«Μάθε παιδί μου γράμματα» έλεγαν οι παλιοί και συνεχίζει, δικαιολογημένα, αυτό να αποτελεί το όνειρο κάθε γονιού, το παιδί του να γίνει καλός και επιμελής μαθητής.
Από την επιστημονική ομάδα του Χαμόγελου του Παιδιού
Ο τρόπος και η μέθοδος που το παιδί σας θα υιοθετήσει, από την έναρξη της εκπαιδευτικής του «καριέρας» για να ανταποκριθεί στις σχολικές απαιτήσεις, εξαρτάται τόσο από τις εξατομικευμένες ανάγκες του όσο και από τη διάθεση, τη φροντίδα και το χρόνο που θα αφιερώσετε για την οργάνωση του διαβάσματός του. Για τα παιδιά που φοιτούν ήδη, η γόνιμη συζήτηση μαζί τους όσον αφορά στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο διάβασμά τους, θα βοηθήσει αποτελεσματικά στην εύρεση των κατάλληλων στρατηγικών αντιμετώπισης.
Πολλές φορές οι γονείς βρίσκονται σε απόγνωση επειδή το παιδί τους, ηλικίας 7 ή 12 ή 16 ετών, δε διαβάζει, τεμπελιάζει και «δεν ενδιαφέρεται για το σχολείο, αλλά «εκεί που θέλει τα καταφέρνει». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα σε παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολία σε βασικές μαθησιακές διαδικασίες-λειτουργίες και σε παιδιά τα οποία αδυνατούν να οριοθετηθούν και δεν έχουν αναπτύξει το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης διεκπεραίωσης των σχολικών τους υποχρεώσεων.
Με τον όρο μαθησιακές δυσκολίες (δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία, δυσαριθμησία, δυσλεξία) αναφερόμαστε σε μια μεγάλη ομάδα δυσκολιών, που αφορούν στη δυσκολία εκμάθησης και χρήσης του γραπτού λόγου, της ανάγνωσης, της ορθογραφημένης γραφής και των λογικομαθηματικών εννοιών.
Ένα παιδί, το οποίο αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες ενδεχομένως εμφανίσει κομπιάσματα στην ανάγνωση ή αργό ρυθμό, δε σταματά στα σημεία στίξης, έχει δυσκολία στην ορθογραφία ακόμα και στην αντιγραφή, αντιστρέφει αριθμούς ή γράμματα (π.χ. 9 αντί 6, 3 αντί ε κτλ.), παραλείπει γράμματα ή ψηφία, γράφει ή διαβάζει την ίδια λέξη με διαφορετικούς τρόπους στο ίδιο κείμενο, απαντά σε προφορικές ερωτήσεις αλλά δυσκολεύεται να τις γράψει.
Ορισμένα χαρακτηριστικά των παιδιών που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες είναι οι δυσκολίες στην οπτική και ακουστική αντίληψη, η αυξημένη κινητικότητα και η χαρακτηριστική παρορμητικότητα ή έλλειψη συγκέντρωσης προσοχής.
Ο χρόνος στον εντοπισμό των μαθησιακών δυσκολιών ενός παιδιού τόσο από τον γονιό όσο και τον εκπαιδευτικό, αποτελεί κομβικό σημείο. Όσο πιο σύντομα εντοπιστούν, τόσο πιο έγκαιρα θα υπάρξει και η κατάλληλη παρέμβαση, ώστε να μπορέσει ο μαθητής να οργανώσει το διάβασμά του σύμφωνα με συγκεκριμένες «έξυπνες» στρατηγικές και τεχνικές που θα τον βοηθήσουν να ανταποκριθεί στις σχολικές του υποχρεώσεις.
Η πρώιμη ανίχνευση μαθησιακών δυσκολιών σημαίνει ταυτόχρονα και λιγότερες πιθανότητες το παιδί να έχει χαμηλή σχολική επίδοση, να δυσκολεύεται στις σχέσεις με τους συμμαθητές του, να εκφράζει προβλήματα συμπεριφοράς (π.χ. επιθετικότητα, απόσυρση κτλ.) είτε να βιώσει μορφή σχολικού εκφοβισμού.
Η διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών πραγματοποιείται από διεπιστημονική ομάδα σε δημόσια πιστοποιημένα διαγνωστικά κέντρα ΚΕΔΔΥ (Κέντρα Διάγνωσης Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης).