Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων που συντάραξε την οικουμένη το 1821 και ονομάστηκε Εθνική Παλιγγενεσία, εξασφαλίζοντας στο υπόδουλο έθνος την πολυπόθητη ανεξαρτησία του ύστερα από τόσους αιώνες υποταγής στον ξένο κυρίαρχο, αιφνιδίασε τον σουλτάνο και τις δυνάμεις του.
Παρά το γεγονός ότι η Επανάσταση του 1821 προετοιμαζόταν σπερματικά ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αιώνα και συγγένευε με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στην ιταλική, τη γερμανική και γαλλική επικράτεια αλλά και στις βρετανικές κτήσεις της Βόρειας Αμερικής, όταν ξέσπασε τελικά εκεί στις αρχές του 1821 απείλησε τη διατήρηση της Ιεράς Συμμαχίας, μέλος της οποίας ήταν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι τεταμένες σχέσεις των Δυτικοευρωπαίων με τους Οθωμανούς Τούρκους δεν μπορούσαν πια να κρυφτούν κάτω από το χαλί των κοινών συμφερόντων και κάθε τουρκική θηριωδία κατά τη διάρκεια του ελληνικού ξεσηκωμού ακουγόταν στα πέρατα της Ευρώπης, υπενθυμίζοντας σε όλους ότι δεν μπορούσαν πια να κωφεύουν στις βιαιότητες και τις σφαγές του μουσουλμανικού στοιχείου έναντι των χριστιανικών ευρωπαϊκών πληθυσμών.
Υψηλή Πύλη και υπόδουλος ελληνισμός βρέθηκαν ξαφνικά στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής επικαιρότητας, η οποία φάνηκε να βγαίνει από τη μακάρια εσωστρέφειά της και να ασχολείται τώρα με τον αγώνα των Ελλήνων, με τα φιλελληνικά αισθήματα που καλλιεργούσαν οι ρομαντικοί αλλά και άλλοι κύκλοι στην καρδιά της Ευρώπης να συμβάλουν καθοριστικά εδώ.
Πλέον κάθε παραφωνία των Οθωμανών σε όρους βιαιότητας και αγριότητας έκανε πάταγο κυριολεκτικά στη Γηραιά Ήπειρο και είχε κολοσσιαίο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των λαών, στρέφοντας έτσι το ενδιαφέρον με πρωτόγνωρη δυναμική στον ελληνικό αγώνα.
Βιαιότητες σημειώθηκαν πολλές κατά τον ένοπλο ξεσηκωμό των Ελλήνων και τη λυσσαλέα προσπάθεια του κατακτητή να καταπνίξει την επανάσταση, αν και οι παρακάτω ακούστηκαν στα πέρατα του πλανήτη…
Ο Απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και οι Σφαγές στην Κωνσταντινούπολη (10 Απριλίου 1821)
Με τις πρώτες μαζικές εκδηλώσεις του ελληνικού ξεσηκωμού να επιφέρουν τριγμούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο σουλτάνος δεν θα μπορούσε να μην αντιδράσει στην επανάσταση και στράφηκε στον πρώτο εύκολο στόχο, στη γειτονιά του δηλαδή. Η Υψηλή Πύλη έκρινε πως ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ όχι μόνο δεν ήταν ξένος προς τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στην Πελοπόννησο αλλά και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία του για να συγκρατήσει τους Έλληνες από την εθνική κουτουράδα.
Διέταξε έτσι τον απαγχονισμό του και τη σκύλευση του σκηνώματός του επί τρεις μέρες, πριν η σορός του πεταχτεί στη θάλασσα, την ίδια ώρα που επέτρεψε τη σφαγή πολλών επιφανών Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (όπως οι Φαναριώτες) αλλά και άλλων μεγάλων κέντρων της αυτοκρατορίας (επιδρομές, καταλήστευση και σφαγές ιερωμένων και προεστών σε Ανδριανούπολη, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Σμύρνη, Κυδωνίες, Κω, Ρόδο, Κρήτη, Κύπρο κ.λπ.).
Το φονικό μήνυμα του σουλτάνου ήταν μεν ηχηρότατο, αν και η σκληρή και αναιτιολόγητη αντίδρασή του εναντίον της θεσμοθετημένης ηγεσίας του έθνους θεμελίωσε ακόμα περισσότερο την Ελληνική Επανάσταση, αφενός επειδή έπεισε και τους τελευταίους σημαίνοντες Έλληνες να εξέλθουν από τη νομιμότητα και να στηρίξουν το εγχείρημα των Φιλικών, αφετέρου επειδή προκάλεσε τη συμπάθεια του χριστιανικού κόσμου και την ανάπτυξη ισχυρού φιλελληνικού κινήματος στην Ευρώπη.
Οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων αναγκάστηκαν να παραδεχθούν πως Έλληνες και Τούρκοι δεν ήταν εύκολο να συμβιώσουν στο εξής. Η λεγόμενη Σφαγή στην Κωνσταντινούπολη του 1821 και η εξαπόλυση πλήθους εξαγριωμένων Τούρκων κατά του ελληνικού στοιχείου της αυτοκρατορίας ήταν το σημείο καμπής…
Η Σφαγή της Σαμοθράκης (1 Σεπτεμβρίου 1821)
Με το κύμα των σφαγών επισκόπων και επιφανών Ελλήνων να συνεχίζεται ως αντίδραση στο ξέσπασμα της επανάστασης, οι Τούρκοι κλιμάκωσαν τις αντιδράσεις τους με ξεριζωμό κοινοτήτων και καταλήστευση περιουσιών. Χαρακτηριστική είναι εδώ η εκτέλεση στο Ηράκλειο (Μεγάλο Κάστρο τότε) του αρχιεπισκόπου Κρήτης Γεράσιμου, πέντε αρχιερέων και πολλών προκρίτων της Μεγαλονήσου (23 Ιουνίου 1821).
Σειρά είχε μετά η Σαμοθράκη, ο ακριτικός αυτός φάρος του ελληνισμού που έμελλε να γράψει τη δική της μαρτυρική συμμετοχή στον ιερό αγώνα της λευτεριάς, πληρώνοντας με το αίμα εκατοντάδων αμάχων. Μια χούφτα προκρίτων της Σαμοθράκης που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία μόλις πληροφορήθηκαν τα γεγονότα στην Πελοπόννησο έπεισαν τους κατοίκους του νησιού να κηρύξουν τον Απρίλιο του 1821 τους εαυτούς τους ελεύθερους και να αρνηθούν να πληρώσουν τους οφειλόμενους στους Τούρκους φόρους. Ταυτοχρόνως, οι κάτοικοι εξασκούνταν στη σκοποβολή και τα στρατιωτικά γυμνάσια έτοιμοι να μιμηθούν το παράδειγμα της 25ης Μαρτίου στην Αγία Λαύρα.
Παρά τη μυστικότητα της προετοιμασίας, η είδηση έφτασε στα αυτιά του σουλτάνου, ο οποίος ξαπέστειλε τον υποναύαρχο καπετάν Μπέη Καρά Αλή για να πνίξει στο αίμα την ανταρσία. Λίγες μέρες αργότερα, όταν οι νησιώτες είδαν κοτζάμ υποναύαρχο του τουρκικού στόλου έξω από τη Σαμοθράκη κατάλαβαν ότι κακό θα επακολουθούσε: 1.000 (ή σύμφωνα με άλλες πηγές 2.000) στρατιώτες έβαλαν να καταλάβουν τη Χώρα του νησιού, με τους κατοίκους να προβάλουν σθεναρή αντίσταση, αν και τα πολεμοφόδια σώθηκαν γρήγορα.
Είχαν φυγαδεύσει βέβαια τα γυναικόπαιδα για να αποφύγουν την αιχμαλωσία και την ατίμωση κι έτσι οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε άγριους βανδαλισμούς σε μια έρημη Χώρα: λεηλάτησαν και έκαψαν τα περισσότερα σπίτια και κατέστρεψαν τις εκκλησίες. Όχι βέβαια ότι χόρτασαν και ο διψασμένος για αίμα καπετάν πασάς κατάφερε να φέρει με δόλο πίσω τους νησιώτες στις εστίες τους. Και τότε ξεκίνησε σφαγή: 700 παλικάρια σφαγιάστηκαν επιτόπου και ακολούθησαν φρικαλεότητες που οι κάτοικοι αποκάλεσαν «ημέρα χαλασμού». Οι άμαχοι-θύματα υπολογίζονται σε εκατοντάδες, ενώ αν πιστέψουμε τον ιατροφιλόσοφο Νικόλαο Φαρδύ, από τις 15.000 κατοίκους της Σαμοθράκης γλίτωσαν μόνο 33 οικογένειες…
Η Σφαγή της Χίου (30 Μαρτίου-2 Απριλίου 1822)
Το 1822 ενορχηστρώθηκε νέα αντίποινα από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ για να τρομοκρατήσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Χίου, σε μια αιματοβαμμένη επιχείρηση που θα κατέληγε στη δολοφονία 50.000 Ελλήνων. Η πρωτοφανούς αγριότητας καταστροφή της Χίου και η ανηλεής σφαγή των κατοίκων της θα θεμελίωνε με το αδικοχαμένο αίμα των Ελλήνων την επανάσταση ακόμα πιο βαθιά, καθώς αντί να κάμψουν το ηθικό των αγωνιστών, το έστειλαν στα ουράνια.
Ως απάντηση σε κίνημα σαμίων επαναστατών που αποβιβάστηκαν στη Χίο και κατάργησαν την οθωμανική Αρχή, ισχυρή ναυτική δύναμη των Οθωμανών, με διοικητή τον Καρά Αλή, έπειτα από εκτεταμένο κανονιοβολισμό, αποβίβασε πολυάριθμα στρατεύματα (7.000 άντρες) που επιδόθηκαν σε πυρπόληση όλων των περιχώρων και της πρωτεύουσας του νησιού και κατέφυγαν σε ανήκουστες σφαγές: από τους 100.000 κατοίκους, περίπου 30.000 σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν (άλλες πηγές κάνουν λόγο για 42.000 ή ακόμα και 50.000 Χιώτες), ενώ οι υπόλοιποι διέφυγαν με ψαριανά πλοία σε άλλα νησιά αλλά και στην επαναστατημένη Νότια Ελλάδα.
Το αρχοντικό νησί παραδόθηκε στις φλόγες από τον αιμοβόρο κατακτητή, η αγριότητα του οποίου προξένησε αλγεινή εντύπωση σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής. Η Σφαγή της Χίου ξεσήκωσε κύμα φιλελληνισμού σε όλο τον κόσμο, αν και σύντομα οι ψαριανοί πυρπολητές του ελληνικού πολεμικού στόλου θα εκδικούνταν τον αδικοχαμένο πληθυσμό του νησιού: στις 6-7 Ιουνίου, στα στενά του Τσεσμέ απέναντι από τη Χίο, η γενναιότητα των ελλήνων πλοιάρχων επέτρεψε να κερδηθούν σημαντικές μάχες στο Αιγαίο, με αποκορύφωμα την πυρπόληση της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου και 200 ναυτών, καθώς και του ίδιου του Καρά Αλή. Ο ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης κέρδισε δίκαια με το παράτολμο εγχείρημά του την ευγνωμοσύνη και τις καρδιές του πανελληνίου...
Η Άλωση της Νάουσας (13 ή 18 Απριλίου 1822)
Ταυτόχρονα με την επανάσταση στη Νότια Ελλάδα εξεγέρθηκαν οι Σουλιώτες στην Ήπειρο, καθώς και οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες. Η έλλειψη οργάνωσης όμως και η παρουσία ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στις περιοχές αυτές οδήγησαν τις επαναστατικές κινήσεις σε αποτυχία. Φάρος αγριότητας στέκει εδώ η καταστροφή της Νάουσας, ένα ζοφερό ιστορικό γεγονός για το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα μεγάλη ασάφεια και σύγχυση γύρω από την ημερομηνία που άρχισε η πολιορκία και ο χαλασμός της πόλης.
Για την άλωση αναφέρονται άλλες φορές η 6η Απριλίου, άλλες η 10η, άλλες πάλι η 12η-13η και άλλες τέλος η 18η Απριλίου 1822 (με το παλιό ημερολόγιο πάντα). Παρά ταύτα, η ζοφερή πραγματικότητα παραμένει: η φλόγα της επανάστασης ήταν άσβεστη στη Μακεδονία ήδη από τις πρώτες στιγμές του αγώνα και ο εχθρός είχε αποφασίσει από τα τέλη του 1821 να πάρει αυστηρά προληπτικά μέτρα, καθώς εν τω μεταξύ είχε υψωθεί το λάβαρο της επανάστασης στη Μονή Παναγίας Δοβρά (22 Φεβρουαρίου 1822).
Οι αγωνιστές του Βορρά είχαν επιτεθεί ανεπιτυχώς στη Βέροια και επιδόθηκαν σε σφοδρό ανταρτοπόλεμο στις γύρω περιοχές. Όταν μάλιστα στις 12 Μαρτίου 1822 κάπου 200 παλικάρια της επανάστασης κατάφεραν να αποκρούσουν τους 4.000 Τούρκους του Μεχμέτ Αγά στη Μονή Δοβρά, ήταν ξεκάθαρο στους Οθωμανούς ότι η πρόκληση δεν έπρεπε να μείνει χωρίς απάντηση. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το μοναστήρι και οι Έλληνες αποτραβήχτηκαν στη Νάουσα.
Ο βαλής της Θεσσαλονίκης ανέλαβε ο ίδιος την ηγεσία της επίθεσης και επιστράτευσε 20.000 άντρες, την ίδια ώρα που στη Νάουσα ήταν κλεισμένοι 4.000-5.000 επαναστάτες. Όταν οι Ναουσαίοι αρνήθηκαν να παραδώσουν την πόλη στα τέλη Μαρτίου, ξεκίνησε πολιορκία. Τη νύχτα της 12ης Απριλίου τα τουρκικά κανόνια δημιούργησαν ρήγμα στις οχυρώσεις της πόλης και η Νάουσα έπεσε την επόμενη μέρα. Και τότε είναι που έλαβαν χώρα οι μαζικές σφαγές των κατοίκων, με τις νεαρές γυναίκες της Νάουσας να προτιμούν να πέσουν από τον γκρεμό της Αράπιτσας για να μην ατιμαστούν από τον εχθρό.
Οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι εκτιμούνται στις 5.000, την ίδια ώρα που οι κτηνωδίες σε βάρος των αιχμαλώτων και των γυναικόπαιδων έγιναν άλλο ένα τραγικό μνημείο βαρβαρότητας. Τη μανία των Τούρκων εναντίον των αμάχων πιστοποιεί έγγραφο του ίδιου του βαλή Θεσσαλονίκης, Εμπού Λουμπούτ, στο οποίο αναφέρει πως σφάχθηκαν ή απαγχονίστηκαν όλοι οι άντρες αιχμάλωτοι και εξανδραποδίστηκαν οι γυναίκες και τα παιδιά. Μετά την καταστροφή της Νάουσας, η επανάσταση στη Μακεδονία ουσιαστικά έσβησε, αν και συνεχίστηκαν κάποιες εχθροπραξίες στα βουνά. Η επαναστατική δραστηριότητα περιορίστηκε στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου…
Η Καταστροφή της Κάσου (7-8 Ιουνίου 1824)
Η Κάσος ξεσηκώθηκε ήδη από τον Απρίλιο του 1821 και έθεσε στον επαναστατικό αγώνα τη ναυτική της δύναμη. Τα μέχρι τότε ξακουστά εμπορικά οπλίζονται με κανόνια και αρχίζουν την πολεμική τους δράση. Επιχειρούν στη Ρόδο, προσπαθούν να βοηθήσουν τον αγώνα στην Κρήτη μεταφέροντας πολεμοφόδια και τροφή στο επαναστατημένο νησί και προκαλούν πανικό στους Οθωμανούς όπου τους συναντούν.
Προοδευτικά, οι ναυτικές επιχειρήσεις των Κασιωτών γίνονται ολοένα και πιο παράτολμες: καταστρέφουν τουρκικά πλοία στην Αττάλεια, επιχειρούν ριψοκίνδυνες επιδρομές στο Καστελλόριζο και η χάρη τους φτάνει ακόμα και στα αιγυπτιακά λιμάνια. Τον Μάρτιο του 1824 ο σουλτάνος ζητεί απελπισμένος τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και η αρμάδα του ανηφορίζει λίγο αργότερα το Αιγαίο με δύναμη χιλιάδων στρατιωτών.
Οι Κασιώτες συνειδητοποιούν ότι είναι στόχος των Τουρκοαιγυπτίων καθώς έχουν μετατραπεί σε προπύργιο του ένοπλου αγώνα και οχυρώνουν το νησί περιμένοντας την απόβαση. Η Κρήτη είχε ήδη πέσει και η επανάστασή της καταπνίγηκε στο αίμα, αφήνοντας τη Κάσο βορά στον εχθρό. Οι Τουρκοαιγύπτιοι προσπαθούν από τα μέσα Μαΐου να αποβιβαστούν αλλά το ηρωικό νησί απαντά με τις ομοβροντίες των κανονιών του. Είναι όμως μόνο του, καθώς την ηπειρωτική Ελλάδα τη σπαράσσει ο εμφύλιος και η βοήθεια στο νησί δεν έρχεται ποτέ.
Το ξημέρωμα της 7ης Ιουνίου 1824 (παλιά ημερομηνία), ημέρα Σάββατο, ο εχθρικός στόλος αποβιβάζει τις δυνάμεις του στο νησί και ακολουθούν φονικές μάχες, οι οποίες αναγκάζουν τελικά τους αγωνιστές να αποσυρθούν στα βουνά, αφήνοντας τα χωριά και τα γυναικόπαιδα στα χέρια των εχθρών. Οι Τουρκοαιγύπτιοι ρίχτηκαν στη σφαγή, την αρπαγή, τη λεηλασία, τους βιασμούς και σε κάθε είδους κτηνωδία, μεταφέροντας τα κομμένα κεφάλια με τη σέσουλα στον Χουσεΐν Μπέη και υποδουλώνοντας 2.000 γυναικόπαιδα για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Η Κάσος είχε πατηθεί και η οριστική καταστροφή της θα συγκλονίσει τόσο την Ελλάδα όσο και την κοινή γνώμη της Ευρώπης.
Μετά τη σφαγή, η Κάσος των 7.000 ψυχών ερήμωσε. Η λαϊκή μούσα του νησιού τραγούδησε τον οριστικό χαλασμό ως εξής: «Μαύρο πουλάκι κάθεται στης Κάσου τ' αγριοβούνι / βγάλλει φωνίτσα θλιερή και μαύρο μοιρολόι / Μάνα, κλαμός και βουγκητός εις το νησί της Κάσου! / Η μάνα κλαίει το παιδί και το παιδί τη μάνα / κι ο αερφός την αερφή κι άουρος την καλή του / Μπας και πανούκλα πλάκωσε, μπας και σεισμός εϊνη; / Μηδέ πανούκλα πλάκωσε, μητέ σεισμός εϊνη / Χουσεϊν πασάς επλάκωσεν από την Αλεξάντρα / Γίνονται στίβες τα κορμιά, τα αίματα ποτάμια / Σφάζουν τους γέρους και τις γριές κι όλα τα παλικάρια / τις κοπελιές και τα μωρά στη φλότα τους μπαρκάρουν / σκλάβους να τους πουλήσουσι στης Μπαρμπαριάς τα μέρη / Και μια απ' τις σκλάβες ήλεγε με θλιερή φωνίτσα / Χίλια κι αν κάμεις, Χουσεϊν, χίλια κι αν μας πουλήσεις / εμείς του Τούρκου το σπαθί 'εθ θα το φοηθούμε / για θα μας κόψεις ούλους μας, για λευτεριά θα 'ούμε»…
Η Καταστροφή των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824)
Όπως είπαμε, ο αιγυπτιακός στρατός κλήθηκε από τον σουλτάνο το 1824 για να βοηθήσει την Υψηλή Πύλη, γεγονός που σηματοδότησε το σημείο καμπής του ελληνικού αγώνα. Η εθνική παλιγγενεσία έπνεε πλέον τα λοίσθια, με τους έλληνες χωρισμένους σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και τις δυνάμεις τους αποσυντονισμένες και φθαρμένες από τον εμφύλιο σπαραγμό. Πριν καταπνίξουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο όμως, οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέστειλαν τη φλόγα του ξεσηκωμού στην Κρήτη, κατέστρεψαν την Κάσο και έκαψαν τα Ψαρά, τα δυο ισχυρά προπύργια του ελληνικού στόλου.
Οι Αιγύπτιοι του περιβόητου Χουσεΐν επιτέθηκαν στην Κάσο και ο τουρκικός στόλος του Χοσρέφ Πασά στα Ψαρά. Με σπουδαία ναυτική παράδοση στις πλάτες τους, τα Ψαρά ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας (μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες) και διαρκές αγκάθι των Τούρκων, γι’ αυτό και αποφασίστηκε να εξαφανιστούν από προσώπου γης.
Κι έτσι το πρωινό της 20ής Ιουνίου η τουρκική αρμάδα απέπλευσε από τη Μυτιλήνη με προορισμό τα Ψαρά: 176 πλοία και 12.000 άντρες κατάφεραν να αποβιβαστούν στο μαρτυρικό νησί το ίδιο απόγευμα, έπειτα από πρωτοφανή κανονιοβολισμό. Το νησί των 30.000 ψυχών υπερασπίζονταν κάπου 3.000 έλληνες αγωνιστές, διασκορπισμένοι στην επικράτεια των Ψαρών, την ίδια ώρα που τα γυναικόπαιδα δεν φυγαδεύτηκαν. Μέχρι την επόμενη μέρα, η άμυνα του νησιού είχε καμφθεί και τότε ήρθε η πραγματική θηριωδία: με τον εχθρικό στόλο να έχει περικυκλώσει το νησί, τρόπος διαφυγής δεν υπήρχε.
Η σφαγή που ακολούθησε έμελλε με τη ζοφερότητά της να μείνει μνημείο θηριωδίας των τουρκικών σφαγών: από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 δολοφονήθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, ενώ όσοι κάτοικοι γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά. Η άλωση των Ψαρών επέφερε δεινό πλήγμα στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς όχι μόνο χάθηκε μια από τις σημαντικότερες βάσεις του ελληνικού ναυτικού, αλλά διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο και όλες οι υπόλοιπες. Την εικόνα της καταστροφής έδωσε όπως ξέρουμε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του: «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη / περπατώντας η Δόξα μονάχη / μελετά τα λαμπρά παλληκάρια / και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινωμένο από λίγα χορτάρια / πούχαν μείνει στην έρημη γη».
Η Έξοδος του Μεσολογγίου (10-11 Απριλίου 1826)
Το πολύπαθο Μεσολόγγι ήταν αποφασιστικής σημασίας πόλη για την επαναστατική επικοινωνία Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας, γι’ αυτό και το ήθελε απελπισμένα ο εχθρός στα χέρια του. Είχε μάλιστα αντέξει ήδη την πολιορκία του 1822-1823 των Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη, αν και πλέον ο παντοδύναμος Ιμπραήμ το είχε βάλει στο δικό του στόχαστρο: από το 1825 που είχαν αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο, οι δυνάμεις του τουρκοαιγύπτιου στρατηγού είχαν ερημώσει κυριολεκτικά την περιοχή και είχαν κάμψει τους σημαντικότερους θύλακες αντίστασης.
Το 1826 οι δυνάμεις του Ιμπραήμ ενώθηκαν με εκείνες του Κιουταχή Πασά, που πολιορκούσε ήδη από τον Απρίλιο του 1825 το Μεσολόγγι, την πόλη που είχε δεχτεί δηλαδή τον μεγάλο βρετανό φιλέλληνα Λόρδο Μπάυρον και είχε θρηνήσει τον θάνατο του. Εκεί είχαν πλέον στραμμένα τα βλέμματά τους τόσο το πανελλήνιο όσο και όλη η συμπαθούσα Ευρώπη. Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, λόγω του εμφυλίου, και έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 ψυχές του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί έναν ολόκληρο χρόνο.
Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ επιχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826, απέτυχε όμως και αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τον Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία, την ίδια ώρα που ο ανηλεής κανονιοβολισμός της πόλης αλλά και η κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι και Κλείσοβας έφερε τους πολιορκημένους σε δεινή θέση, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.
Η κατάσταση μέσα στην πόλη ήταν σε οριακό σημείο, γι’ αυτό και αποφασίστηκε στο συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της 6ης Απριλίου η ηρωική έξοδος (ορίστηκε για τη νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων, 9 προς 10 Απριλίου). Τα μεσάνυχτα -σύμφωνα με το σχέδιο- χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών, αφήνοντας πίσω τους μόνο τους ηλικιωμένους, τους αρρώστους και τους τραυματίες. Το σχέδιο της εξόδου όμως είτε προδόθηκε είτε δεν εφαρμόστηκε όπως είχε σχεδιαστεί και οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας.
Εν τω μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους που εισέβαλλαν από άλλο σημείο της πόλης. Το πρωί της 10ής Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου: γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Η Επανάσταση μετά την πτώση των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί: «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει / Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει / Τα μάτια η πείνα εμαύρισε' στα μάτια η μάνα μνέει' / Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: / Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι; / Οπού συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»…
Περισσότερα θέματα για την Ελληνική Επανάσταση εδώ.