Επειδή κάποια επίθετα έχουν μία (την ίδια) κατάληξη για το αρσενικό και το θηλυκό και μια διαφορετική για το ουδέτερο, συνολικά δηλαδή δύο καταλήξεις, λέγονται δικατάληκτα π.χ. ο επιμελής μαθητής, η επιμελής μαθήτρια, το επιμελές παιδί.
Τα δικατάληκτα επίθετα είναι λόγιας προέλευσης και έχουν μία ομάδα τύπων για το αρσενικό και το θηλυκό γένος και μία για το ουδέτερο.
Επίθετα σε -ος, -ο
Ενικός | ||
Αρσενικό/Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ονομαστική | -ος | -ο |
Γενική | -ου | -ου |
Αιτιατική | -ο(ν) | -ο |
Κλητική | -ε | -ο |
Πληθυντικός | ||
Ονομαστική | -οι | -α |
Γενική | -ων | -ων |
Αιτιατική | -ους | -α |
Κλητική | -οι | -α |
Τα δικατάληκτα επίθετα σε -ος, -ο μπορεί να έχουν θηλυκούς τύπους όπως και τα θηλυκά σε -ος, -α, -ο, αλλά σε επίσημο ύφος λόγου χρησιμοποιούνται οι τύποι του αρσενικού προκειμένου να προσδιοριστούν θηλυκά ουσιαστικά.
Π.χ. αζωτούχος ουσία, Βόρειος Αμερική, ενεργός δράση, ζωογόνος δύναμη, ειδοποιός διαφορά, φθοροποιός επίδραση.
Τα προπαροξύτονα επίθετα σε -ος, -ο μπορεί να σχηματίζουν τη γενική του ενικού και των τριών γενών, καθώς και την αιτιατική πληθυντικού του αρσενικού και του θηλυκού με μετακίνηση του τόνου στην παραλήγουσα (π.χ. του βορείου και βόρειου, τους βορείους και βόρειους).
Επίθετα σε -ής, -ές και -ης, -ες
Ενικός | ||||
Αρσενικό/Θηλυκό | Ουδέτερο | |||
Ονομαστική | -ής | -ης | -ές | -ες |
Γενική | -ούς | -ους | -ούς | -ους |
Αιτιατική | -ή | -η | -ές | -ες |
Πληθυντικός | ||||
Ονομαστική | -είς | -εις | -ή | -η |
Γενική | -ών | -ων | -ών | -ων |
Αιτιατική | -είς | -εις | -ή | -η |
Τα δικατάληκτα επίθετα αυτής της κατηγορίας μπορεί να είναι:
α) οξύτονα, διατηρώντας τον τόνο στη λήγουσα σε όλη την κλίση:
ο, η αβλαβής, το αβλαβές
ο, η ακριβής, το ακριβές
ο, η αληθής, το αληθές
ο, η διεθνής, το διεθνές
ο, η ευγενής, το ευγενές
β) παροξύτονα, αλλά με μετακίνηση του τόνου στην προπαραλήγουσα στην ονομαστική και αιτιατική ενικού του ουδετέρου:
ο, η αυθάδης, το αύθαδες
ο, η αυτάρκης, το αύταρκες
ο, η επιμήκης, το επίμηκες
ο, η καλοήθης, το καλόηθες
ο, η συνήθης, το σύνηθες
Εξαίρεση το επίθετο πλήρης, που διατηρεί τον τόνο στην παραλήγουσα σε όλη την κλίση:
ο, η πλήρης, το πλήρες, οι πλήρεις, τα πλήρη, των πλήρων
γ) παροξύτονα, αλλά με μετακίνηση του τόνου στη λήγουσα στη γενική πληθυντικού:
ο, η αμμώδης, το αμμώδες (των αμμωδών)
ο, η αφρώδης, το αφρώδες (των αφρωδών)
ο, η βραχώδης, το βραχώδες (των βραχωδών)
ο, η δηλητηριώδης, το δηλητηριώδες (των δηλητηριωδών)
ο, η θορυβώδης, το θορυβώδες (των θορυβωδών)
Η γενική ενικού του αρσενικού είναι -ους (π.χ. του μεγαλοπρεπούς ναού). Όταν όμως ένα επίθετο αυτής της κατηγορίας χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, μπορεί να σχηματίζει τη γενική και σε -η (π.χ. του ευγενή, του συγγενή, του ψυχοπαθή).
Τα επίθετα σε -ης, -ες δε σχηματίζουν κλητική.