Την άνοιξη του '44 η Ελλάδα έχοντας ήδη βιώσει τρεις φρικτούς χειμώνες ναζιστικής κατοχής προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της. Οι αντάρτικες ομάδες σημειώνουν, πλέον, σημαντικές νίκες απέναντι στην Βέρμαχτ αλλά τα μαύρα σύννεφα του επερχόμενου εμφυλίου πολέμου έχουν αρχίσει να κάνουν έντονη την παρουσία τους.
Παράλληλα, οι σύμμαχοι έχουν στριμώξει στα «σκοινιά» τις στρατιές του Χίτλερ και ετοιμάζονται για την μεγάλη απόβαση στη Νορμανδία, η οποία θα ακολουθήσει σε μερικούς μήνες και θα αλλάξει οριστικά και αμετάκλητα την ροή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μέσα σε αυτό το κλίμα τον Μάρτιο του 1944 στον Πειραιά και συγκεκριμένα στην Κοκκινιά θα δοθεί μια από τις πλέον αιματηρές και ιστορικές μάχες ανάμεσα στα κατοχικά στρατεύματα και τις δυνάμεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ οι οποίοι όταν τους τελείωναν τα πυρομαχικά μάχονταν ακόμα και με πέτρες αναγκάζοντας τελικά τους Γερμανούς, μετά από πέντε ημέρες, να υποχωρήσουν!
Σκοτεινό ρόλο σε εκείνη τη μάχη, ωστόσο, διαδραμάτισαν τα Τάγματα Ασφαλείας και οι δυνάμεις της χωροφυλακής που πολέμησαν, ανοιχτά, στο πλευρό των ναζί…
Σάββατο 4 και Κυριακή 5 Μάρτη 1944
Με το αντάρτικο κίνημα να λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, οι κατοχικές δυνάμεις ήθελαν διακαώς μια μεγάλη και συμβολική νίκη, προκειμένου να στείλουν μήνυμα πως είναι σε θέση να καταπνίξουν κάθε εστία αντίστασης.
Επιλέγουν την Κοκκινιά και όχι τυχαία. Στην συγκεκριμένη συνοικία του Πειραιά δρα το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, υπάρχουν πολλά μέλη του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ αλλά το κυριότερο είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της, κάνει δύσκολη τη ζωή των Γερμανών.
Η πενθήμερη μάχη ξεκινά το πρωί του Σαββάτου...
Δυνάμεις της χωροφυλακής και Τάγματα Ασφαλείας μαζί με επίλεκτες δυνάμεις των ναζί προσπαθούν να εισβάλουν ταυτόχρονα από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη. Ακολουθούν πολύωρες και σφοδρές συγκρούσεις και τελικά λίγο πριν το βράδυ οι επιτιθέμενοι αναγκάζονται σε προσωρινή οπισθοχώρηση.
Στρατοπεδεύουν στα περίχωρα και ετοιμάζονται για την δεύτερη ημέρα μαχών. Ταυτόχρονα η άμυνα της πόλης προετοιμάζεται και εκείνη. Αποφασίζεται, πέρα από τα ένοπλα τμήμα του ΕΛΑΣ, την Κυριακή να βγουν στους δρόμους και οι κάτοικοι οι οποίοι θα πραγματοποιήσουν πορεία στους δρόμους της πόλης ενώ κηρύσσετε και απεργία!
Στις 5 του Μαρτίου, οι μάχες ξεκινούν και πάλι από το πρωί. Είναι σφοδρές και ιδιαίτερα αιματηρές αλλά και πάλι η κατάληξη είναι η ίδια. Το σκοτάδι πέφτει και οι επιτιθέμενοι αναγκάζονται να επιστρέψουν στις αρχικές τους θέσεις μέσα σε πανηγυρισμούς από την πλευρά των πολιορκημένων.
Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί είναι πως ο διορισμένος από τον Ιωάννη Ράλλη, δήμαρχος της πόλης Γρηγόρης Χατζής, παραιτείται.
Δευτέρα 6 και Τρίτη 7 Μαρτίου 1944
Και την επόμενη ημέρα η εικόνα παραμένει η ίδια. Σχεδόν σε κάθε στενό της πόλης διαδραματίζονται σκηνές αλλοφροσύνης με τους κατοίκους (που παραμένουν σε απεργία) να προσπαθούν να προστατευτούν από τα πυρά των δυο πλευρών που έπεφταν σαν… βροχή.
Οι μάχες είναι αιματηρές αλλά η κατάσταση δεν αλλάζει. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ καταφέρνουν και αποκρούουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των κατακτητών. Παρόλα αυτά οι ναζί φτάνουν για πρώτη φορά κοντά στο κέντρο της πόλης καταλαμβάνοντας κομβικά σημεία.
Τελικά αργά το βράδυ αναγκάζονται να τα εγκαταλείψουν και να οπισθοχωρήσουν. Οι Κοκκινιώτες πανηγυρίζουν, γνωρίζουν, ωστόσο, πως η επόμενη ημέρα θα είναι εξαιρετικά δύσκολη και τίθονται όλοι (ένοπλοι και άοπλοι) σε κατάσταση συναγερμού.
Η εκτίμηση αυτή, όπως αποδείχθηκε, δεν απείχε από την πραγματικότητα. Η Τρίτη 7 Μαρτίου είναι η χειρότερη ημέρα της πενθήμερης πολιορκίας.
Οι πρώτες κινήσεις των Γερμανών αλλά και των Ελλήνων συνεργατών τους γίνονται αντιληπτές ήδη από τις 5 το πρωί! Η κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ έχει οχυρωθεί στη βόρεια πλευρά από το Περιβολάκι (πλατεία Δαβάκη). Στις 6 το πρωί τέσσερα φορτηγά με ναζί καταλαμβάνουν τις θέσεις στην πλατεία Κουτσικαρίου και δειλά-δειλά προσπαθούν να μπουν στην Κοκκινιά.
Από εκείνη την ώρα και έπειτα σε κάθε στενό της Κοκκινιάς, γύρω από Περιβολάκι, οι μάχες είναι απερίγραπτες, πολλές φορές σώμα με σώμα. Περίπου στις 11 το πρωί, ωστόσο, ο ΕΛΑΣ αρχίζει να υποχωρεί λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Οι επιτιθέμενοι ανακτούν την αυτοπεποίθησή τους.
Πίσω από τον κινηματογράφο Ορφέα, σκοτώνεται ο ταγματάρχης των Ταγμάτων Ασφαλείας Λαζάρου, άλλοι οκτώ από το Τάγμα του καθώς και τρεις χωροφύλακες.
Λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι ο ΕΛΑΣ, με δεδομένο πως πλέον τα πυρομαχικά του λιγοστεύουν επικίνδυνα, ξεκινά γενική αντεπίθεση με την εντολή να είναι πως «μαχόμαστε ακόμα και με τα χέρια»! Η αντεπίθεση έχει ως βασικό στόχο την πλατεία στο περιβολάκι που έχει καταληφθεί από ναζί.
Οι μάχες κρατάνε για σχεδόν τρεις ώρες και οι Γερμανοί οπισθοχωρούν συντεταγμένα προς τον Αη-Γιώργη του Κορυδαλλού και τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας όπου και ταμπουρώνονται μέσα στο σχολείο που υπήρχε εκεί (στη συμβολή των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού σήμερα). Η Κοκκινιά παραμένει περικυκλωμένη από 1.800 ναζί αλλά για ακόμα μια ημέρα βγαίνει νικήτρια.
Η σχετική έκθεση του 6ου συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι οι εισβολείς είχαν 34 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχασε οκτώ μαχητές του και 20 ακόμα τραυματίστηκαν.
Τετάρτη 8 Μαρτίου, η αποχώρηση των ναζί κι ο τραγικός απολογισμός
Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους πέρασαν το βράδυ της 7ης Μαρτίου, κλεισμένοι στο σχολείο. Όταν ξημέρωσε άρχισαν να κάνουν εφόδους σε σπίτια αναζητώντας αγωνιστές του ΕΛΑΣ. Μαζί τους, σύμφωνα με μαρτυρίες, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυντζανόπουλος ο οποίος φορώντας στολή Έλληνα αξιωματικού βοηθάει στον εντοπισμό μελών του ΕΛΑΣ.
Οι Γερμανοί βλέποντας πως παρά την υπεροπλία τους δεν θα καταφέρουν να πάρουν την πόλη αρχίσουν σταδιακά να αποχωρούν από την περιοχή. Αλλά κατά την πάγια τακτική τους, αυτό δεν θα το έκαναν αναίμακτα. Το μεσημέρι εκτέλεσαν τέσσερα άτομα στην πλατεία Αγίων Αναργύρων (πρόκειται για τους υπαστυνόμο Νίκο Σαββαϊδη, το δάσκαλο Γιώργο Βενέτα, τον Δημήτρη Τσακανίκα και τον Τσακάρα, οι οποίοι είχαν συλληφθεί την δεύτερη μέρα των μαχών). Φεύγοντας από την Κοκκινιά παίρνουν μαζί τους και 300 αιχμαλώτους τους οποίους μετέφεραν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Οι Γερμανοί απάντησαν στην ήττα που υπέστησαν με βασανιστήρια και εκτελέσεις. Από τους 300 Κοκκινιώτες, οι 37 στήθηκαν στο απόσπασμα στα νταμάρια του Χαϊδαρίου, ενώ όλοι οι υπόλοιποι βασανίστηκαν ανελέητα στα υπόγεια της Γκεστάπο.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.