παρεισφρέω < ελληνιστική κοινή παρεισφρέω < αρχαία ελληνική παρά + εἰσφρέω < εἰς + φ(έ)ρω
Ωστόσο έχει διαδοθεί ο λανθασμένος τύπος παρεισφρύω, παρεισέφρυσα, με επίδραση του συνώνυμου ρήματος διεισδύω.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Δείτε περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.