχνίες, από τα χρόνια του Κωνσταντίνου.
Σε συντεχνίες ήταν οργανωμένοι οι χρυσοχόοι, οι ράφτες, οι έμποροι μεταξιού, οι κατασκευαστές και οι έμποροι μεταξωτών υφασμάτων, οι αρωματοπώλες, οι σαπωνοποιοί, οι κηροποιοί, οι παντοπώλες, οι κρεοπώλες, οι ιχθυέμποροι, οι αρτοποιοί, οι εργολάβοι οικοδομών και πολλοί άλλοι επαγγελματίες.
Επικεφαλής της συντεχνίας ήταν ο πρόεδρος που εκλεγόταν από τα μέλη της αλλά το κράτος διόριζε δίπλα στον πρόεδρο και έναν διοικητικό υπάλληλο που ασκούσε έλεγχο στο εσωτερικό της συντεχνίας.
Για να γίνει κανείς δεκτός σε μια συντεχνία έπρεπε πρώτα να προταθεί από πέντε μέλη της συντεχνίας κι ύστερα να πάρει έγκριση από τον έπαρχο. Επίσης τις πρώτες ύλες που θα χρειαζόταν, τα εμπορεύματα που είχε δικαίωμα να πουλάει, τη μάξιμουμ ποσότητα που θα μπορούσε να προμηθευτεί και τα όρια του κέρδους του, όλα αυτά τα καθόριζε ο έπαρχος. Ειδικοί ελεγκτές επισκέπτονταν τακτικά τα καταστήματα και ελέγχανε αν ο επαγγελματίας τηρούσε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
Στο Βυζάντιο η παραγωγή και η πώληση ήταν αυστηρά διαχωρισμένες και τα περιθώρια του κέρδους καθορισμένα από το κράτος, έτσι γινόταν πρακτικά αδύνατη η ανάπτυξη μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να γίνεται αδύνατη η συσσώρευση μεγάλων περιουσιών, οι οποίες παρέμειναν για αιώνες αποκλειστικότητα των ευγενών και του κλήρου.
Οι περιορισμοί που είχαν οι επαγγελματίες ήταν πάρα πολλοί. Για παράδειγμα  ένας χρυσοχόος δεν είχε δικαίωμα να αγοράσει, για τις ανάγκες της δουλειάς του, περισσότερο από μια λίβρα χρυσού. Κι αν ήθελε να αγοράσει περισσότερο θα έπρεπε πρώτα να αποδείξει ότι χρησιμοποίησε ολοκληρωτικά την αρχική ποσότητα. Αυτό προκαλούσε καθυστέρηση στον ρυθμό παραγωγής κι ελάττωνε σημαντικά τις δυνατότητες ανάπτυξης της επιχείρησης.
Ανάλογους περιορισμούς είχαν και άλλοι επαγγελματίες. Οι ιχθυέμποροι πωλούσαν τα ψάρια τους στην τιμή που όριζε το κράτος, οι παντοπώλες είχαν καθορισμένα ποσοστά κέρδους (16 με 17%), ενώ οι έμποροι μεταξιού αγόραζαν το ακατέργαστο μετάξι από τους παραγωγούς χωρίς να έχουν δικαίωμα να το κατεργαστούν οι ίδιοι. Ήταν υποχρεωμένοι να το μεταπωλούν στους κατεργαστές μεταξιού (καταρτάριους). Αλλά και οι καταρτάριοι είχαν τους δικούς τους περιορισμούς. Έπρεπε πρώτα να δηλώσουν την ποσότητα του μεταξιού που ήθελαν να κατεργαστούν και να βεβαιώσουν ότι διέθεταν τα αναγκαία κεφάλαια. Στη συνέχεια αναλάμβαναν τα κρατικά εργαστήρια βαφής του μεταξιού, ενώ υπεύθυνοι για τη λιανική πώληση ήταν ειδικοί έμποροι μεταξωτών υφασμάτων που είχαν το δικαίωμα να πωλούν μόνο μεταξωτά υφάσματα.
ΠΗΓΗ:
G. WALTER: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΑ

13. ΑΞΙΟΘΡΗΝΗΤΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Οι πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις που έγιναν επί εποχής Ιουστινιανού κόστισαν πολλά χρήματα με αποτέλεσμα την ανάγκη για όλο και περισσότερους φόρους που εισπράττονταν όλο και πιο δύσκολα.
Ο Ιουστινιανός εξέδωσε πολυάριθμα διατάγματα με τα οποία απαιτούσε από τους υπαλλήλους του κράτους να είναι τίμιοι και καλούσε τον λαό να πληρώνει με προθυμία τους φόρους του. Έτσι πίστευε πως, με τα διατάγματα αυτά, θα μπορούσε να κυβερνήσει ομαλά την αυτοκρατορία του.
Justinien_527-565.svg
Το μέγεθος της βυζαντινής αυτοκρατορίας επί Ιουστινιανού
(η εικόνα είναι από την Βικιπαίδεια)
Η συνεχής ανάγκη του κράτους για εξεύρεση πόρων οδήγησε σε επιβολή νέων φόρων καθώς και στο μέτρο της πώλησης αξιωμάτων. Όσο αυξάνονταν όμως οι φόροι τόσο ο λαός αδυνατούσε να τους πληρώσει. Το κράτος απαντούσε με σκληρότερα μέτρα και τελικά η συλλογή φόρων κατέληξε τόσο επαχθής ώστε σε αρκετές περιπτώσεις μια εισβολή ξένων φαινόταν λιγότερο τρομερή από την άφιξη των υπαλλήλων του ταμείου του κράτους. Τα χωριά πτώχευσαν και ερημώθηκαν, γιατί οι κάτοικοί τους έφευγαν μακριά υπό την πίεση του κράτους, η παραγωγικότητα έφτασε στο μηδέν, ενώ σε διάφορα μέρη ξέσπασαν επαναστάσεις.
Ο Ιουστινιανός, βλέποντας αυτή την κατάσταση, αναγκάστηκε να ελαττώσει τον αριθμό των στρατιωτών και να αρχίσει τις καθυστερήσεις στις πληρωμές τους. Οι στρατιώτες όπως ήταν φυσικό δυσαρεστήθηκαν και, ιδιαίτερα οι μισθοφόροι, ξέσπασαν εναντίον του λαού.
Η ελάττωση του στρατού άφησε απροστάτευτα τα σύνορα με αποτέλεσμα να αρχίσουν καταστροφικές επιδρομές και λεηλασίες διάφορων εχθρών της αυτοκρατορίας. Ο Ιουστινιανός μη μπορώντας να τους αντιμετωπίσει αναγκάστηκε να τους προσφέρει χρήματα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα νέες δαπάνες και νέα επιβολή φόρων.
“Όταν, σε όλα αυτά, προστέθηκαν οι συχνοί λιμοί, οι αρρώστιες και οι σεισμοί, οι οποίοι ενώ κατέστρεψαν τον λαό πολλαπλασίασαν συγχρόνως τις ανάγκες του Κράτους, η κατάσταση της Αυτοκρατορίας, στα τέλη της βασιλείας του Ιουστινιανού, έγινε πραγματικά αξιοθρήνητη”.
(Βασίλιεφ: “Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας”)
ΠΗΓΗ
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

14. ΠΕΡΙΤΤΑ ΕΞΟΔΑ
Μετά από διαπραγματεύσεις που κράτησαν αρκετούς μήνες, τον Ιούλιο του 1285, οι Βενετοί πρέσβεις, που είχαν έλθει για τρίτη φορά στην Κωνσταντινούπολη, κατέληξαν σε συμφωνία με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο για σύναψη συνθήκης μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας. Συγχρόνως έφτασε στη Βασιλεύουσα ένα ακόμα νέο που προκάλεσε ανακούφιση, η είδηση για τον θάνατο του Καρόλου Ανδεγαυού, βασιλιά της Νάπολης. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ένα αίσθημα ασφάλειας επικράτησε στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά από αυτές τις εξελίξεις οι σύμβουλοι του Ανδρόνικου τον έπεισαν να διατάξει τη διάλυση του βυζαντινού στόλου. Τα επιχειρήματά τους ήταν πάρα πολλά. Ο θάνατος του Καρόλου και η ειρήνη που τηρούσαν η Βενετία και η Γένοβα στα χωρικά ύδατα της αυτοκρατορίας καθιστούσαν περιττή την ύπαρξη του στόλου. Επίσης μετά την αποκήρυξη από τον Ανδρόνικο της πολιτικής της ένωσης των δύο εκκλησιών που ακολουθούσε ο πατέρας του, Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, το Βυζάντιο είχε επανέλθει στην ορθοδοξία, άρα η Θεία Πρόνοια θα φρόντιζε για την υπεράσπιση της αυτοκρατορίας.
Αλλά βέβαια το κύριο επιχείρημα ήταν οικονομικό. Τα έξοδα του στόλου ήταν δυσβάστακτα και με τη μετατροπή των πολεμικών πλοίων σε εμπορικά θα αυξάνονταν τα δημόσια έσοδα καθώς οι βυζαντινοί έμποροι κατέβαλλαν δασμούς τόσο για εισαγωγές όσο και για εξαγωγές εμπορευμάτων (οι Βενετοί και οι Γενοβέζοι βάσει συμφωνιών ήταν απαλλαγμένοι από τους δασμούς).
Η διάλυση του στόλου, που αποφασίστηκε το 1285, ήταν αναμφίβολα μια καταστρεπτική απόφαση και θεωρείται από τους ιστορικούς ως μια από τις κυριότερες αιτίες της παρακμής του Βυζαντίου. Η αυτοκρατορία έμεινε απροστάτευτη απέναντι στις ναυτικές δυνάμεις Βενετίας και Γένοβας, ενώ κατέστη αδύνατη η συνέχιση της απελευθέρωσης των νησιών του Αιγαίου που είχε αρχίσει ο Μιχαήλ Η΄. Ακόμα αρκετοί ναύτες του στόλου ναυτολογήθηκαν από τους πειρατές που μάστιζαν το Αιγαίο ενώ άλλοι από Βενετούς και Γενοβέζους.
Στη συνέχεια ο Ανδρόνικος έστρεψε την προσοχή του στα ανατολικά και βόρεια σύνορα διεξάγοντας χερσαίες επιχειρήσεις, ενώ οι Γενοβέζοι ανέλαβαν να καλύπτουν τη θαλάσσια άμυνα της αυτοκρατορίας. Όταν όμως εμφανίστηκαν σοβαροί κίνδυνοι, όπως ήταν φυσικό, δεν βοήθησαν όσο έπρεπε.
ΠΗΓΗ:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

15. Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ 717
Η Τζούντιθ Χέριν αναφέρεται στη δηλωμένη επιθυμία των Αράβων να κάνουν την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της μεσογειακής τους αυτοκρατορίας:
Ηθελαν την Κωνσταντινούπολη επειδή ήταν σταυροδρόμι Ασίας και Ευρώπης. Στην περίπτωση που τα κατάφερναν, αμφιβάλω αν κάτι θα σταματούσε την έφοδό τους προς τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία. Οι νίκες τους κατά των χαλιφών Ουμαγιάντ ήταν εντυπωσιακές αλλά δεν είχαν επιβάλει μουσουλμανικό έλεγχο στις νικημένες περιοχές. Για παράδειγμα, Ελληνες και Ρωμαίοι εξακολουθούσαν να ελέγχουν τους φόρους και στη Δαμασκό οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι εξασκούσαν τη λατρεία τους στην ίδια εκκλησία, του Αγίου Ιωάννη, σε άλλες ώρες. Αλλά οι Αραβες δεν κατάφεραν να περάσουν την οροσειρά του Ταύρου στη Μικρά Ασία και διάφορες επιθέσεις τους στην Κωνσταντινούπολη είχαν αποκρουστεί. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-718 απέτυχε. Και το 740 οι χερσαίες δυνάμεις τους υπέστησαν μεγάλη ήττα από τους Βυζαντινούς. Αυτό προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο, την άνοδο των Αββασιδών, τη στροφή προς τη Βαγδάτη. Με λίγα λόγια, οι Βυζαντινοί έπαιξαν κρίσιμο ρόλο επειδή εξαιτίας τους οι μουσουλμάνοι έστρεψαν την προσοχή τους αλλού: στην Κεντρική Ασία και στην Απω Ανατολή».
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 2/11/2008
Η πολιορκία αυτή υπήρξε το αποκορύφωμα είκοσι χρόνων επιτυχών αραβικών επιδρομών επί βυζαντινών εδαφών. Ξεκίνησε το καλοκαίρι του 717 με την πολιορκία από ξηράς. Ο αραβικός στόλος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την πολιορκία καθώς εξουδετερώθηκε από το υγρό πυρ των βυζαντινών. Ακολούθησε ένας εξαιρετικά βαρύς χειμώνας κατά τον οποίο οι Άραβες υπέφεραν από λιμό και διάφορες ασθένειες χωρίς όμως να λύσουν την πολιορκία. Την άνοιξη του 718 έφτασαν δύο νέοι αραβικοί στόλοι για να ενισχύσουν την πολιορκία αλλά και αυτοί καταστράφηκαν ολοσχερώς από το βυζαντινό ναυτικό. Ταυτόχρονα μια αραβική στρατιά καταστράφηκε σε ενέδρα στη Βιθυνία ενώ οι Βούλγαροι εξαπέλυσαν σφοδρές επιθέσεις εναντίον των Αράβων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία στις 15 Αυγούστου του 718.
Μετά την αποτυχία αυτή οι Άραβες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν για πάντα τον στόχο της κατάκτησης του βυζαντινού κράτους. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ανέκοψε την ισλαμική επέκταση προς την Ευρώπη, γι’ αυτό και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μάχες στην παγκόσμια ιστορία.
Οι προετοιμασίες των Αράβων για την επίθεσή τους εναντίον του Βυζαντίου συνέπεσαν με μια περίοδο αναρχίας στο Βυζάντιο καθώς μετά την πρώτη ανατροπή του Ιουστιανιανού Β΄ (του ρινότμητου) συνέβησαν μέσα σε είκοσι χρόνια επτά αιματηρές αλλαγές εξουσίας. Ο αυτοκράτορας που θεωρείται ότι προετοίμασε καλύτερα την Κωνσταντινούπολη για την επερχόμενη αραβική επίθεση είναι ο Αναστάσιος Β΄ (713-715), ο οποίος έστειλε πρεσβεία στη Δαμασκό για να ζητήσει ειρήνη, στην πραγματικότητα όμως για να κατασκοπεύσει τις προετοιμασίες των Αράβων. Ταυτόχρονα άρχισε να προετοιμάζει την πόλη για πολιορκία. Επιδιόρθωσε τα τείχη, τα εξόπλισε με καταπέλτες, έφερε εφόδια στην Πόλη, ενώ σύμφωνα με διαταγή του όσοι κάτοικοι δεν μπορούσαν να αποθηκεύσουν εφόδια για τρία χρόνια ήταν υποχρεωμένοι να φύγουν. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτοκράτορας ήταν ο Λέων Γ΄ ο οποίος έδειξε μεγάλες ικανότητες και τελικά με τις ενέργειές του σώθηκε η Κωνσταντινούπολη.
Οι περισσότεροι ιστορικοί αποδίδουν τεράστια σημασία στη νίκη των Βυζαντινών εναντίον των Αράβων καθώς από τότε οι Άραβες δεν μπόρεσαν ποτέ ξανά να απειλήσουν την Κωνσταντινούπολη.
ΠΗΓΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

18. ΕΝΑ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΦΩΚΑ
Ο Νικηφόρος Φωκάς ως στρατηγός του Βυζαντίου ήταν από τους πιο πετυχημένους με αποκορύφωμα την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς πειρατές, ένα κατόρθωμα που εκτόξευσε τη φήμη του και τον μετέτρεψε σε λαϊκό ήρωα. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη παντρεύτηκε τη χήρα του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄, την Θεοφανώ, και έγινε ο ίδιος αυτοκράτορας.
Ως αυτοκράτορας συνέχισε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων καταφέρνοντας να επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας πέρα από τον Ευφράτη, ενώ το ίδιο πετυχημένες ήταν οι εκστρατείες που οργάνωσε στη νότια Ιταλία, στα βόρεια σύνορα του Βυζαντίου αλλά και στην Κύπρο.
Ωστόσο η συνεχής πολεμική δραστηριότητα για μια ολόκληρη εξαετία (963-969) κούρασε τον βυζαντινό στρατό και προκάλεσε τη δυσφορία του λαού με την αύξηση της φορολογίας και τους έκτακτους φόρους που επέβαλε για να καλύψει τα αυξημένα έξοδα του κράτους.
Παράλληλα έκοψε νέο νόμισμα, ελαφρύτερο, που το χρησιμοποιούσε για να πληρώνονται οι μισθοί των υπαλλήλων του κράτους, ενώ για την είσπραξη των φόρων απαιτούσε το παλιό, βαρύ νόμισμα. Συγχρόνως συνέβη η ξηρασία του 968 που κατέστρεψε μεγάλο μέρος της σοδειάς και προκάλεσε τεράστια άνοδο της τιμής του σιταριού, έτσι η λαϊκή δυσαρέσκεια φούντωσε εναντίον του ενώ παράλληλα κατηγορήθηκε ότι κέρδισε χρήματα από την πώληση του σιταριού.
Χαρακτηριστικό είναι το ανέκδοτο της εποχής: Μια μέρα, ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς εκγύμναζε τον στρατό του, εμφανίστηκε μπροστά του ένας γέρος ο οποίος του ζήτησε να καταταγεί στον αυτοκρατορικό στρατό. Ο Φωκάς τον ρώτησε για ποιο λόγο ήθελε να γίνει στρατιώτης και ο γέρος του απάντησε πως αισθάνεται νεότερος αφού παλιότερα για να μεταφέρει το σιτάρι που αντιστοιχούσε σε ένα νόμισμα χρειαζόταν δύο μουλάρια ενώ τώρα κουβαλούσε ο ίδιος στους ώμους του σιτάρι για δύο νομίσματα.
ΠΗΓΕΣ:
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

19. ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ
Το γεγονός ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία μπόρεσε να διατηρηθεί χίλια εκατό χρόνια οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις αρετές που είχε το πολίτευμα και η διοίκηση. Λίγα κράτη υπήρξαν οργανωμένα με τρόπο που να ταιριάζει τόσο πολύ με την εποχή και που να είναι τόσο προσεκτικά προσανατολισμένος στο να αποτρέπει την παραμονή της εξουσίας σε χέρια ανίκανων.
Ο αυτοκράτορας, από την εποχή του Διοκλητιανού, κυβερνούσε μόνος. Αυτός ήταν η ύπατη εξουσία του κράτους. Μπορούσε να διορίζει και να απολύει όλους τους κρατικούς λειτουργούς κατά την κρίση του. Ο έλεγχός του στα οικονομικά ήταν απόλυτος. Ήταν ο μόνος που είχε το δικαίωμα να θεσπίζει νόμους. Ήταν ο ανώτατος αρχηγός όλων των στρατιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας και επιπλέον η κεφαλή της εκκλησίας, ο Μέγας αρχιερεύς. Η πολιτική του και οι ιδιοτροπίες του διαμορφώνανε τη μοίρα εκατομμυρίων υπηκόων του.
Ωστόσο, παρ’ όλο που ο συνταγματικός έλεγχος για την εξουσία του δεν υπήρχε, η απολυταρχία του αυτοκράτορα ήταν περιορισμένη. Αναγνώριζε πάντα την υποχρέωσή του να σέβεται τους θεμελιώδεις νόμους του ρωμαϊκού λαού. Και κάπου πολύ βαθιά υπήρχε πάντα η ιδέα ότι η κυριαρχία ανήκε στον λαό και ο λαός είχε εκχωρήσει την εξουσία του στον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Οι εκλέκτορες του αυτοκράτορα ήταν η σύγκλητος¹, ο στρατός και ο λαός της Κωνσταντινούπολης. Έπρεπε πρώτα να επευφημηθεί ο αυτοκράτορας από τα τρία αυτά σώματα και ύστερα ακολουθούσε η τελετή της στέψης. Ήταν τότε απόλυτος μονάρχης, για όσον καιρό η διοίκησή του ήταν ικανοποιητική. Αν όμως αποδεικνυόταν ανίκανος, αποιοσδήποτε από τους εκλέκτορές του είχε το δικαίωμα να ανακηρύξει άλλον αυτοκράτορα. Συνήθως αυτό το έκανε ο στρατός ή ένα μέρος του στρατού, όπως στην περίπτωση του Φωκά, του Λέοντος του Ισαύρου, του Λέοντος του Αρμενίου και πολλών άλλων, σε όλη τη βυζαντινή ιστορία. Και αν ο αυτοκράτορας, που είχε υποδειχτεί με αυτό τον τρόπο, κατόρθωνε να πείσει τη Σύγκλητο και τον λαό της Κωνσταντινούπολης να τον παραδεχτούν, ο σφετερισμός της εξουσίας ήταν πια νόμιμος. Καμιά φορά, ωστόσο, η εκθρόνιση του αυτοκράτορα ήταν αποτέλεσμα αυλικής συνωμοσίας. Στην περίπτωση αυτή ο σφετεριστής έπρεπε να κάνει διάφορες μηχανορραφίες, για να εμφανιστεί σαν υποψήφιος της συγκλήτου και να επευφημηθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τα στρατεύματα που εδρεύανε στην Κωνσταντινούπολη, όπως στην περίπτωση του Νικηφόρου Α΄ και του Μιχαήλ Α΄.
Από τον 7ο αιώνα η στέψη γινόταν στην Αγία Σοφία, μπροστά στη Σύγκλητο και σε εκπροσώπους του στρατού και του λαού, που επευφημούσαν τον νεό αυτοκράτορα μέσα και έξω από την εκκλησία.
¹Στα τέλη του 7ου αιώνα η σύγκλητος ξέπεσε και τελικά καταργήθηκε επί Λέοντα ΣΤ΄.
ΣΤΙΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ
αποσπάσματα από το βιβλίο του “ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ”
Εκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑ

20. ΤΙΜΗΤΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ
Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τα τιμητικά αξιώματα “αξίας διά βραβείων” γιατί η απονομή τους γινόταν στη διάρκεια τελετής κατά την οποία ο αυτοκράτορας έδινε στο τιμώμενο πρόσωπο ένα αντικείμενο που συμβόλιζε το νέο του αξίωμα (π.χ. ο σπαθάριος έπαιρνε ένα σπαθί, ο στράτωρ ένα χρυσό μαστίγιο).
Το τιμητικό αξίωμα (ύπατος, δισύπατος, σπαθαροκουβικουλάριος, μάγιστρος, πραιπόσιτος κ.λ.π.) ήταν ισόβιο αλλά όχι κληρονομικό και έδινε, σε όποιον το είχε, το δικαίωμα να εισέρχεται στο παλάτι, να παρίσταται σε διάφορες τελετές και να έρχεται έτσι σε προσωπική σχέση με τον αυτοκράτορα. Επίσης -το σημαντικότερο- συνοδευόταν από ετήσιο μισθό που πληρωνόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα στους αξιωματούχους. Η συνήθεια αυτή -που ως ένα σημείο ήταν κατάλοιπο του παρελθόντος- στήριζε τη δημόσια οικονομία και αποτελούσε το σύστημα με το οποίο ο αυτοκράτορας πραγματοποιούσε συνεχώς εσωτερικά δάνεια. Κι αυτό γιατί για να αποκτήσει κανείς ένα τιμητικό αξίωμα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει στο κράτος ένα σημαντικό ποσό το οποίο δεν μπορούσε πια να του επιστραφεί. Σε αντάλλαγμα έπαιρνε το ισόβιο αξίωμα και δικαιούνταν κάθε χρόνο να εισπράττει τον μισθό του. Για παράδειγμα ένας πρωτοσπαθάριος (που ήταν υψηλό αξίωμα) τον 10ο αιώνα έπρεπε να καταβάλει από 12 ως 18 λίτρες χρυσού και εισέπραττε μία λίτρα το χρόνο (δηλαδή μια απόδοση που κυμαινόταν μεταξύ 5,5% και 8,3% του αρχικού κεφαλαίου).
Στα κατώτερα αξιώματα η απόδοση του κεφαλαίου ήταν χαμηλότερη (περίπου 3,25%). Συνεπώς η απόκτηση ενός τιμητικού αξιώματος ήταν ταυτόχρονα και ένας τρόπος για επένδυση χρημάτων. Η ετήσια απόδοση ήταν ανάλογη προς τον νόμιμο τόκο και φυσικά ήταν εγγυημένη από το κράτος. Το μειονέκτημα ήταν ότι το αρχικό κεφάλαιο που είχε δοθεί στο κράτος χανόταν οριστικά, ενό ο μισθός πληρωνόταν μόνο στον δικαιούχο και όχι στους κληρονόμους του.
Ο δικαιούχος του τιμητικού αξιώματος είχε και άλλα σημαντικά οφέλη, κοινωνικά και οικονομικά. Ξεχώριζε από τον κοινό λαό μια και γινόταν “έντιμος” (είχε “τιμήν” σε αντίθεση προς τους “ατίμους” που δεν είχαν αξίωμα), είχε προνομιακή μεταχείριση στις δημόσιες υπηρεσίες και στα δικαστήρια (π.χ. απαγορευόταν να βασανιστεί για να ομολογήσει ένα έγκλημα, εκτός της προδοσίας), ενώ αν ξεπερνούσε τον βαθμό του πρωτοσπαθαρίου γινόταν αυτόματα μέλος της συγκλήτου και ανήκε πλέον στη βυζαντινή αριστοκρατία. Επιπλέον έμπαινε στο παλάτι και μπορούσε πια να διεκδικήσει υψηλές θέσεις στη δημόσια διοίκηση, από τις οποίες ο πλουτισμός του ήταν εξασφαλισμένος.
Για να αποκτήσει κάποιος ένα τιμητικό αξίωμα, έπρεπε πρώτα να δώσει την έγκρισή του ο ίδιος ο αυτοκράτορας και βέβαια υπήρχαν κατηγορίες πολιτών που δεν είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν τιμητικό αξίωμα: οι απελεύθεροι, οι εγκληματίες, οι μίμοι, οι αιρετικοί, και τέλος οι έμποροι και οι βιοτέχνες οι οποίοι θεωρούνταν ότι ασκούν ταπεινό επάγγελμα εξαίτιας του κέρδους που επεδίωκαν. Με λίγα λόγια, ως τον 11ο αιώνα, η βυζαντινή αριστοκρατία προερχόταν από τους πλούσιους ιδιοκτήτες ακινήτων.
Από τον 11ο αιώνα, κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου, νέα αξιώματα εμφανίστηκαν, τα οποία άρχισαν να μοιράζονται αφειδώς ακόμα και σε εμπόρους και βιοτέχνες. Με τη μεγάλη διάδοσή τους όμως τα αξιώματα έχασαν την αξία τους μέχρι την οριστική τους κατάργηση, το 1081, από τον Αλέξιο Κομνηνό.
ΠΗΓΗ:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

21. ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ (Ι)
Προς τα τέλη του έτους 768, η ατμόσφαιρα στην Κωνσταντινούπολη ήταν πανηγυρική: η βυζαντινή πρωτεύουσα γιόρταζε τον γάμο του επίδοξου διαδόχου της Αυτοκρατορίας, του Λέοντα, γιου του Κωνσταντίνου Ε΄.
Το πρωί της 1ης Νοεμβρίου, ένας στολίσκος από επίσημα πλοία πολυτελώς στολισμένα με λαμπερά μεταξωτά υφάσματα κατέπλευσε στο ανάκτορο της Ιέρειας, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, για να παραλάβει τη νεαρή αυτοκρατορική μνηστή και να την οδηγήσει στο Βυζάντιο, όπου λίγες ώρες αργότερα έκανε την επίσημη είσοδό της.
Ύστερα από μερικές εβδομάδες, στις 18 Δεκεμβρίου, στη Μεγάλη Αίθουσα του Αυγουστείου στο Μέγα Παλάτιο, παρουσία σύσσωμης της Αυλής, οι δύο βασιλείς έστεψαν την καινούρια αυγούστα. Καθισμένοι στους χρυσούς τους θρόνους, με συνεπίκουρο τον πατριάρχη, ο Κωνσταντίνος και ο γιος του αφαίρεσαν το πέπλο που έκρυβε το πρόσωπο της μέλλουσας αυτοκράτειρας, πέρασαν τη μεταξωτή χλαμύδα πάνω από το μακρύ χρυσαφένιο της φόρεμα, τοποθέτησαν το στέμμα στο κεφάλι της και κρέμασαν στ’ αυτιά της τα αυτοκρατορικά κοσμήματα με τα πολύτιμα πετράδια. Κατόπιν, στον ναό του Αγίου Στεφάνου, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας υπέβαλαν τα σέβη τους στη νέα αυγούστα. Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε στον λαό, στο προστώο της αίθουσας των δεκαεννέα Ακουβίτων (κλινών), και δέχτηκε τις επευφημίες των καινούργιων υπηκόων της. Τέλος, συνοδευόμενη από την πολύχρωμη ακολουθία των πατρικίων, των συγκλητικών, των κουβικουλαρίων και των κυριών επί των τιμών, επέστρεψε στον ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου ο πατριάρχης Νικήτας τέλεσε την επίσημη γαμήλια τελετή και τοποθέτησε τα νυφικά στέμματα στα κεφάλια των δύο νεονύμφων.
Ο γερο-αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄, αμείλικτος πολέμιος των ιερών εικόνων, όταν προΐστατο των τελετών της στέψης και φορούσε το διάδημα των καισάρων στο κεφάλι αυτής της νεαρής γυναίκας, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ετούτη η βασίλισσα έμελλε να καταστρέψει το έργο της ζωής του και ότι, τελικά, η δυναστεία του θα έχανε τον θρόνο εξαιτίας της.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΛ “ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ”
Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Ο Κωνσταντίνος Ε΄ ήταν γιος του Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου, που έσωσε το Βυζάντιο από την αραβική εισβολή του 717-718. Μάλιστα γεννήθηκε το 718, τη χρονιά δηλαδή που οι Άραβες έλυσαν την πολιορκία και αποχώρησαν ηττημένοι από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Κωνσταντίνος Ε΄ ήταν σφοδρός πολέμιος των εικόνων και γι’ αυτό ονομάστηκε υβριστικά από τους εικονόφιλους “Κοπρώνυμος”. Πεθαίνοντας το 775, παρέδωσε στον διάδοχό του μια πανίσχυρη αυτοκρατορία η οποία όμως μαστιζόταν από την εμφύλια διασπαστική έριδα της εικονομαχίας.

22. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ
Τον καιρό που η Ειρήνη παντρεύτηκε τον γιο του αυτοκράτορα συμπληρώνονταν 40 χρόνια από τότε που είχε ξεσπάσει η εικονομαχία, μια διαμάχη που εκτός από θεολογική ήταν και μια πάλη ανάμεσα στην κοσμική εξουσία και τον κλήρο.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ μαχόταν με σφοδρότητα τους εικονολάτρες και ιδιαίτερα τους μοναχούς. Με δικές του αποφάσεις τα περισσότερα μοναστήρια είχαν καταστραφεί ενώ οι μοναχοί τους ήταν εκδιωγμένοι ή φυλακισμένοι. Η Κωνσταντινούπολη είχε αδειάσει από μοναχούς.
Η Ειρήνη, αν και καταγόταν από μια επαρχία που υποστήριζε την εικονολατρία, δεν τόλμησε -τουλάχιστον στην αρχή- να φανερώσει τα πραγματικά της αισθήματα.
Το 775 πέθανε ο Κωνσταντίνος Ε΄ και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του, Λέων Δ΄. Αμέσως χαλάρωσαν τα μέτρα εναντίον των εικονολατρών, χωρίς όμως να αλλάξει σε γενικές γραμμές η πολιτική της αυτοκρατορίας. Αυτό φάνηκε τον Απρίλιο του 780 όταν άτομα του στενού περιβάλλοντος της Ειρήνης συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι λάτρευαν εικόνες. Ύποπτη θεωρήθηκε και η ίδια η Ειρήνη.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (780) πέθανε και ο Λέων Δ΄. Ο γιος του, Κωνσταντίνος ΣΤ΄, ήταν τότε μόλις 10 ετών και η Ειρήνη, ως κηδεμόνας του γιου της, έγινε αυτοκράτειρα. Ο Λέων Δ΄είχε πέντε ετεροθαλείς αδελφούς (γιοι του Κωνσταντίνου Ε΄) που ήταν φιλόδοξοι και ιδιαίτερα δημοφιλείς στον λαό της Κωνσταντινούπολης και οι οποίοι φαίνεται πως προσπάθησαν να συνωμοτήσουν. Η Ειρήνη -που δεν ήταν διατεθειμένη να χάσει τα ηνία της εξουσίας- εξόρισε τον μεγαλύτερο στην Χερσώνα ενώ υποχρέωσε τους υπόλοιπους τέσσερις να χειροτονηθούν ιερείς και μάλιστα τους ανάγκασε να πάρουν μέρος -ως ιερείς- στην επίσημη λειτουργία της Αγίας Σοφίας, τα Χριστούγεννα του 780, μπροστά σε όλο τον λαό της βασιλεύουσας.
Στη συνέχεια η Ειρήνη άρχισε τη σταδιακή αντικατάσταση όλων των συνεργατών του συζύγου της. Στις θέσεις τους προώθησε συγγενείς της και έμπιστους φίλους, κυρίως ευνούχους όπως τον Σταυράκιο που τον έκανε λογοθέτη του δρόμου, ένα αξίωμα ισάξιο του πρωθυπουργού.
Μαζί με τους συνεργάτες άλλαξε και η πολιτική της κυβέρνησης. Στην Ανατολή σταμάτησε ο πόλεμος ενώ στη Δύση επιχειρήθηκε προσέγγιση τόσο με τον Πάπα όσο και με τον Καρλομάγνο και βέβαια οι εικόνες επανήλθαν στη θέση τους, τα μοναστήρια άρχισαν και πάλι να λειτουργούν και οι καλόγεροι εμφανίστηκαν και πάλι στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης.
Όμως ο στρατός της αυτοκρατορίας παρέμενε προσηλωμένος στην πολιτική του Κωνσταντίνου Ε΄, του “ένδοξου αυτοκρατόρα” και το 790 στασίασε αναγνωρίζοντας ως μόνο βασιλιά τον γιο της Ειρήνης, τον Κωνσταντίνο ΣΤ΄. Ο Σταυράκιος και όλοι οι ευνούχοι του Παλατιού εξορίστηκαν και η Ειρήνη περιορίστηκε στο ανάκτορο του Ελευθερίου. Η τιμωρία της δεν κράτησε πολύ. Δυο χρόνια αργότερα ο Κωνσταντίνος ανακάλεσε τη μητέρα του και την αποκατέστησε πλήρως. Η βασιλεία έγινε πάλι “Κωνσταντίνου και Ειρήνης”.
ΠΗΓΕΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΛ “ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ”, Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

23. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Μεγάλο λάθος έκανε ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ που συγχώρεσε τη μάνα του και την έκανε ξανά συμβασιλέα του. Ακόμα μεγαλύτερα όμως ήταν τα λάθη του κατόπιν, τα οποία τον έκαναν μισητό σε στρατό και λαό και τελικά του στοίχισαν τον θρόνο.
Πρώτα πρώτα διέταξε τη φυλάκιση και τύφλωση του Αλέξιου Μουσουλέμ, του στρατηγού που τον είχε βοηθήσει να πάρει την εξουσία μετά τον παραγκωνισμό του από την Ειρήνη.
Ο στρατός της Αρμενίας -πιστός στον Μουσουλέμ- στασίασε και ο Κωνσταντίνος, με εκστρατεία του, συνέτριψε την ανταρσία και τιμώρησε με απίστευτη σκληρότητα τους στασιαστές, στιγματίζοντας, για παραδειγματισμό, το πρόσωπο χιλίων στρατιωτών με τη φράση “Αρμενίακος επίβουλος”.
Από την εκδικητική του μανία δεν γλίτωσαν ούτε οι πέντε θείοι του -που η Ειρήνη τους είχε χρίσει με το ζόρι ιερείς-, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για απόπειρα συνωμοσίας. Ο Κωνσταντίνος καταδίκασε τον μεγαλύτερο σε τύφλωση και τους άλλους τέσσερις σε ακρωτηριασμό (γλωσσότμηση).
Το γεγονός όμως που έκανε τον λαό να ξεσηκωθεί  εναντίον του ήταν η απόφασή του να χωρίσει την νόμιμη σύζυγό του -αναγκάζοντάς την μάλιστα να κλειστεί σε μοναστήρι- για να παντρευτεί την ερωμένη του, την Θεοδότη. Το σκάνδαλο που ξέσπασε ήταν χωρίς προηγούμενο. Από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τις μακρινές επαρχίες έφτασε ο απόηχος της γενικής κατακραυγής. Ιδιαίτερα αντέδρασαν οι εικονολάτρες μοναχοί που χωρίς σταματημό “κατακεραύνωναν τον δίγαμο άσωτο αυτοκρατόρα”. Ο Κωνσταντίνος υπέπεσε σε νέο λάθος και προσπάθησε να σταματήσει τις αντιδράσεις με διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες μοναχών.
Την τεταμένη κατάσταση εκμεταλλεύτηκε η Ειρήνη, που τον Ιούλιο του 797 οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του γιου της και συνέλαβε τον Κωνσταντίνο. Οι άνθρωποί της τον φυλάκισαν στο Μέγα Παλάτιο και, στην αίθουσα της Πορφύρας όπου είχε γεννηθεί, μετά από διαταγή της ίδιας της μητέρας του, τον τύφλωσαν.
Έτσι η Ειρήνη πραγματοποίησε το όνειρό της, να βασιλεύσει μόνη της, τολμώντας να κάνει κάτι αδιανόητο, κάτι που δεν είχε προηγούμενο ούτε επόμενο για το Βυζάντιο, να πάρει αυτή -μια γυναίκα- τον τίτλο του αυτοκράτορα και να υπογράφει τις Νεαρές ως “Ειρήνη, μέγας βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων”.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 802, η Ειρήνη έχασε, μετά από συνωμοσία τον θρόνο της από τον Νικηφόρο Α΄.
ΠΗΓΕΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΛ “ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ”, Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

24. Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΩΝ ΕΥΝΟΥΧΩΝ
Για να πετύχει πραγματικά στη ζωή του ένα αγόρι η φρόνηση απαιτούσε να το ευνουχίσουν, γιατί το Βυζάντιο ήταν ο παράδεισος των ευνούχων. Ακόμα και οι ευγενέστεροι γονείς δεν δίσταζαν να ακρωτηριάζουν τους γιους τους, για να βοηθήσουν την εξέλιξή τους και ούτε υπήρχε σ’ αυτό καμιά ντροπή. Ο ευνούχος δεν μπορούσε να φορέσει αυτοκρατορικό στέμμα ούτε, φυσικά, να μεταβιβάσει κληρονομικά δικαιώματα. Κι εκεί ακριβώς βρισκόταν η δύναμή του. Ένα αγόρι, που είχε γεννηθεί πολύ κοντά στον θρόνο, μπορούσαν μ’ αυτό τον τρόπο να το εξουδετερώσουν και να το αφήσουν ύστερα να προχωρήσει όσο του άρεσε.
Έτσι ο Νικήτας, ο νεαρός γιος του Μιχαήλ Α΄, ευνουχίστηκε μετά την πτώση του πατέρα του, και αργότερα, παρά την επικίνδυνη καταγωγή του, έφτασε να γίνει πατριάρχης με το όνομα Ιγνάτιος. Έτσι και ο Ρωμανός Α΄ ευνούχισε, όχι μόνο τον νόθο γιο του, τον Βασίλειο, που σαν παρακοιμώμενος κυβέρνησε για αρκετές δεκαετίες την αυτοκρατορία, αλλά και τον μικρότερο νόμιμο γιο του, τον Θεοφύλακτο, που τον προόριζε για πατριάρχη.
Μια μεγάλη αναλογία από τους πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης ήταν ευνούχοι. Ιδιαίτερη εύνοια υπήρχε για τους ευνούχους και στις πολιτικές υπηρεσίες, όπου ο ευνούχος κάτοχος ενός τίτλου είχε το προβάδισμα από τον μη ευνούχο ομοιόβαθμό του και όπου πολλές υψηλές θέσεις μόνο ευνούχοι μπορούσαν να τις πάρουν. Ακόμα και αρχηγοί του στρατού και του στόλου ήταν πολλές φορές ευνούχοι. Ο Ναρσής τον 6ο αιώνα και ο Νικηφόρος Ουρανός τον 10ο είναι ίσως τα λαμπρότερα παραδείγματα. Ο Αλέξιος Α΄ είχε ένα ευνούχο ναύαρχο, τον  Ευστάθιο Κυμινειανό, και μετά την καταστροφή του Ματζικέρτ ένας ευνούχος, ο Νικηφόρος Λογοθέτης, προσπάθησε να αναδιοργανώσει τον στρατό.
Λίγες θέσεις όμως, όπως του επάρχου της Πόλης, σύμφωνα με την παράδοση, δεν μπορούσαν να τις έχουν ευνούχοι. Μόνο ωστόσο όταν το Βυζάντιο άρχισε να μολύνεται από τις δυτικές αντιλήψεις περί φύλου και ιπποτισμού, άρχισε να θεωρείται και ο ευνουχισμός ατιμωτικός. Στην πραγματικότητα η χρησιμοποίηση των ευνούχων και μιας ισχυρής υπαλληλίας που τη διεύθυναν ευνούχοι ήταν το κυριότερο όπλο του Βυζαντίου κατά των φεουδαρχικών τάσεων που επιδίωκαν να συγκεντρώσουν όλη τη δύναμη στα χέρια μιας κληρονομικής αριστοκρατίας, τάσεων που τόσο κακά έκαμαν στη Δύση. Η δύναμη των ευνούχων στη βυζαντινή ζωή προερχόταν από το γεγονός ότι αποτελούσαν μια ιθύνουσα τάξη στην οποία ο αυτοκράτορας μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη. Ούτε υπάρχει ένδειξη ότι ο περιορισμός των φυσικών τους ικανοτήτων διαστρέβλωνε τον χαρακτήρα τους. Σε όλη τη βυζαντινή ιστορία οι ευνούχοι δεν φαίνονται να είναι ούτε πιο διεφθαρμένοι και ραδιούργοι, ούτε λιγότερο δυναμικοί και πατριώτες από τους αρτιμελείς συναδέλφους τους.
Στις κατώτερες τάξεις οι ευνούχοι ήταν σπανιότεροι, παρ’ όλο που η ιδιότητα του ευνούχου μπορούσε να βηθήσει έναν γιατρό στην εξάσκηση του επαγγέλματός του, γιατί έτσι μπορούσε να πηγαίνει σε μοναστήρια και σε νοσοκομεία γυναικών.
ΣΤΙΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ “ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ”
Εκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑΣ

25. ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ
Το 691 ο χαλίφης Αμπντ αλ Μαλίκ, για να πληρώσει τον φόρο υποτέλειας που όφειλε στη βυζαντινή αυτοκρατορία, επιχείρησε να στείλει χρυσά νομίσματα αραβικής κοπής. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ αρνήθηκε να τα δεχτεί ζητώντας βυζαντινά νομίσματα. Ο χαλίφης όμως επέμεινε λέγοντας πως δεν θα επέτρεπε πλέον την κυκλοφορία βυζαντινών νομισμάτων στις κτήσεις του.
Ήταν το ξεκίνημα ενός πολέμου συμβόλων που ξέσπασε μεταξύ Βυζαντίου και Ισλάμ. Στον πόλεμο αυτό οι Άραβες διεκδικούσαν την αναγνώριση του δικού τους νομίσματος ως ισότιμου με το βυζαντινό αντιλαμβανόμενοι τη σημασία που θα είχε αυτή η αναγνώριση τόσο στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους όσο και στην ίδια την ύπαρξη του κράτους τους.
Δεν γνωρίζουμε αν οι Βυζαντινοί δέχτηκαν τελικά τα νομίσματα του χαλίφη Αμπντ αλ Μαλίκ, πάντως μέσα σε λίγα χρόνια (μέχρι το 696-697) οι Άραβες είχαν πετύχει να αναπτύξουν το δικό τους νομισματικό σύστημα εκδίδοντας νομίσματα με αποσπάσματα από το Κοράνι.
Solidus-Justin_II-sb0391
Βυζαντινά νομίσματα επί εποχής Ιουστινιανού Β΄
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η γλώσσα που ήταν γραμμένα τα νομίσματα. Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο τα νομίσματα ήταν γραμμένα στα λατινικά. Από τον 7ο αιώνα οι επιγραφές άρχισαν σιγά σιγά να εξελληνίζονται. Αρχικά αντικαταστάθηκαν τα F, L, R από τα αντίστοιχα ελληνικά Φ, Λ, Ρ. Γύρω στον 10ο αιώνα συναντάμε ελληνικές επιγραφές με λατινικά γράμματα: NICA, CYRIE ακόμη και λέξεις με λατινικούς και ελληνικούς χαρακτήρες ταυτόχρονα: PATHR, NICHFOΡ.
follis-leo_vi-sb1729Χάλκινο νόμισμα με τη μορφή του Λέοντος Στ΄ που βασίλευσε από το 886 ως το 912.
Οι ελληνικές επιγραφές άρχισαν να εμφανίζονται από την εποχή της βασιλείας του Ηρακλείου, ιδιαίτερα ο τίτλος “βασιλεύς”. Από τον 9ο αιώνα και μετά ο τίτλος “βασιλεύς” συνοδεύεται από τη γενική “Ρωμαίων”. Σε νόμισμα του Μιχαήλ Α΄ (811/13) συναντάμε για πρώτη φορά την επιγραφή “Βασιλεύς Ρωμαίων”. Άλλος τίτλος που συναντάται συχνά στα νομίσματα είναι “δεσπότης”, ο οποίος συνήθως αναφέρεται στον συμβασιλέα. Υπάρχει και ο τίτλος “Αύγουστος” ή “Αυγούστα”. Για παράδειγμα το 790, την εποχή της συμβασιλείας Κωνσταντίνου και Ειρήνης (της Αθηναίας) κυκλοφόρησε νόμισμα με την όψη του Κωνσταντίνου από τη μία πλευρά και την επιγραφή “CONSTANTINOS bAS” (η συντομογραφία bas συμβολίζει τον τίτλο “βασιλεύς”) και από την άλλη πλευρά την όψη της Ειρήνης που συνοδευόταν από την επιγραφή “HRHNI AVCUTA”. Λίγο αργότερα, μεταξύ 829 και 832, την εποχή της βασιλείας Θεοφίλου, συναντάμε αργυρό νόμισμα με την επιγραφή “+ΘΕΟFILOS DЧLOS XRISTЧ PISTOS En AVTO bASILEЧS ROMAION” ενώ σε άλλο νόμισμα υπάρχει η επιγραφή “CVRIEbOHΘHTOSODOVLO” (Κύριε βοήθει τω σω δούλο). Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο οι ελληνικές επιγραφές εκτοπίζουν πλήρως τα λατινικά γράμματα όπως φαίνεται στην παρακάτω επιγραφή:
320900_304901249631221_1747206469_n“Μανουήλ Δεσπότης Πορφυρογέννητος”
ΠΗΓΕΣ:
M. ANGOLD “ΒΥΖΑΝΤΙΟ”

26. ΕΝΑΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ήταν η εποχή που ένα σωρό φιλοδοξίες περιστοίχιζαν τον βυζαντινό θρόνο.
1341, μόλις είχε πεθάνει ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Παλαιολόγος, αφήνοντας για κληρονόμους του την Φράγκισσα γυναίκα του, Άννα της Σαβοΐας, και δύο ανήλικα τέκνα, τον Ιωάννη, εννέα ετών, και τον Μιχαήλ, τεσσάρων.
Από όλους τους μνηστήρες του θρόνου, ο ισχυρότερος ήταν ο αρχηγός της αριστοκρατικής μερίδας, ο μέγας δομέστιχος Ιωάννης ο Καντακουζηνός. Όσο ζούσε ο αυτοκράτορας, ο Καντακουζηνός ήταν το δεξί του χέρι.
Σ’ αυτόν τον πιστό φίλο και σύμβουλο του ανδρός της, εμπιστεύτηκε η αυτοκράτειρα Άννα, από τις πρώτες κιόλας μέρες του πένθους της, την κυβέρνηση της χώρας και τα παιδιά της.
Στο Πατριαρχείο και στην Αυλή είχαν αρχίσει να ανησυχούν βλέποντας με τι στιβαρό χέρι είχε αρπάξει τα ηνία του κράτους ο Καντακουζηνός. Ήταν ο Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας που ονειρευόταν πάντοτε να διευθύνει τις τύχες του Βυζαντίου. Ήταν επίσης, ο παρακοιμώμενος Αλέξιος Απόκαυκος, έξυπνος, δραστήριος, αλλά ραδιούργος και ευέλικτος, είχε ξεκινήσει από το τίποτα κι είχε φθάσει στα ανώτατα αξιώματα, αφού διαδοχικά εξυπηρέτησε και πρόδωσε όλες τις πολιτικές μερίδες.
Ενώ λοιπόν γύρω από τον Καντακουζηνό σφιγγόταν όλο και περισσότερο ο κλοιός των μηχανορραφιών της Αυλής, οι πιο επικίνδυνοι εχθροί του Βυζαντίου άρχισαν να κινούνται απειλητικά στα σύνορα. Ο Καντακουζηνός ξέχασε μεμιάς όλες τις προσωπικές του επιδιώξεις, στρατολόγησε με δικά του χρήματα αρκετούς άντρες κι έτρεξε στα σύνορα. Πολεμούσε στη Θράκη τους Βουλγάρους κι οροματιζόταν μεγαλεπήβολα στρατιωτικά σχέδια, όταν ένα πραξικόπημα των εχθρών του, στην Πόλη, τον καταδίκασε ως προδότη της πατρίδας. Έκαψαν το σπίτι του, λεηλάτησαν τα κτήματά του, τους συγγενείς κι οπαδούς του έκλεισαν στις φυλακές.
Για τον Καντακουζηνό είχε έρθει η στιγμή να δράσει. Προσπάθησε μια τελευταία φορά να συγκινήσει την βασίλισσα θυμίζοντάς της την φιλία που τον συνέδεε με τον άνδρα της. Κι αφού εκείνη έμεινε ανένδοτη στις προσφορές συμμαχίας που της έκανε, αποφάσισε ο Καντακουζηνός να τελειώσει μια για πάντα. Στο Διδυμότειχο, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ένας εμφύλιος πόλεμος που έμελλε να εξαντλήσει τις τελευταίες ζωτικές δυνάμεις του κράτους, άρχιζε για το Βυζάντιο.
Meister_der_Schriften_des_Johannes_VI._Cantacuzemos_001
Ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός ήταν αυτοκράτορας από το 1341 μέχρι την εκούσια παραίτησή του το 1354. Τυπικά όμως στέφθηκε αυτοκράτορας μόλις το 1347, ως συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Το 1354 ο Καντακουζηνός παραιτήθηκε από τον θρόνο και εκάρη μοναχός αφήνοντας μοναδικό αυτοκράτορα τον νεαρό Παλαιολόγο.
Χωρίς την παραμικρή τύψη, οι δύο αντίπαλες μερίδες αποτάθηκαν κατά σειρά στους πιο επικίνδυνους εχθρούς της αυτοκρατορίας: στους Σέρβους, στους Βουλγάρους, στους Τούρκους. Βλέποντας ο Καντακουζηνός πως κινδύνευε να χάσει το παιχνίδι, αφού κι οι πιο πιστοί σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν για να σώσουν τη ζωή τους και τις περιουσίες τους, προχώρησε στα σερβικά σύνορα και ζήτησε βοήθεια από τον κράλη της Σερβίας, Στέφανο Δουσάν. Σε αντάλλαγμα του υποσχόταν τις οχυρές πόλεις της Μακεδονίας. Κατόπιν ήρθε σε συνεννοήσεις με τον Τούρκο Ορχάν, Σουλτάνο της Νίκαιας. Δε δίστασε μάλιστα να δώσει την κόρη του, Θεοδώρα, γυναίκα στον άπιστο. Αφηγούμενος τα γεγονότα αυτά ένας σύγχρονος ιστορικός αναστενάζει με πικρία: Πόσο είχαν αλλάξει οι καιροί! λέει. Παλαιότερα οι Βυζαντινοί έκριναν ανάρμοστο τον γάμο μιας βυζαντινής πριγκίπισσας με οποιονδήποτε μεγάλο χριστιανό πρίγκιπα. Και τώρα να, που ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσφέρει την κόρη του για το χαρέμι του Σουλτάνου.
Τα ίδια και χειρότερα ακόμη έκανε και η Άννα. Υποσχόταν στον ισχυρό Σέρβο κράλη να του δώσει την κόρη της, νύφη για τον γιο του, και μαζί ολόκληρη την Μακεδονία. Αρκεί να της παραδώσει ζωντανό ή νεκρό τον Καντακουζηνό. Παρόμοιες προτάσεις έκανε και στον τσάρο των Βουλγάρων.
Οι προτάσεις των Βυζαντινών έγιναν με χαρά δεκτές από τον Σέρβο μονάρχη. Με μεγάλες τιμές ο Δουσάν και η γυναίκα του δέχτηκαν στην αυλή τους τον Καντακουζηνό, χωρίς όμως να περιφρονήσουν και τις προσφορές της Άννας. Οι διαμάχες των Βυζαντινών εξυπηρετούσαν τα κατακτητικά σχέδια του βασιλιά της Σερβίας, που ούτε λίγο ούτε πολύ, είχε τώρα βλέψεις στην αυτοκρατορία. Σύμμαχος πότε του Καντακουζηνού και πότε της αντιβασίλισσας Άννας, ο πανέξυπνος κράλης κατόρθωσε, όπως γράφει ο Ostrogorsky “με ελάχιστες δυνάμεις χωρίς να δώσει ούτε μια μεγάλη μάχη, να αποσπάσει από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία παραπάνω από τα μισά εδάφη της”. Και μαζί μ’ αυτά την “οχυρωτάτη” πόλη των Σερρών, κλειδί στον δρόμο από Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. Μόνο η Θεσσαλονίκη έπειτα από γενναία αντίσταση είχε ξεφύγει. Από τον εμφύλιο βυζαντινό πόλεμο το μεγαλύτερο κέρδος το είχε ο βασιλιάς των Σέρβων. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ακρωτηριασθεί θανάσιμα.
Την Κυριακή του Πάσχα του έτους 1346, στην πρωτεύουσα του, στα Σκόπια, ο πανίσχυρος Σέρβος κράλης στεφόταν “αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας” -Ρωμανία σημαίνει Ελλάδα. Όλοι οι ευγενείς και οι ανώτατοι κληρικοί του σερβικού βασιλείου, και μαζί μ’ αυτούς και ο ελληνικός κλήρος των υποταγμένων χωρών, είχαν προσκληθεί στα Σκόπια για να νομιμοποιήσουν την ίδρυση μιας καινούργιας αυτοκρατορίας -αυτής που είχε δημιουργηθεί κατά μέγα μέρος από τις προσφορές του εμφυλίου πολέμου. Η τύχη προστατεύει για μία φορά ακόμη τη βασιλεύουσα κι ο πρόωρος θάνατος του Δουσάν διέλυσε γρήγορα τη δύναμη του σερβικού κράτους. Δεν ήταν όμως ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ένας εμφύλιος ελληνικός πόλεμος κραταίωνε εχθρικές δυνάμεις και άνοιγε τον δρόμο της Ελλάδας σε επικίνδυνους εχθρούς.
αποσπάσματα από επιφυλλίδα της Μαρίας Θεοχάρη που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 9/4/1961
από το βιβλίο “ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗ”
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

27. Η ΣΚΛΗΡΑΙΝΑ
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) ήταν ωραίος, ξανθός, εκλεπτυσμένος, γενναιόδωρος, αγαπούσε τις απολαύσεις και ενδιαφερόταν για τα γράμματα. Ανέβηκε στον θρόνο, αφού παντρεύτηκε τη δημοφιλή αυτοκράτειρα Ζωή, που ήταν απόγονος της θρυλικής μακεδονικής δυναστείας.
Ο Κωνσταντίνος εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στο παλάτι, την ερωμένη του, τη Σκλήραινα. Μάλιστα δημιούργησε, ειδικά για αυτή, τον τίτλο της “Σεβαστής”. Για να τη συναντάει χωρίς να σκανδαλίζει τα πλήθη, σοφίστηκε να χτίσει στη γειτονιά της έργα μεγάλα και μακροχρόνια. Πήγαινε κάθε μέρα δήθεν να τα επιστατεί κι από κει επισκεπτόταν το σπίτι της Σκλήραινας.
Η Ζωή είχε γεράσει (ήταν 70 ετών) και δεν έδειχνε να ενοχλείται. Ο λαός όμως δεν έβλεπε με καλό μάτι τη Σκλήραινα. Όταν στις 9 Μαρτίου του 1044 ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε για μια επίσημη πομπή, το πλήθος άρχισε να τον αποδοκιμάζει λέγοντας “ημείς την Σκλήραιναν βασίλισσαν ου θέλομεν”. Κάποια στιγμή το πλήθος έγινε απειλητικό εναντίον του Κωνσταντίνου, ο οποίος σώθηκε μετά από παρέμβαση της Ζωής.
Η Σκλήραινα, πρέπει να ήταν πανέμορφη. Σε μια βόλτα της στην αγορά της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε τον θαυμασμό ενός μάγκα που της φώναξε περιπαιχτικά το ομηρικό ρητό “ου νέμεσις”, (δηλαδή καμιά τιμωρία ή αλλιώς “χαλάλι”) που είχαν αναφωνήσει οι γέροντες Τρώες στη θέα της ωραίας Ελένης. Σύμφωνα με την Ελένη Αρβελέρ η φράση αυτή, που έγινε κατανοητή από τους θαμώνες της αγοράς, φανερώνει τη βαθιά γνώση των ομηρικών επών όχι μόνο από τους μορφωμένους της βυζαντινής κοινωνίας αλλά και από τους απλούς ανθρώπους της αγοράς.
Το 1045, η Σκλήραινα πέθανε, και ο Κωνσταντίνος εγκατέστησε στο παλάτι μια καινούρια ερωμένη, την οποία διατήρησε μέχρι τον θάνατό του, το 1055.
Byzantinischer_Mosaizist_um_1020_001
Μωσαϊκό από την Αγία Σοφία με τον Κωνσταντίνο Θ΄ και την αυτοκράτειρα Ζωή
(η εικόνα είναι από την Βικιπαίδεια)
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ βασίλευσε σε μια εποχή οικονομικής ευμάρειας για το Βυζάντιο. Μοίρασε απλόχερα αξιώματα, ίδρυσε νοσοκομεία, γηροκομεία, ενίσχυσε οικονομικά τα μοναστήρια, χορήγησε ένα σημαντικό ποσό που χρειαζόταν ώστε να τελείται η λειτουργία στην Αγία Σοφία καθημερινά και όχι μόνο Σάββατα και Κυριακές, ίδρυσε κρατική σχολή για τη σπουδή της νομικής επιστήμης και πρόσφερε πλούσια θεάματα στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης φέρνοντας μέχρι και εξωτικά ζώα από την Αίγυπτο: ελέφαντες και καμηλοπαρδάλεις.
Όταν άρχισαν να λιγοστεύουν τα χρήματα του κράτους καθιέρωσε την εκμίσθωση των φόρων σε ιδιώτες, ένα μέτρο που αποδείχτηκε ολέθριο αφού οι ιδιώτες εισέπρατταν από τους πολίτες ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που έπρεπε να καταβληθούν, ενώ το ίδιο ολέθριο αποδείχτηκε και το μέτρο της εξαγοράς της θητείας που αποδυνάμωσε τον στρατό των Θεμάτων και αύξησε τις ανάγκες για μισθοφόρους.
ΠΗΓΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗ
ΓΝΩΜΙΚΟΛΟΓΟΣ: ου νέμεσις
Ε. ΓΛΥΚΑΤΖΗ – ΑΡΒΕΛΕΡ: ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Εκδόσεις: ελληνικά γράμματα

28. ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ
Στους 11 αιώνες που πέρασαν από τον πρώτο ως τον τελευταίο Κωνσταντίνο, ο εξωτερικός τρόπος της ζωής άλλαξε πολλές φορές. Ως το τέλος όμως ο πολίτης της αυτοκρατορίας έμεινε συνειδητά ο πιο πολιτισμένος εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους, συνειδητά Ρωμαίος, συνειδητά ορθόδοξος, συνειδητά κληρονόμος της ελληνικής εκλεπτύνσεως. Ο ξυρισμένος όμως ευγενής του 4ου αιώνα που ήταν τυλιγμένος στις πλατιές πτυχώσεις της τηβέννου του και μιλούσε τα ηχηρά λατινικά του δε θα αναγνώριζε ποτέ τον απόγονό του του 15ου αιώνα με τα γένια, το σαρίκι και το σκληρό μανδύα από ύφασμα χρυσοΰφαντο, που μιλούσε μια ελληνική γλώσσα που τα φωνήεντά της είχαν χάσει την ποικιλία τους.
Ακόμα και η φυλετική βάση της αυτοκρατορίας συνεχώς άλλαζε. Στην αρχή η αυτοκρατορία ήταν κοσμοπολίτικη, αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν οικουμενική, και περιλάμβανε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Η εθνικότητα της ήταν μια έννοια άγνωστη. Όταν η παλιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να αποσυντίθεται, η νέα αυτοκρατορία δεν βασίστηκε στο εθνικό αίσθημα αλλά, μετά τον 5ο αιώνα, στην ορθοδοξία, και από τον 7ο στην ελληνική γλώσσα.
Σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ένα πλήθος τυχοδιώκτες έφταναν από αναρίθμητες χώρες για να κάμουν την τύχη τους κοντά στον αυτοκράτορα. Στα σύνορα με τους Σαρακηνούς υπήρχε ένα συνεχές πήγαινε έλα. Οι Βυζαντινοί προσχωρούσαν στο Ισλάμ ή οι Σαρακηνοί στον χριστιανισμό, αναλόγως αν ο αυτοκράτορας ή ο χαλίφης πρόσφερε τις καλύτερες ευκαιρίες. Ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν Σαρακηνός εκχριστιανισμένος. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ είχε αίμα αραβικό. Οι μετανάστες από τον Βορρά και από τη Δύση, στου τελευταίους κυρίως αιώνες της αυτοκρατορίας, είχαν την τάση, αφού έκαναν την τύχη τους, να ξαναγυρίζουν στην πατρίδα τους -οι Βάραγγοι στην ομίχλη της Σκανδιναβίας ή της Αγγλίας, οι Φράγκοι στη Φλάνδρα ή στην Καταλωνία. Μπορούσαν όμως και να μείνουν. Μπορούσαν και να παντρευτούν, και τα παιδιά που γεννιόνταν από αυτούς τους μικτούς γάμους μπορούσαν, στην επόμενη γενιά, να κυβερνήσουν την αυτοκρατορία. Οι Βυζαντινοί είχαν εξαιρετικά λίγες φυλετικές προκαταλήψεις – το αίμα τους ήταν πάρα πολύ ανακατεμένο. Δέχονταν οποιονδήποτε για συμπολίτη τους φτάνει να ήταν ορθόδοξος και να μιλούσε ελληνικά. Την βαθιά περιφρόνηση για τους ξένους την αισθάνονταν μόνο γιατί οι ξένοι ήταν αιρετικοί και άξεστοι, αμάθητοι στις λεπτότητες του πολιτισμού της αυτοκρατορίας. Κάθε αλλοδαπός που προσηλυτιζόταν και γινόταν υπήκοος του κράτους μπορούσε να παντρευτεί οποιαδήποτε βυζαντινή, όποια κι αν ήταν η καταγωγή του ή η καταγωγή της.
Η επαφή με τη Δύση, που συνεχώς γινόταν μεγαλύτερη, και το αργό μαρτύριο της αυτοκρατορίας στα χέρια των ιταλικών δημοκρατιών, έκαμε τους ξένους πιο μισητούς στην Κωνσταντινούπολη. Περισσότερο όμως αναθεματίζανε τον ξένο πολιτισμό παρά το ξένο αίμα. Τα σλαβικά έθνη, που είχαν δεχτεί τον πολιτισμό τους από το Βυζάντιο, ποτέ δε συνάντησαν τέτοια φυλετική αντιπάθεια, παρά μονάχα σε καιρό πολέμου. Ακόμα και οι Τούρκοι, που είχαν αντιγράψει από το Βυζάντιο τα στολίδια τους, φαίνονταν στους Βυζαντινούς προτιμότεροι από τους ομόθρησκους Φράγκους.
Οι Βυζαντινοί ζούσαν σε έναν κόσμο σκληρό και αβέβαιο. Έξω από τα σύνορα ενεδρεύανε συνεχώς οι βάρβαροι και πάρα πολύ συχνά ξεχύνονταν οι ορδές τους και διασχίζοντας τις επαρχίες ή τη θάλασσα, έφταναν μπροστά στις πύλες και της ίδιας της πρωτεύουσας. Οι φωτιές των καταυλισμών των Ούνων, των Περσών, των Βουλγάρων, είχαν όλες λάμψει μπροστά στην Πόλη, τα πλοία των Σαρακηνών και των Ρώσων είχαν σκεπάσει τη θάλασσα κάτω από τα τείχη της. Πριν από τους Βενετούς πειρατές και από τους Τούρκους πολλοί μεγάλοι στρατοί και στόλοι λίγο είχε λείψει να πετύχουν. Στις αρχές του 8ου αιώνα όλοι οι κάτοικοι είχαν διαταγή να έχουνε στα σπίτια τους προμήθειες για τρία χρόνια, τόσοι πολλοί ήταν οι κίνδυνοι που καραδοκούσαν ολόγυρά τους.
Οι Βυζαντινοί, κυκλωμένοι από τον φόβο και την αβεβαιότητα, δεν ήταν δυνατόν να μην είναι φιλύποπτοι, να μην έχουν νεύρα που φούντωναν με το παραμικρό και οδηγούσαν στη μανία ή στον πανικό. Ήταν αναπόφευκτο να ζητάνε παρηγοριά σε πράγματα υπερκόσμια, στην ένωση με τον Θεό και στην ελπίδα για τη μέλλουσα ζωή. Ήξεραν ότι η επίγεια ζωή ήταν θλιβερή. Το απλό γέλιο και ευτυχία των αρχαίων είχαν χαθεί. Το βυζαντινό πνεύμα ήτανε δηκτικό, την εξυπνάδα τους την έδειχναν μονάχα με τον σαρκασμό και με την κοροϊδία. Και αληθινά, και η ίδια η ζωή σαν κοροϊδία έμοιαζε. Σε έναν κόσμο σκοτεινό και ταραγμένο η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, η τελευταία κοιτίδα του πολιτισμού, συνεχώς κλονιζόταν μπροστά στους βαρβάρους και δεν συνερχότανε παρά μονάχα για να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις. Αιώνες ολόκληρους η μεγάλη Πόλη έμεινε άθικτη, σύμβολο στα μάτια των ξένων, αιώνιας δύναμης και αιώνιου πλούτου. Οι Βυζαντινοί όμως ήξεραν ότι κάποια μέρα το τέλος θα ερχόταν, ότι κάποια από όλες αυτές τις επιθέσεις κάποτε θα πετύχαινε. Οι προφητείες που ήταν γραμμένες σε όλη την Κωνσταντινούπολη, σε κίονες και σε σοφά βιβλία, όλες την ίδια ιστορία έλεγαν, για τις ημέρες που δε θα υπήρχαν πια αυτοκράτορες, για τις τελευταίες ημέρες της Πόλης, για τις τελευταίες ημέρες του πολιτισμού.
ΣΤΙΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ
αποσπάσματα από το βιβλίο “ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ”
Εκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑΣ

29. ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Η Βουλγαρία εκχριστιανίστηκε τη δεκαετία του 860 επί βασιλείας Βόρι. Ο ίδιος ο Βόρις βαπτίστηκε χριστιανός τον Σεπτέμβριο του 865 από έναν επίσκοπο σταλμένο στη Βουλγαρία από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Λίγο αργότερα ο Βόρις βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εξέγερση εθνικής κλίμακας που σκοπό είχε την ανατροπή και δολοφονία του Βόρι καθώς και την αποκατάσταση της παλιάς ειδωλολατρικής θρησκείας των Βουλγάρων. Ο Βόρις συνέτριψε την εξέγερση των “βογιάρων” και τιμώρησε ανελέητα τους πρωτεργάτες: σαράντα δύο από τους ηγέτες της εξέγερσης θανατώθηκαν μαζί με τα παιδιά τους.
Στη συνέχεια ο Βόρις, δυσαρεστημένος από την άρνηση των Βυζαντινών να συναινέσουν στην ίδρυση βουλγαρικού πατριαρχείου, προσπάθησε να κάνει άνοιγμα προς τη Δύση στέλνοντας επιστολή προς τον Πάπα, στην οποία ζητούσε πατριάρχη και ιερείς ενώ παράλληλα ζητούσε απάντηση σε 106 ερωτήσεις θρησκευτικού περιεχομένου, που αφορούσαν περισσότερο τη συμπεριφορά και όχι την πίστη.
Ο Βόρις ρωτούσε τον Πάπα αν είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί όταν απαγόρευαν στους Βουλγάρους να κάνουν μπάνιο τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και όταν τους απαγόρευαν να μεταλαμβάνουν χωρίς να φορούν τις ζώνες τους ή να τρώνε το κρέας των ζώων που σκότωναν οι ευνούχοι. Επίσης τον ρωτούσε αν είχαν δίκιο να ισχυρίζονται ότι κανείς μη κληρικός δεν μπορούσε να διεξάγει δημόσιες δεήσεις για βροχή όπως επίσης και να κάνει το σημείο του σταυρού στο τραπέζι πριν από ένα γεύμα και αν είχαν δίκιο που επέμεναν πως οι άνθρωποι έπρεπε να στέκονται στην εκκλησία με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος τους. Οι απαντήσεις του Πάπα σε όλα αυτά τα ερωτήματα ήταν αρνητικές όπως επίσης αρνητική ήταν και η απάντηση στο ερώτημα αν είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί που αρνούνταν να δεχθούν τη μετάνοια των ειδωλολατρών στασιαστών (από αυτή την ερώτηση του Βόρι συμπεραίνεται πως ο βυζαντινός κλήρος στη Βουλγαρία ήταν εν μέρει υπεύθυνος για τη σκληρότητα με την οποία φέρθηκε ο Βόρις στους στασιαστές).
Ένα άλλο ερώτημα του Βόρι υποδήλωνε τις οικουμενικές βλέψεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί να υποστηρίζουν ότι το άγιο χρίσμα, που χρησιμοποιούνταν στα μυστήρια της Εκκλησίας, παραγόταν μόνο στην αυτοκρατορία τους κι από εκεί διανεμόταν σε όλο τον κόσμο; Εδώ η απάντηση του Πάπα ήταν περιφρονητικά αρνητική όχι όμως και στο επόμενο ερώτημα του Βόρι αν είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί που αρνούνταν στους Βουλγάρους ένα δικό τους Πατριάρχη. Προς το παρόν, είχε απαντήσει ο Πάπας, θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι με έναν αρχιεπίσκοπο και στο μέλλον θα το συζητούσαν ξανά.
Από κάποιες άλλες ερωτήσεις του Βόρι αποκαλύπτεται η σύγχυσή του σχετικά με αρκετούς χριστιανικούς τύπους. Πόσες μέρες έπρεπε να νηστεύει κάποιος στη διάρκεια ενός έτους, ήταν επιτρεπτή η σεξουαλική επαφή τις Κυριακές, μπορούσε κάποιος να μεταλαμβάνει κάθε μέρα τη Σαρακοστή, τι ζώα και πουλιά επιτρεπόταν να τρώει ένας Χριστιανός, οι γυναίκες θα έπρεπε να έχουν καλυμμένα τα κεφάλια τους στην εκκλησία, μπορούσε κάποιος να δουλεύει τις Κυριακές και σε ορισμένες γιορτές;
Υπήρχαν όμως και ερωτήματα που είχαν να κάνουν με την προσπάθεια συμβιβασμού του χριστιανισμού με τις παραδόσεις της βουλγαρικής στρατοκρατικής κοινωνίας: τι έπρεπε να κάνει κάποιος όταν μια στρατιωτική επιχείρηση συνέπιπτε με τη Σαρακοστή ή όταν η είδηση μιας εχθρικής επίθεσης έφτανε σε ώρα προσευχής; Πώς μπορούσαν οι στρατιώτες σε ένα στρατόπεδο να εκπληρώνουν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις; Δικαιούνταν συγχώρεσης οι δολοφόνοι, οι κλέφτες και οι μοιχοί; Πώς θα γινόταν να αποσπασθούν ομολογίες χωρίς τη χρήση βασανιστηρίων; Πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθεί κάποιος στους στρατιώτες που εγκατέλειπαν τη μάχη, απειθαρχούσαν στις διαταγές ή τα όπλα και το άλογό τους δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένα πριν τη μάχη; Οι απαντήσεις που έδωσε ο Πάπας σε αυτά τα ερωτήματα, συμβουλεύοντας τον Βόρι να συνδυάσει τη δικαιοσύνη με το έλεος, δεν πρέπει να διέφεραν πολύ από τις απαντήσεις των βυζαντινών κληρικών.
Αρκετά ερωτήματα σχετίζονταν με τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσει ο Βόρις προς τους πιστούς της παλιάς ειδωλολατρικής θρησκείας. Εδώ ο Πάπας τον συμβούλεψε να τηρήσει ήπια στάση, κάτι ανάλογο του είχε προτείνει ο Φώτιος, όχι όμως και οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι που πρέπει να δρούσαν με ιδιαίτερο ζήλο στη Βουλγαρία. Οι ερωτήσεις του Βόρι στρέφονταν και σε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος. Τι θα έπρεπε να κάνει αν ένα χριστιανικό κράτος είχε παραβεί τη συνθήκη που είχαν υπογράψει μαζί; Κι ήταν σωστό για έναν Χριστιανό βασιλιά να υπογράφει συνθήκες με βασιλιά ενός ειδωλολατρικού κράτους; Τέλος κάποιες ερωτήσεις του Βόρι είχαν να κάνουν με τις παραδόσεις των Βουλγάρων προς τις οποίες φαίνεται ότι ο λαός του παρέμενε προσκολλημένος παρά τον εκχριστιανισμό του. Επιτρεπόταν η χρήση της ουράς του αλόγου ως λάβαρο, η αναζήτηση οιωνών, η χρήση μαγείας ή η εκτέλεση τελετουργικών χορών πριν τη μάχη; Δυστυχώς γι’ αυτόν ο Πάπας συμφώνησε με τους Βυζαντινούς αποδοκιμάζοντας αυτά τα έθιμα όπως και την αναζήτηση θεραπείας από μια μαγική πέτρα ή από ένα φυλαχτό. Και βέβαια την πιο αυστηρή απαγόρευση την επιφύλασσε ο Πάπας για την πολυγαμία και τη λατρεία των προγόνων, ειδικά αυτών που είχαν πεθάνει ως ειδωλολάτρες.
Ο Βόρις προσωρινά ορκίστηκε πίστη στην Έδρα του Αγίου Πέτρου, καλωσόρισε την παπική ιεραποστολή κι έδιωξε όλους τους Έλληνες κληρικούς από τη χώρα του. Σύντομα όμως άλλαξε γνώμη, δέχτηκε στη χώρα του αρχιεπίσκοπο διορισμένο από τον Πατριάρχη, έδιωξε αυτή τη φορά τους λατίνους κληρικούς και η βουλγαρική εκκλησία προσχώρησε οριστικά στην Ορθοδοξία.
ΠΗΓΗ
D. OBOLENSKY: Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ

30. Η ΠΟΡΤΑ ΕΙΝΑΙ ΞΕΚΛΕΙΔΩΤΗ
Η Θεοφανώ ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος δύο αυτοκρατόρων, του Ρωμανού Β΄ και μετά τον θάνατό του, του Νικηφόρου Φωκά. Αργότερα βοήθησε τον εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή να δολοφονήσει τον Φωκά. Όμως με την επικράτηση του Τσιμισκή η ενοχή της ήταν τόσο φανερή που ο Πατριάρχης ξεκαθάρισε στον Τσιμισκή ότι δεν θα τον έχριζε αυτοκράτορα αν δεν απομάκρυνε την Θεοφανώ. Έτσι η Θεοφανώ εξορίστηκε. Μετά τον θάνατο του Τσιμισκή, οι γιοι της, Βασίλειος Β΄ και Κωνσταντίνος Η΄, την επανέφεραν στο παλάτι, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό της χωρίς όμως να ασχοληθεί ξανά με την πολιτική.
Ο Καραγάτσης, στο βιβλίο του “Σέργιος και Βάκχος” περιγράφει με τον δικό του -μοναδικό όπως πάντα- τρόπο τους λόγους που έκαναν τη Θεοφανώ να συμμετάσχει στη συνωμοσία του Τσιμισκή:
Χαιρόταν η Θεοφανώ τον κρυφό έρωτά της. Μα ούτε στιγμή τον συνδύασε με πολιτικούς υπολογισμούς. Όντας μυαλωμένη, ήξερε ότι για τον θρόνο των παιδιών της μεγαλύτερη εγγύηση από τον Φωκά δεν υπήρχε. Όταν, εντελώς απροσδόκητα, η κατάσταση αλλάζει ολοκληρωτικά. Ο Φωκάς, αηδιασμένος από την αντίδραση όλου του κόσμου, διαδηλώνει την πρόθεσή του να παραιτηθεί και να καλογερέψει. Μόλις το μαθαίνει η Θεοφανώ, προστρέχει να τον μεταπείσει.
– Πού μας παρατάς, εμένα και τα παιδιά μου, Νικηφόρε; Σ’ εξορκίζω, μην το κάνεις αυτό! Περίμενε τρία τέσσερα χρόνια, να ενηλικιωθεί ο μεγάλος μου γιος, ο Βασίλειος. Κι απέ, άμε στην ευκή του Θεού!
Ο Φωκάς την ακούει συλλογισμένος. Της απαντάει με μισόλογα. Δεν μπορεί να πάρει, λέει, οριστική απόφαση. Άσε να ιδούμε…
Όλα αυτά δεν καθησυχάζουν τη Θεοφανώ. Βλέπει παντού κιντύνους για τα παιδιά της. Εκνευρίζεται στο έπακρο, χάνει την αυτοκυριαρχία της, την ξεκάθαρη κρίση της. Αυτό περίμενε ο ραδιούργος ευνούχος (Βασίλειος). Ορμηνεύει κατάλληλα τον Τσιμισκή και τον στέλνει να βρει την αγαπητικιά του.
-Μας πρόδωσαν! της λέει με ύφος μελοδραματικό.
ΘΕΟΦΑΝΩ: (ταραγμένη): Ποιοι; Σε ποιον;
ΤΣΙΜΙΣΚΗΣ: Δεν ξέρω ποιοι. Ξέρω όμως πως ο άντρας σου τα ξέρει όλα. Γίνηκε έξω φρενών από ζήλεια. Απειλεί εμένα να τυφλώσει, εσένα να σε κλείσει σε μοναστήρι. Όσο για τα παιδιά σου, ο Θεός και η ψυχή του…
Τα παιδιά της… Η Θεοφανώ αποτρελαίνεται. Γονατίζει μπροστά στον αγαπητικό της. Τον ικετεύει να βρεθεί τρόπος να γλυτώσουν τα παιδιά της.
Τρόπος; Και βέβαια υπάρχει τρόπος. Ένας μόνος τρόπος…
-Ποιος τρόπος; ρωτάει η Θεοφανώ, με την αγαλλίαση της ελπίδας.
Ο Τσιμισκής της εξηγεί τον τρόπο…
Όλα τα πάντα γίνηκαν στο Παλάτι του Βουκολέοντα, το χτισμένο στο ακρογιάλι…
Το απόγεμα εκείνης της μέρας, πέντε γυναίκες μπαμπουλωμένες -έκανε κρύο φοβερό- ήρθαν στο Παλάτι και πήγαν κατ’ ευθείαν στα διαμερίσματα της Θεοφανώς. Εκεί, όταν σιγουρεύτηκαν, ξεσκέπασαν τα μούτρα τους, τα στολισμένα με γένια και μουστάκια. Ήσαν φίλοι του Τσιμισκή, συνωμότες. Αργά, λίγο πριν το μεσονύχτι, μια βαρκούλα ήρθε κι άραξε κάτω απ’ το παράθυρο του κοιτώνα της βασίλισσας. Μια ανεμόσκαλα ξετυλίχτηκε απ’ το παράθυρο ως τη βάρκα. Ο Τσιμισκής την ανέβηκε γοργά.
-Άιντε, λέει της Θεοφανώς. Μην αργοπορείς.
Εκείνη, δίχως να πει λόγο, βγήκε απ’ τον γυναικίτη και πήγε στον κοιτώνα του άντρα της. Ο Νικηφόρος την υποδέχτηκε μάλλον ψυχρά, όχι όμως εχθρικά. Καμωνόταν πως τάχα δεν ήξερε; Ή μήπως ο Τσιμισκής της είπε ψέματα πως ήξερε; Η υποψία πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό της. “Θα ήταν φοβερό, στοχάστηκε, να με σπρώξει σε τέτοια φοβερή πράξη με ψέματα!” Συγκρατήθηκε και μίλησε στον άντρα της φιλικά, κατά πώς την είχε ορμηνέψει ο Τσιμισκής. Προσποιήθηκε πως πεθυμούσε να περάσει τη νύχτα μαζί του. Περίμενε με αγωνία την αντίδρασή του. Εκείνος την κοίταξε με μάτι θολό. Ο δαίμονας της σάρκας ξύπνησε μέσα του.
-Καλά, της αποκρίθηκε. Μείνε…
-Πρέπει να καληνυχτήσω εκείνες τις Βουλγάρες που φιλοξενώ. Σε λίγη ώρα θα γυρίσω. Μην κλειδώσεις την πόρτα.
-Καλά, σε περιμένω.
Βγαίνοντας απ’ την κάμαρα έτρεμε σύγκορμη. Η υποψία πως ο Τσιμισκής την εξαπάτησε, γινόταν πιο έντονη. “Πώς μπορεί, αν ξέρει πως είμαι αγαπητικιά του Τσιμισκή, να με δεχτεί στο κρεβάτι του;” Κοντοστάθηκε· σκέφτηκε να γυρίσει στην κάμαρα του άντρα της, να τα μολογήσει όλα. Όλα; Κι αν υποθέσουμε πως ο Νικηφόρος αγνοούσε την αλήθεια; Όχι! Εκεί που έφτασαν τα πράματα, άλλη λύση δεν υπήρχε. Έσκυψε το κεφάλι και πήγε στον γυναικίτη.
-Λοιπόν; τη ρωτάει ο Τσιμισκής.
-Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη…
-Πάμε! προστάζει εκείνος τους φίλους του.
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ “ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ”
Βιβλιοθήκη ΤΟ ΒΗΜΑ

31. ΓΚΙΟΥΛ ΤΖΑΜΙ
Το Γκιουλ Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη ήταν η παλιά βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας που μαρτύρησε την εποχή της εικονομαχίας. Η μνήμη της Αγίας γιορταζόταν κάθε χρόνο στις 29 Μαΐου. Για τον τελευταίο εορτασμό -την παραμονή 28 προς 29 του μήνα- μας μιλάει η Μαρία Θεοχάρη:
Αλλ’ εκείνη την παραμονή της γιορτής -ήταν 28 του Μάη του 1453- οι κάτοικοι της βασιλεύουσας είχαν άλλους βαθύτερους λόγους, να προστρέξουν σε προσευχές και λιτανείες, να εκλιπαρήσουν τους Αγίους. Δεν επρόκειτο πια για την γιατρειά των ασθενών, αλλά για τη σωτηρία της ίδιας της Πόλης.
Είχαν λοιπόν μαζευτεί πλήθος πυκνότατο, από τον εσπερινό κιόλας ερχόντουσαν για να κάνουν την ολονυχτία κοντά στη σορό της Αγίας.
Τρεις μέρες τώρα αλάλαζε κάθε βράδυ το στρατόπεδο απ’ έξω. Μόλις έπαιρνε η νύχτα, άρχισαν να ηχούν οι σάλπιγγες και μαζί με τα τύμπανα έσκιζαν την ησυχία της νύχτας. Πύρινες φωταψίες, αναμμένες στις κατασκηνώσεις του σουλτάνου κύκλωναν το λιμάνι και τον Γαλατά.
Και πράγματι βρισκόμαστε στην πιο δραματική στιγμή -της Δευτέρας προς Τρίτη, 28 προς 29 Μαΐου- της τελευταίας νύχτας του Βυζαντίου. Ο βασιλεύς, αφού μίλησε στο λαό του, κατευθύνεται τώρα προς την Αγιά-Σοφιά, για να προσευχηθεί και να μεταλάβει. Προσεύχεται στην Οδηγήτρια κι όταν σηκώνεται και πλησιάζει τα Άχραντα Μυστήρια, όλο το πλήθος τον ακολουθεί.
Gul5
Αγία Θεοδοσία (Γκιουλ Τζαμί)
(η φωτογραφία είναι από την Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού)
Μετά ο βασιλεύς παίρνει τον δρόμο προς τα ανάκτορα για να αποχαιρετήσει τους αυλικούς του.
Καθώς ατενίζει ο βασιλεύς το εκκλησίασμα της Αγίας Θεοδοσίας, με μιας η ψυχή του γαληνεύει. Το εσωτερικό του Ναού θυμίζει μέρες ειρηνικές. Γιρλάντες από τριαντάφυλλα κι άλλα μαγιάτικα λουλούδια στολίζουν τις αψίδες και τις εικόνες. Γυναικόπαιδα και κλήρος προσεύχονται με κατάνυξη αλλά όλων τα πρόσωπα φωτίζονται από μια γιορτινή χαρά. Κρατούν άσπρες λαμπάδες κι άλλοι σκορπούν θυμιάματα. Ο αυτοκράτωρ καθώς περνά να προσκυνήσει την σορό ρίχνει μια γρήγορη ματιά στις γυναίκες. Σαν να μη συμβαίνει τίποτα, έχουν έρθει να γιορτάσουν τη σύναξη της Οσιομάρτυρος “περικεκαλλωπισμέναι και περικεκοσμημέναι”.
Ποια η ανάγκη να εξιστορήσει κανείς τη συνέχεια, την επίθεση, τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη, την Κερκόπορτα, την πύλη του Αγίου Ρωμανού, τον θάνατο του αυτοκράτορα;
Οι Γενίτσαροι όρμησαν από το χάλασμα του τείχους, που είχε δημιουργήσει το κανόνι του Μωάμεθ, ανάμεσα στην πύλη του Ρωμανού και στη Χαρσία. Τραβούν  τώρα προς τα κάτω. Και περνώντας μπρος από την πόρτα της Αγίας Θεοδοσίας, ακούν ψαλμωδίες, βλέπουν συναγμένο τον κόσμο και μπαίνουν μέσα. Τους χτυπά το άρωμα από το μοσχολίβανο. Κοιτούν γύρω τα τριαντάφυλλα που στόλιζαν την εκκλησία και σαστισμένοι στάθηκαν μια στιγμή αμήχανοι.
Η εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας έγινε κατ’ αρχάς αποθήκη του τουρκικού ναυστάθμου. Πέρασαν έτσι εκατόν τόσα χρόνια κι έπειτα -επί Σελίμ Β΄- μετατράπηκε σε τζαμί. Το καινούριο όνομά της λένε πως είναι μια ανάμνηση της τελευταίας εκείνης βυζαντινής μέρας. Γκιουλ σημαίνει ρόδο και Γκιουλ Τζαμί, το τζαμί των ρόδων, γιατί με ρόδα την είχαν στολισμένη σαν μπήκε στην Πόλη ο κατακτητής.
αποσπάσματα από το βιβλίο “ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ -Επιφυλλίδες και διαλέξεις της Μαρίας Θεοχάρη”
Εκδόσεις Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

Περισσότερα αφιερώματα για το Βυζάντιο εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)