Ο Γάλλος ιστορικός, μεταφραστής και μέγας ταξιδευτής Βικτόρ Μπεράρ (1864 – 1931), έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους σπουδαιότερους «Ομηριστές» της Ευρώπης.
Υπήρξε ενεργό μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και βουλευτής της αριστερής πτέρυγας του γαλλικού κοινοβουλίου, με πολλές παρεμβάσεις σε κρίσιμα πολιτικά και ιστορικά θέματα όπως το ζήτημα της Κριμαίας και των Βαλκανίων.
Μετέφρασε την Ομήρου Οδύσσεια στα γαλλικά, στην προσπάθεια του να «ζωντανέψει» το ταξίδι του Οδυσσέα.
Το όνειρο του ήταν να βρεθεί μέσα στα ομηρικά τοπία και να ανακαλύψει τις ακριβείς γεωγραφικές τοποθεσίες τους.
Όπως έγραψε: «Η Οδύσσεια δεν είναι μια απλή συναρμολόγηση θρύλων. Είναι ένα γεωγραφικό ντοκουμέντο, απεικόνιση ποιητική αλλά όχι παραμορφωτική, μιας συγκεκριμένης Μεσογείου, που είχε τις ναυσιπλοϊκές της συνήθειες, τις θεωρίες της για τον κόσμο και τη ζωή των ναυτικών, τη γλώσσα της, τις «οδηγίες προς ναυτιλλόμενους» και το εμπόριο της. Ο Οδυσσέας δεν ταξιδεύει μέσα στην καταχνιά του θρύλου, σε τόπους φανταστικούς, από κάβο σε κάβο, από νησί σε νησί, παρά πλέει στις ακτές όπου ήδη ταξίδευαν οι έμποροι της Σιδώνος».
Το 1912, ο Μπεράρ κάλεσε τον συνοδοιπόρο του και σπουδαίο Ελβετό φωτογράφο, Φρέντ Μπουασσονάς, τον οποίο είχε ξεχωρίσει μέσα από το μεγάλο φωτογραφικό λεύκωμα που είχε εκδώσει για την Ελλάδα, να ταξιδέψουν στα μέρη από όπου πέρασε ο Οδυσσέας και να αναγνωρίσουν και να αποτυπώσουν φωτογραφικά τα ομηρικά τοπία.
Το αποτέλεσμα αυτού του ταξιδιού αποκαλύπτεται μέσα από σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα στο λεύκωμα που υπέγραψαν οι δυο φιλέλληνες με τίτλο «Ακολουθώντας το Πλοίο του Οδυσσέα», με αφήγηση του Μπεράρ για κάθε φωτογραφία.
Είναι συγκλονιστικό το ότι ο Μπουασσονάς κατάφερε να απαθανατίσει τοπία που παρέμειναν αναλλοίωτα για 3.000 χρόνια, πριν «αλωθούν» -όπως έγραψε ο ίδιος- από τον σύγχρονο πολιτισμό.
Επέλεξε προσεκτικά τις στιγμές και τις γωνίες λήψης, ώστε οι εικόνες του να αποκτήσουν τον απαιτούμενο «δραματικό» χαρακτήρα, για να ταιριάζουν με την αφήγηση της Οδύσσειας.
Η τέχνη της φωτογραφίας τότε ήταν πολύ διαφορετική. Για να πετύχει κανείς ακριβείς γωνίες λήψης, πράγμα απαραίτητο στη συγκεκριμένη περίπτωση, έπρεπε να χρησιμοποιήσει διαφάνειες, να κουβαλάει μια πολύ βαριά φωτογραφική μηχανή και έναν εξοπλισμό εξαιρετικά δύσχρηστο ακόμα και για την σωστή απόδοση των χρωμάτων.
Έτσι ο Φρέντ αποβιβάστηκε αρχικά στη Σικελία με 120 κιλά φωτογραφικές πλάκες, που έπρεπε να κουβαλάει και να συντηρεί καθημερινά.
Ο περίπλους στα χνάρια του Οδυσσέα ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1912.
Πραγματοποιήθηκε με πολλές διακοπές που τις επέβαλλαν οι οικονομικές αναποδιές αλλά και οι επαγγελματικές υποχρεώσεις και των δυο.
Με αφετηρία την Μασσαλία, ο Μπεράρ και ο Μπουασσονάς αποβιβάστηκαν στο Γιβραλτάρ, όπου επισκέφθηκαν πρώτα το «Βουνό των Πιθήκων» και τον όρμο Benzus. Εκεί είχαν τη χαρά να ανακαλύψουν τη «Σπηλιά με τις Τέσσερις Βρύσες», όπου η Καλυψώ κράτησε αιχμάλωτο τον Οδυσσέα.
Στις 17 Αυγούστου 1931 βρέθηκαν στη Σαρδηνία, όπου φωτογράφισαν το Πόρτο Πότσο, δηλαδή το «Λιμάνι των Λαιστρυγόνων».
Τρεις μέρες μετά βρίσκονταν στη Νάπολη, στη «Σπηλιά του Κύκλωπα», στο Ποτσουόλι, μέσα στην περιοχή των κρατήρων.
Στις 26 Αυγούστου, έπλεαν ανοιχτά από τη χερσόνησο του Σορέντο ενώ αναγνώριζαν στα νησιά Γκάλλι το αρχιπέλαγος των «Σειρήνων».
Επαγγελματικές υποχρεώσεις ανάγκασαν τότε τον Μπουασσονάς να επιστρέψει στην Ελβετία.
Ο Μπεράρ, θέλοντας να βάλει σε μια σειρά τις σημειώσεις του αποφάσισε να παραμείνει για τρεις εβδομάδες στην Ιταλία μαζί με την γυναίκα και τα παιδιά του. Άλλωστε μαζί με την Αλίς Μπεράρ, έκανε την πρώτη του «ομηρική έρευνα», που τον ώθησε να συνεχίσει μέχρι να αποδείξει μέσα από ντοκουμέντα ότι η Ομήρου Οδύσσεια δεν ήταν απλά η συναρμολόγηση ενός θρύλου αλλά ένα γεωγραφικό ντοκουμέντο.
Έτσι στις 26 Αυγούστου οι δυο φίλοι βρίσκονταν και πάλι στο Μόντε Τσιρτσέο, όπου και ολοκλήρωσαν τη φωτογραφική τους εξερεύνηση.
Με ένα μικρό ιστιοφόρο χωρίς μηχανή, ξεκίνησαν για την επίσκεψη στο «Βασίλειο των Νησιών», μια περιήγηση στη «Θάλασσα με τα Νησάκια».
Με το «Olive», ένα μικρό καΐκι και με πλήρωμα τρεις άντρες, ταξίδεψαν από την Κέρκυρα στη Λευκάδα και την Κεφαλλονιά, όπου εκεί επρόκειτο να αναγνωρίσουν την ομηρική Ιθάκη, να φωτογραφίσουν όλους τους κάβους, τους βράχους και τα λιμανάκια με στόχο να επαναλάβουν το ταξίδι του Τηλέμαχου.
Ο Μπεράρ ήθελε να ξαναδεί τη θάλασσα του Οδυσσέα και να αντιμετωπίσει τους θυελλώδεις ανέμους που είχαν υποβάλλει σε δοκιμασίες τον πολυμήχανο ηγέτη.
Στις 30 Οκτωβρίου, με ένα ταχυδρομικό ατμόπλοιο της αμερικανο-αυστριακής εταιρίας κατευθύνθηκαν στη Μεσσήνη, από όπου ξεκίνησαν για να επισκεφτούν τη «Σκύλλα και τη Χάρυβδη», στο Στρόμπολι, ένα σημείο από όπου πάντα βγαίνει καπνός, όπου αναγνώρισαν τις Πλαγκτές, το «Στενό με τους Δυο Βράχους».
Τέλος, μετά από τρεις μέρες τρομακτικής θύελλας, εκτυφλωτικής βροχής και μανιασμένων κυμάτων που ανάγκασαν το ταχυδρομικό πλοίο να αναζητήσει καταφύγιο στον πιο κοντινό όρμο της Σικελίας, αποβιβάστηκαν στην Τζέρμπα, τη «Χώρα των Λωτοφάγων» που τρέφονταν με τον καρπό της λήθης.
Από τις αποστολές αυτές που πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1912, έφεραν πίσω χιλιάδες διαφάνειες. Μόνο 165 από αυτές διασώθηκαν και παρουσιάστηκαν στο φωτογραφικό λεύκωμα.
Αρχικά εκδόθηκαν 4 τόμοι όπου ολοκληρώθηκαν το 1929.
Κατά την άποψη του Μπεράρ το «Λεύκωμα» έπρεπε να συμπληρωθεί και να εικονογραφηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβεβαιωθούν οι θεωρίες του. Ο θάνατος του όμως το 1931, τον εμπόδισε να ολοκληρώσει το έργο του. Έτσι τη φροντίδα για την ολοκλήρωση του έργου του ανέλαβε ο δευτερότοκος γιος του, Ζαν Μπεράρ, αρχαιολόγος και πολυπράγμων σαν τον πατέρα του.
Η κατάταξη των φωτογραφιών ακολούθησε τη σειρά των επεισοδίων στο ποίημα. Οι φωτογραφίες του έχουν χαρακτηριστεί ως αναντικατάστατα τεκμήρια.
Ο Βικτόρ Μπεράρ προτίμησε να ολοκληρώσει αυτό το ταξίδι με τα παρακάτω λόγια:
Πηγή: «Ακολουθώντας το Πλοίο του Οδυσσέα», Victor Berard – Fred Boissonnas, εκδόσεις: ΆΓΡΑΣ
Περισσότερα ενδιαφέροντα φιλολογικά θέματα εδώ.
Υπήρξε ενεργό μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και βουλευτής της αριστερής πτέρυγας του γαλλικού κοινοβουλίου, με πολλές παρεμβάσεις σε κρίσιμα πολιτικά και ιστορικά θέματα όπως το ζήτημα της Κριμαίας και των Βαλκανίων.
Μετέφρασε την Ομήρου Οδύσσεια στα γαλλικά, στην προσπάθεια του να «ζωντανέψει» το ταξίδι του Οδυσσέα.
Το όνειρο του ήταν να βρεθεί μέσα στα ομηρικά τοπία και να ανακαλύψει τις ακριβείς γεωγραφικές τοποθεσίες τους.
Όπως έγραψε: «Η Οδύσσεια δεν είναι μια απλή συναρμολόγηση θρύλων. Είναι ένα γεωγραφικό ντοκουμέντο, απεικόνιση ποιητική αλλά όχι παραμορφωτική, μιας συγκεκριμένης Μεσογείου, που είχε τις ναυσιπλοϊκές της συνήθειες, τις θεωρίες της για τον κόσμο και τη ζωή των ναυτικών, τη γλώσσα της, τις «οδηγίες προς ναυτιλλόμενους» και το εμπόριο της. Ο Οδυσσέας δεν ταξιδεύει μέσα στην καταχνιά του θρύλου, σε τόπους φανταστικούς, από κάβο σε κάβο, από νησί σε νησί, παρά πλέει στις ακτές όπου ήδη ταξίδευαν οι έμποροι της Σιδώνος».
Το 1912, ο Μπεράρ κάλεσε τον συνοδοιπόρο του και σπουδαίο Ελβετό φωτογράφο, Φρέντ Μπουασσονάς, τον οποίο είχε ξεχωρίσει μέσα από το μεγάλο φωτογραφικό λεύκωμα που είχε εκδώσει για την Ελλάδα, να ταξιδέψουν στα μέρη από όπου πέρασε ο Οδυσσέας και να αναγνωρίσουν και να αποτυπώσουν φωτογραφικά τα ομηρικά τοπία.
Το αποτέλεσμα αυτού του ταξιδιού αποκαλύπτεται μέσα από σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα στο λεύκωμα που υπέγραψαν οι δυο φιλέλληνες με τίτλο «Ακολουθώντας το Πλοίο του Οδυσσέα», με αφήγηση του Μπεράρ για κάθε φωτογραφία.
Είναι συγκλονιστικό το ότι ο Μπουασσονάς κατάφερε να απαθανατίσει τοπία που παρέμειναν αναλλοίωτα για 3.000 χρόνια, πριν «αλωθούν» -όπως έγραψε ο ίδιος- από τον σύγχρονο πολιτισμό.
Επέλεξε προσεκτικά τις στιγμές και τις γωνίες λήψης, ώστε οι εικόνες του να αποκτήσουν τον απαιτούμενο «δραματικό» χαρακτήρα, για να ταιριάζουν με την αφήγηση της Οδύσσειας.
Η τέχνη της φωτογραφίας τότε ήταν πολύ διαφορετική. Για να πετύχει κανείς ακριβείς γωνίες λήψης, πράγμα απαραίτητο στη συγκεκριμένη περίπτωση, έπρεπε να χρησιμοποιήσει διαφάνειες, να κουβαλάει μια πολύ βαριά φωτογραφική μηχανή και έναν εξοπλισμό εξαιρετικά δύσχρηστο ακόμα και για την σωστή απόδοση των χρωμάτων.
Έτσι ο Φρέντ αποβιβάστηκε αρχικά στη Σικελία με 120 κιλά φωτογραφικές πλάκες, που έπρεπε να κουβαλάει και να συντηρεί καθημερινά.
Ο περίπλους στα χνάρια του Οδυσσέα ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1912.
Πραγματοποιήθηκε με πολλές διακοπές που τις επέβαλλαν οι οικονομικές αναποδιές αλλά και οι επαγγελματικές υποχρεώσεις και των δυο.
Με αφετηρία την Μασσαλία, ο Μπεράρ και ο Μπουασσονάς αποβιβάστηκαν στο Γιβραλτάρ, όπου επισκέφθηκαν πρώτα το «Βουνό των Πιθήκων» και τον όρμο Benzus. Εκεί είχαν τη χαρά να ανακαλύψουν τη «Σπηλιά με τις Τέσσερις Βρύσες», όπου η Καλυψώ κράτησε αιχμάλωτο τον Οδυσσέα.
Στις 17 Αυγούστου 1931 βρέθηκαν στη Σαρδηνία, όπου φωτογράφισαν το Πόρτο Πότσο, δηλαδή το «Λιμάνι των Λαιστρυγόνων».
Τρεις μέρες μετά βρίσκονταν στη Νάπολη, στη «Σπηλιά του Κύκλωπα», στο Ποτσουόλι, μέσα στην περιοχή των κρατήρων.
Στις 26 Αυγούστου, έπλεαν ανοιχτά από τη χερσόνησο του Σορέντο ενώ αναγνώριζαν στα νησιά Γκάλλι το αρχιπέλαγος των «Σειρήνων».
Επαγγελματικές υποχρεώσεις ανάγκασαν τότε τον Μπουασσονάς να επιστρέψει στην Ελβετία.
Ο Μπεράρ, θέλοντας να βάλει σε μια σειρά τις σημειώσεις του αποφάσισε να παραμείνει για τρεις εβδομάδες στην Ιταλία μαζί με την γυναίκα και τα παιδιά του. Άλλωστε μαζί με την Αλίς Μπεράρ, έκανε την πρώτη του «ομηρική έρευνα», που τον ώθησε να συνεχίσει μέχρι να αποδείξει μέσα από ντοκουμέντα ότι η Ομήρου Οδύσσεια δεν ήταν απλά η συναρμολόγηση ενός θρύλου αλλά ένα γεωγραφικό ντοκουμέντο.
Έτσι στις 26 Αυγούστου οι δυο φίλοι βρίσκονταν και πάλι στο Μόντε Τσιρτσέο, όπου και ολοκλήρωσαν τη φωτογραφική τους εξερεύνηση.
Με ένα μικρό ιστιοφόρο χωρίς μηχανή, ξεκίνησαν για την επίσκεψη στο «Βασίλειο των Νησιών», μια περιήγηση στη «Θάλασσα με τα Νησάκια».
Με το «Olive», ένα μικρό καΐκι και με πλήρωμα τρεις άντρες, ταξίδεψαν από την Κέρκυρα στη Λευκάδα και την Κεφαλλονιά, όπου εκεί επρόκειτο να αναγνωρίσουν την ομηρική Ιθάκη, να φωτογραφίσουν όλους τους κάβους, τους βράχους και τα λιμανάκια με στόχο να επαναλάβουν το ταξίδι του Τηλέμαχου.
Ο Μπεράρ ήθελε να ξαναδεί τη θάλασσα του Οδυσσέα και να αντιμετωπίσει τους θυελλώδεις ανέμους που είχαν υποβάλλει σε δοκιμασίες τον πολυμήχανο ηγέτη.
Στις 30 Οκτωβρίου, με ένα ταχυδρομικό ατμόπλοιο της αμερικανο-αυστριακής εταιρίας κατευθύνθηκαν στη Μεσσήνη, από όπου ξεκίνησαν για να επισκεφτούν τη «Σκύλλα και τη Χάρυβδη», στο Στρόμπολι, ένα σημείο από όπου πάντα βγαίνει καπνός, όπου αναγνώρισαν τις Πλαγκτές, το «Στενό με τους Δυο Βράχους».
Τέλος, μετά από τρεις μέρες τρομακτικής θύελλας, εκτυφλωτικής βροχής και μανιασμένων κυμάτων που ανάγκασαν το ταχυδρομικό πλοίο να αναζητήσει καταφύγιο στον πιο κοντινό όρμο της Σικελίας, αποβιβάστηκαν στην Τζέρμπα, τη «Χώρα των Λωτοφάγων» που τρέφονταν με τον καρπό της λήθης.
Από τις αποστολές αυτές που πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1912, έφεραν πίσω χιλιάδες διαφάνειες. Μόνο 165 από αυτές διασώθηκαν και παρουσιάστηκαν στο φωτογραφικό λεύκωμα.
Αρχικά εκδόθηκαν 4 τόμοι όπου ολοκληρώθηκαν το 1929.
Κατά την άποψη του Μπεράρ το «Λεύκωμα» έπρεπε να συμπληρωθεί και να εικονογραφηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβεβαιωθούν οι θεωρίες του. Ο θάνατος του όμως το 1931, τον εμπόδισε να ολοκληρώσει το έργο του. Έτσι τη φροντίδα για την ολοκλήρωση του έργου του ανέλαβε ο δευτερότοκος γιος του, Ζαν Μπεράρ, αρχαιολόγος και πολυπράγμων σαν τον πατέρα του.
Η κατάταξη των φωτογραφιών ακολούθησε τη σειρά των επεισοδίων στο ποίημα. Οι φωτογραφίες του έχουν χαρακτηριστεί ως αναντικατάστατα τεκμήρια.
Ο Βικτόρ Μπεράρ προτίμησε να ολοκληρώσει αυτό το ταξίδι με τα παρακάτω λόγια:
Ο Ερατοσθένης ισχυριζόταν ότι το μόνο που ζητάει ένας ποιητής είναι η ευχαρίστηση και όχι η αλήθεια.