Μύθοι και αλήθειες γύρω από την καθημερινότητα των υπόδουλων Ελλήνων της σημερινής πρωτεύουσας σε μία άσημη πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η Αθήνα στα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν ήταν τίποτα παρά μία μικρή και ασήμαντη πόλη στην ακμάζουσα οθωμανική αυτοκρατορία. Όλοι και όλοι οι κάτοικοι της, μουσουλμάνοι, χριστιανοί (ορθόδοξοι και καθολικοί) και κάποιοι λίγοι σκλάβοι μετά βίας ξεπερνούσαν τις 10.000. Η πόλη τελείωνε στην πλατεία Συντάγματος και το μεγαλύτερο μέρος της ήταν στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται η Πλάκα, το Μοναστηράκι, και το Γκάζι.
Οι πρώτες μαρτυρίες καταγράφονται τουλάχιστον 100 χρόνια μετά από την πτώση της Πόλης και από την στιγμή που πλέον έχει γίνει καθεστώς η Οθωμανική κυριαρχία. Οι μαρτυρίες προέρχονται κυρίως από ξένους περιηγητές που είτε από την αρχαιολατρία είτε από περιέργεια επισκέπτονται την πόλη που γεννήθηκε η Δημοκρατία για να δουν πως είναι κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Αρκετοί από αυτούς στον δρόμο της επιστροφής θα φιλοξενήσουν στις αποσκευές τους και ένα κομμάτι από την αρχαία ιστορία της πατρίδας μας, η οποία εκείνη την εποχή δεν έχαιρε και ιδιαίτερης εκτίμησης τόσο από τους Οθωμανούς όσο και από την πλειοψηφία των Ελλήνων που συνέχιζε να θεωρεί, μετά από την επικράτηση του χριστιανισμού, τα αντικείμενα αυτά κομμάτι της εποχής της ειδωλολατρίας.
Σε θρησκευτικό επίπεδο οι ορθόδοξοι Αθηναίοι απολάμβαναν θρησκευτική ελευθερία και οι περισσότεροι περιηγητές αναζητώντας στις εκκλησίες εντοιχισμένες επιγραφές, εντυπωσιάζονταν από τον μεγάλο αριθμό των εκκλησιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου, οι οθωμανικές αρχές παρότρυναν τους Αθηναίους να αναγείρουν και άλλες εκκλησίες, εκείνοι αρνούνται (σ.σ. φοβούμενοι πιθανόν μεγαλύτερη φορολογία), γεγονός που προκαλεί την δυσαρέσκεια των Οθωμανών.
Μία από τις συνήθειες της εποχής που ουσιαστικά ξεκίνησε από την οθωμανική αυτοκρατορία και στην συνέχεια βρήκε αποδοχή και στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν αυτή του καφέ. Όπως αναφέρετε χαρακτηριστικά στην έκθεση, η ιστορία και η συνήθεια του καφέ και των καφενείων είναι συνυφασμένη με την ιστορία και την παγίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθ'όσον ο καφές και τα πρώτα καφενεία εμφανίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Έκτοτε, είναι γνωστό ότι ο καφές εξαπλώθηκε σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας στα σπίτια, στο σεράι, στα μοναστήρια. Ο Pietro della Valle εισήγαγε τον καφέ στην Ιταλία στις αρχές του 17ου αιώνα. Τόσο οι ιδιαιτερότητες του καφέ, όπως η αφύπνηση και η διαύγεια, όσο και η άνθηση των πρώτων καφενείων στην Ανατολή, με έντονα τα σημάδια και τον παλμό της κοινωνικής συναναστροφής, της νωχέλειας, αλλά και των έντονων πολιτικών ιστοριών και συζητήσεων που πυροδοτούνταν εκεί, προκάλεσαν διχογνωμίες και αντιπαραθέσεις στους υψηλά ιστάμενους και για μεγάλο διάστημα απαγορευόταν η λειτουργία των καφενείων. Ο Εβλιά Τσελεμπή δεν αναφέρει καφενεία όταν επισκέπτεται την Αθήνα, μίας και εκείνα τα χρόνια του βενετοτουρκικού πολέμου στην Κρήτη μάλλον τελούσαν υπό απαγόρευση. Οι Stuart και Revett στην εισαγωγή του έργου τους Antiquities of Athens αναφέρονται στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο καφενείο στην Ποικίλη Στοά, στο σημερινό Μοναστηράκι.
Κοντά φυσικά στον καφέ και ο καπνός που καλλιεργείται στα Γιαννιτσά αλλά φθάνει για στέγνωμα στην Αθήνα με αρκετά σπίτια να είναι – όπως περιγράφουν οι περιηγητές – στολισμένα με φύλλα καπνού.
Ελάχιστες αναφορές υπάρχουν για την ζωή των γυναικών στην Αθήνα της περιόδου εκείνης. Για τις περισσότερες η κοινωνική ζωή ήταν το εκκλησίασμα και η επίσκεψη στα λουτρά. Ο John Fuller αναφέρει για τις Αθηναίες του 1821, λίγο πριν η φλόγα της επανάστασης φθάσει και στην Αθήνα: « Οι Αθηναίες έχουν τη φήμη ότι είναι πιο ζωηρές και χαρούμενες από τις γυναίκες της χώρας τους γενικά. Κάποιες από αυτές μπορούσαν να μιλήσουν ιταλικά με αρκετή ευκολία και δεν υστερούσαν σε ικανότητες όσον αφορά τις ευρωπαϊκές εξελίξεις».
Τέλος, φυσικά και δεν ήταν όλα ρόδινα στις σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Αθήνα και φυσικά σημαντικό ρόλο έπαιζε το ποιος ήταν κυβερνήτης στην πόλη. Το πρώτο εικονογραφημένο βιβλίο που τυπώθηκε στην Οξφόρδη το 1617 αφηγείται τα βάσανα που πέρασε στα χέρια των Τούρκων πριν φύγει από την Αθήνα για την Αγγλία το 1608 ένας Έλληνας ο Χριστόφορος Αγγέλου. Το βιβλίο παρουσιάζει την ιστορία του σκληρού Οθωμανού κυβερνήτη (βοεβόδα), του οποίου τα διοικητικά καθήκοντα ανατέθηκαν στον kizlar – agasi λόγω της κακομεταχείρισης των ντόπιων, μετά από παρέμβαση της Βασιλικής, μίας Ελληνίδας παλλακίδας στο σεράι.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.