Ο πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής Κ. Γαβρόγλου κατέθεσε την πρόταση των 100 σελίδων για την Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Στην έκθεση αναλύονται τα προβλήματα και προτείνονται συγκεκριμένες λύσεις συνοδευόμενες με χρονοδιάγραμμα που ξεκινάει από τον Ιούνιο του 2016 και φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις έως και το Μάιο του 2022.
Θεσμοθετείται «πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας» ως εξειδίκευση μετά τη λήψη του βασικού τίτλου σπουδών για υποψήφιους εκπαιδευτικούς.
Καθιέρωση πιστοποιητικού παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας στα ΑΕΙ για τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς μετά τη λήψη του βασικού τίτλου σπουδών
Οι νέες θεωρητικές προσεγγίσεις και οπτικές, αναφορικά με το έργο του εκπαιδευτικού (φύση της γνώσης, μάθηση, διδασκαλία, εκπαιδευτικός ρόλος), επιβάλλουν την ανανέωση της διδακτικής πράξης μέσω του επαναπροσδιορισμού της εκπαίδευσης των μελλοντικών εκπαιδευτικών, κυρίως της παιδαγωγικής και διδακτικής τους εκπαίδευσης και κατάρτισης. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3848/2010, προκειμένου να συμμετάσχει κάποιος στον διαγωνισμό ΑΣΕΠ προς διορισμό στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θα πρέπει απαραιτήτως να κατέχει πιστοποιημένη παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια. Βάσει των διατάξεων της περ. ε’ της παρ. 22 του άρθρου 36 του Ν. 4186/2013, αναφέρεται ότι η υποχρέωση πιστοποίησης παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας αφορά αποφοίτους που έχουν τις προϋποθέσεις διορισμού και έχουν εισαχθεί στα τμήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά το ακαδημαϊκό έτος 2013-2014 και εφεξής.
Σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ.3, του προαναφερθέντος ν.3848/2010 όπως τροποποιήθηκε (περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄) με την παρ. 22 του άρθρου 36 του ν.4186/2013 (ΦΕΚ 193 Α΄/17-9-2013), η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια πιστοποιείται με συγκεκριμένους τρόπους, ένας από τους οποίους είναι και η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια του προγράμματος σπουδών ενός τμήματος που εξασφαλίζεται με την ύπαρξη διδακτικών αντικειμένων που εμπίπτουν στις θεματικές περιοχές: α) Θέματα εκπαίδευσης και αγωγής, β) Θέματα μάθησης και διδασκαλίας, γ) Ειδική διδακτική και πρακτική άσκηση.
Πολλά πανεπιστημιακά Τμήματα, τα δύο τελευταία χρόνια κατοχύρωσαν την εν λόγω πιστοποίηση των αποφοίτων τους, κάνοντας «διάσπαση» του Προγράμματος Σπουδών τους κατοχυρώνοντας παράλληλα αφενός τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων της επιστήμης που πραγματεύονται και ερευνούν και αφετέρου την παιδαγωγική και διδακτική τους επάρκεια.
Είναι σκόπιμο το πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας να λαμβάνεται μετά την ολοκλήρωση του βασικού πτυχίου και όχι κατά τη διάρκεια των σπουδών, ώστε να αποτελεί μια συνειδητή επιλογή κάθε πτυχιούχου που επιθυμεί να εργασθεί ως εκπαιδευτικός. Συνεπώς, η βασική επιστημονική επάρκεια που λαμβάνει κάθε πτυχιούχος με το πέρας των βασικών σπουδών (πτυχίο) παραμένει όχι απλώς αναλλοίωτη αλλά και περισσότερο ενισχυμένη, δεδομένου ότι επικεντρώνεται στην επιστήμη ολοκληρωτικά και σε μεγαλύτερο βάθος κατά τη διάρκεια ολοκλήρωσης του βασικού πτυχίου και στη συνέχεια, εφόσον το επιθυμεί, εξειδικεύει τις προσανατολισμένες στην εκπαίδευση πλέον γνώσεις και δεξιότητες της/του με ένα εξειδικευμένο γι’ αυτόν το σκοπό ειδικό Πρόγραμμα Σπουδών.
Σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ.3, του προαναφερθέντος ν.3848/2010 όπως τροποποιήθηκε (περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄) με την παρ. 22 του άρθρου 36 του ν.4186/2013 (ΦΕΚ 193 Α΄/17-9-2013), η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια πιστοποιείται με συγκεκριμένους τρόπους, ένας από τους οποίους είναι και η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια του προγράμματος σπουδών ενός τμήματος που εξασφαλίζεται με την ύπαρξη διδακτικών αντικειμένων που εμπίπτουν στις θεματικές περιοχές: α) Θέματα εκπαίδευσης και αγωγής, β) Θέματα μάθησης και διδασκαλίας, γ) Ειδική διδακτική και πρακτική άσκηση.
Πολλά πανεπιστημιακά Τμήματα, τα δύο τελευταία χρόνια κατοχύρωσαν την εν λόγω πιστοποίηση των αποφοίτων τους, κάνοντας «διάσπαση» του Προγράμματος Σπουδών τους κατοχυρώνοντας παράλληλα αφενός τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων της επιστήμης που πραγματεύονται και ερευνούν και αφετέρου την παιδαγωγική και διδακτική τους επάρκεια.
Είναι σκόπιμο το πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας να λαμβάνεται μετά την ολοκλήρωση του βασικού πτυχίου και όχι κατά τη διάρκεια των σπουδών, ώστε να αποτελεί μια συνειδητή επιλογή κάθε πτυχιούχου που επιθυμεί να εργασθεί ως εκπαιδευτικός. Συνεπώς, η βασική επιστημονική επάρκεια που λαμβάνει κάθε πτυχιούχος με το πέρας των βασικών σπουδών (πτυχίο) παραμένει όχι απλώς αναλλοίωτη αλλά και περισσότερο ενισχυμένη, δεδομένου ότι επικεντρώνεται στην επιστήμη ολοκληρωτικά και σε μεγαλύτερο βάθος κατά τη διάρκεια ολοκλήρωσης του βασικού πτυχίου και στη συνέχεια, εφόσον το επιθυμεί, εξειδικεύει τις προσανατολισμένες στην εκπαίδευση πλέον γνώσεις και δεξιότητες της/του με ένα εξειδικευμένο γι’ αυτόν το σκοπό ειδικό Πρόγραμμα Σπουδών.
Το πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας μετά την ολοκλήρωση του βασικού κύκλου σπουδών των μελλοντικών εκπαιδευτικών, αποτελεί μια «συνειδητή» επιλογή που έχει ως στόχο την απόκτηση εκ μέρους τους των απαιτούμενων γνώσεων, δεξιοτήτων, στάσεων και προβληματισμών, ώστε να καταστούν ικανοί να ανταποκριθούν με πληρότητα και υπευθυνότητα στο εκπαιδευτικό έργο και την αποστολή διαπαιδαγώγησης των «αυριανών» πολιτών.
Ειδικότερα, οι «εκκολαπτόμενοι» εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και οι εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουν εξειδικευμένα παιδαγωγικά προγράμματα, ώστε να ανταποκριθούν σωστά και αποδοτικά στο σύνθετο έργο τους: να μάθουν να ανιχνεύουν κριτικά τους πολλαπλούς τρόπους σύνδεσης της θεωρίας με την πράξη, να διερευνούν και να μετασχηματίζουν υφιστάμενες πεποιθήσεις και πρακτικές, να εξισορροπούν τις γνωστικές και τις παιδαγωγικές όψεις του έργου τους, να ερμηνεύουν και να αξιοποιούν την εμπειρία με τη βοήθεια της θεωρίας, και να οικοδομούν επαγγελματική γνώση.
Το εν λόγω πιστοποιητικό είναι απαραίτητο να χορηγείται μετά τη λήψη του πτυχίου, προκειμένου, ολοκληρώνοντας το βασικό πτυχίο της επιστήμης τους και με την κατάλληλα απαιτούμενη μαθησιακή εμπειρία που έχουν λάβει, οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί να:
• εξοικειωθούν με τις διαφορετικές εξειδικευμένες θεωρητικές προσεγγίσεις αναφορικά με τον ρόλο και τη σημασία της εκπαίδευσης σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, τις βασικές λειτουργίες της εκπαίδευσης, το σχολείο ως θεσμοθετημένη οργάνωση και ως χώρο κοινωνικής αλληλεπίδρασης, καθώς και με
τις διαστάσεις τόσο του επαγγελματικού όσο και του κοινωνικού ρόλου του εκπαιδευτικού,
• γνωρίσουν τις εξελίξεις στην επιστημολογία του γνωστικού αντικειμένου και να μπορούν να τη συνδέσουν με διδακτικούς σκοπούς, αποφάσεις και πρακτικές,
• ασκηθούν στη συστηματική παρατήρηση, καταγραφή και κριτικό σχολιασμό των ποικίλων όψεων του εκπαιδευτικού έργου και, ειδικότερα της διδακτικής πράξης,
• γνωρίσουν τις θεωρίες και τα πορίσματα ερευνών σε θέματα ανάπτυξης και μάθησης (γνωστική, ψυχοκοινωνική, ηθική ανάπτυξη των μαθητών) και να αποκτήσουν μεθοδολογικά εργαλεία για αξιοποίησή τους στη διδακτική πράξη,
• αποκτήσουν την ικανότητα αναγνώρισης των θεωριών που θεμελιώνουν ταΠρογράμματα Σπουδών, καθώς και την ικανότητα να τα μετασχηματίζουν δημιουργικά με τον πειραματισμό και την ανανέωση της διδακτικής πράξης,
• αποκτήσουν την ικανότητα διερεύνησης της καταλληλότητας ποικίλων θεωρητικών θέσεων για τη διδασκαλία και τη μάθηση και των σύστοιχων διδακτικών μεθόδων σε σχέση με το συγκεκριμένο, κάθε φορά, μαθησιακό περιβάλλον (γνωστικό αντικείμενο, διδακτικοί σκοποί και στόχοι, ηλικία μαθητών, δίκτυο σχέσεων και αλληλεπιδράσεων κ.λπ.),
• αποκτήσουν την ικανότητα να κατανοούν κριτικά τις αρχές που θεμελιώνουν τις διαφορετικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις της ετερότητας (διαπολιτισμικότητα, φύλο, θρησκεία, κ.ά.),
• γνωρίσουν τον τρόπο διοίκησης των εκπαιδευτικών μονάδων και τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού (προγραμματισμό, διεύθυνση, έλεγχο, οικονομική διαχείριση, κ.ά.),
• είναι σε θέση να αναγνωρίζουν πίσω από κάθε παρατηρούμενη διδακτική πρακτική τις άδηλες παραδοχές των διδασκόντων για το φαινόμενο και τις διαδικασίες της διδασκαλίας και της μάθησης,
• μπορούν με υπευθυνότητα να σχεδιάζουν και να πραγματοποιούν σχέδια μαθήματος αλλά και να πειραματίζονται ανανεώνοντας δυναμικά τη διδακτική πράξη. Η ανανέωση αυτή μπορεί να αφορά σε παραγωγή και νέες χρήσεις του εκπαιδευτικού υλικού, εναλλακτικές μεθόδους διδασκαλίας, νέους τύπους
αλληλεπίδρασης με τους μαθητές, χρήση νέων τεχνολογιών κ.λπ.
Ειδικότερα, οι «εκκολαπτόμενοι» εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και οι εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουν εξειδικευμένα παιδαγωγικά προγράμματα, ώστε να ανταποκριθούν σωστά και αποδοτικά στο σύνθετο έργο τους: να μάθουν να ανιχνεύουν κριτικά τους πολλαπλούς τρόπους σύνδεσης της θεωρίας με την πράξη, να διερευνούν και να μετασχηματίζουν υφιστάμενες πεποιθήσεις και πρακτικές, να εξισορροπούν τις γνωστικές και τις παιδαγωγικές όψεις του έργου τους, να ερμηνεύουν και να αξιοποιούν την εμπειρία με τη βοήθεια της θεωρίας, και να οικοδομούν επαγγελματική γνώση.
Το εν λόγω πιστοποιητικό είναι απαραίτητο να χορηγείται μετά τη λήψη του πτυχίου, προκειμένου, ολοκληρώνοντας το βασικό πτυχίο της επιστήμης τους και με την κατάλληλα απαιτούμενη μαθησιακή εμπειρία που έχουν λάβει, οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί να:
• εξοικειωθούν με τις διαφορετικές εξειδικευμένες θεωρητικές προσεγγίσεις αναφορικά με τον ρόλο και τη σημασία της εκπαίδευσης σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, τις βασικές λειτουργίες της εκπαίδευσης, το σχολείο ως θεσμοθετημένη οργάνωση και ως χώρο κοινωνικής αλληλεπίδρασης, καθώς και με
τις διαστάσεις τόσο του επαγγελματικού όσο και του κοινωνικού ρόλου του εκπαιδευτικού,
• γνωρίσουν τις εξελίξεις στην επιστημολογία του γνωστικού αντικειμένου και να μπορούν να τη συνδέσουν με διδακτικούς σκοπούς, αποφάσεις και πρακτικές,
• ασκηθούν στη συστηματική παρατήρηση, καταγραφή και κριτικό σχολιασμό των ποικίλων όψεων του εκπαιδευτικού έργου και, ειδικότερα της διδακτικής πράξης,
• γνωρίσουν τις θεωρίες και τα πορίσματα ερευνών σε θέματα ανάπτυξης και μάθησης (γνωστική, ψυχοκοινωνική, ηθική ανάπτυξη των μαθητών) και να αποκτήσουν μεθοδολογικά εργαλεία για αξιοποίησή τους στη διδακτική πράξη,
• αποκτήσουν την ικανότητα αναγνώρισης των θεωριών που θεμελιώνουν ταΠρογράμματα Σπουδών, καθώς και την ικανότητα να τα μετασχηματίζουν δημιουργικά με τον πειραματισμό και την ανανέωση της διδακτικής πράξης,
• αποκτήσουν την ικανότητα διερεύνησης της καταλληλότητας ποικίλων θεωρητικών θέσεων για τη διδασκαλία και τη μάθηση και των σύστοιχων διδακτικών μεθόδων σε σχέση με το συγκεκριμένο, κάθε φορά, μαθησιακό περιβάλλον (γνωστικό αντικείμενο, διδακτικοί σκοποί και στόχοι, ηλικία μαθητών, δίκτυο σχέσεων και αλληλεπιδράσεων κ.λπ.),
• αποκτήσουν την ικανότητα να κατανοούν κριτικά τις αρχές που θεμελιώνουν τις διαφορετικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις της ετερότητας (διαπολιτισμικότητα, φύλο, θρησκεία, κ.ά.),
• γνωρίσουν τον τρόπο διοίκησης των εκπαιδευτικών μονάδων και τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού (προγραμματισμό, διεύθυνση, έλεγχο, οικονομική διαχείριση, κ.ά.),
• είναι σε θέση να αναγνωρίζουν πίσω από κάθε παρατηρούμενη διδακτική πρακτική τις άδηλες παραδοχές των διδασκόντων για το φαινόμενο και τις διαδικασίες της διδασκαλίας και της μάθησης,
• μπορούν με υπευθυνότητα να σχεδιάζουν και να πραγματοποιούν σχέδια μαθήματος αλλά και να πειραματίζονται ανανεώνοντας δυναμικά τη διδακτική πράξη. Η ανανέωση αυτή μπορεί να αφορά σε παραγωγή και νέες χρήσεις του εκπαιδευτικού υλικού, εναλλακτικές μεθόδους διδασκαλίας, νέους τύπους
αλληλεπίδρασης με τους μαθητές, χρήση νέων τεχνολογιών κ.λπ.
Σύμφωνα με το Ν. 3848/2010, όπως ισχύει, το πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας αποδίδεται με βεβαίωση περί επιτυχούς παρακολούθησης ειδικού προγράμματος σπουδών τουλάχιστον εξαμηνιαίας διάρκειας, το οποίο παρέχεται από τμήμα Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΑΕΙ) ή από ομάδες συνεργαζόμενων τμημάτων του ίδιου ή περισσότερων ΑΕΙ σε αποφοίτους Τμημάτων που έχουν τα ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού στην Πρωτοβάθμια ή Δευτεροβάθμια εκπαίδευση σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Η πρακτική άσκηση είναι κοινώς αποδεκτό ότι θεωρείται βασική προϋπόθεση επιτυχίας του προγράμματος. Οι «φοιτήτριες/φοιτητές» χρειάζεται να πραγματοποιήσουν πρακτική διδακτική άσκηση σε αυθεντικές συνθήκες τάξης με στόχο τη διαμόρφωση των επιστημονικών εκείνων κριτηρίων που θα αποτελέσουν αρωγό ανάπτυξης επαγγελματικών δεξιοτήτων που θα τους επιτρέψει να συνδέουν κριτικά τις θεωρητικές θέσεις για τη μάθηση με την πράξη της διδασκαλίας.
Ο κύκλος σπουδών δύναται να είναι μονοετής και το Πρόγραμμα Σπουδών να αποτελείται από τις τρεις βασικές Θεματικές Περιοχές/Ενότητες, όπως αυτές ορίζονται από το Ν. 4186/2013 και είναι οι ακόλουθες: α) Θέματα εκπαίδευσης και αγωγής, β) Θέματα μάθησης και διδασκαλίας, γ) Ειδική διδακτική και πρακτική άσκηση.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται σε όσους εισήχθησαν σε τμήματα Α.Ε.Ι. από το ακαδημαϊκό έτος 2013- 2014 και εφεξής ενώ για όσους είχαν εισαχθεί σε προηγούμενα ακαδημαϊκά έτη ισχύουν οι κείμενες, πριν την ισχύ του ν. 3848/2010 κατά τη δημοσίευση του ν. 4186/2013 διατάξεις.
Επισημαίνεται ότι η Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. ετησίως δέχεται περίπου 1.750 πτυχιούχους σε 11 πόλεις της Ελλάδας για το Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης (Ε.Π.ΠΑΙ.Κ).
Η πρακτική άσκηση είναι κοινώς αποδεκτό ότι θεωρείται βασική προϋπόθεση επιτυχίας του προγράμματος. Οι «φοιτήτριες/φοιτητές» χρειάζεται να πραγματοποιήσουν πρακτική διδακτική άσκηση σε αυθεντικές συνθήκες τάξης με στόχο τη διαμόρφωση των επιστημονικών εκείνων κριτηρίων που θα αποτελέσουν αρωγό ανάπτυξης επαγγελματικών δεξιοτήτων που θα τους επιτρέψει να συνδέουν κριτικά τις θεωρητικές θέσεις για τη μάθηση με την πράξη της διδασκαλίας.
Ο κύκλος σπουδών δύναται να είναι μονοετής και το Πρόγραμμα Σπουδών να αποτελείται από τις τρεις βασικές Θεματικές Περιοχές/Ενότητες, όπως αυτές ορίζονται από το Ν. 4186/2013 και είναι οι ακόλουθες: α) Θέματα εκπαίδευσης και αγωγής, β) Θέματα μάθησης και διδασκαλίας, γ) Ειδική διδακτική και πρακτική άσκηση.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται σε όσους εισήχθησαν σε τμήματα Α.Ε.Ι. από το ακαδημαϊκό έτος 2013- 2014 και εφεξής ενώ για όσους είχαν εισαχθεί σε προηγούμενα ακαδημαϊκά έτη ισχύουν οι κείμενες, πριν την ισχύ του ν. 3848/2010 κατά τη δημοσίευση του ν. 4186/2013 διατάξεις.
Επισημαίνεται ότι η Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. ετησίως δέχεται περίπου 1.750 πτυχιούχους σε 11 πόλεις της Ελλάδας για το Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης (Ε.Π.ΠΑΙ.Κ).
Υπάρχει ώριμο περιβάλλον για άμεση εφαρμογή έπειτα από τους δύο βασικούς σχετικούς νόμους (Ν. 3848/2010 και Ν. 4186/2013) καθώς και τις τουλάχιστον 12 Υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί και αφορούν την πιστοποίηση παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας με την κατοχή πτυχίου ΑΕΙ. Σήμερα φαίνεται να υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις και η θεμελιωμένη εμπειρία, προκειμένου να θεσμοθετηθεί το «πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας» ως εξειδίκευση μετά τη λήψη του βασικού τίτλου σπουδών για υποψήφιους εκπαιδευτικούς.
Προτεραιότητες:
1.1.Διαμόρφωση ενιαίας πρότασης με τη συμβολή των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης./ [Β-ΜΣ-ΜΚ]
1.2.Θεσμοθέτηση φοίτησης σε προγράμματα που χορηγούν Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας στους υποψήφιους Εκπαιδευτικούς./ [ΜΣ]
Προτεραιότητες:
1.1.Διαμόρφωση ενιαίας πρότασης με τη συμβολή των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης./ [Β-ΜΣ-ΜΚ]
1.2.Θεσμοθέτηση φοίτησης σε προγράμματα που χορηγούν Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας στους υποψήφιους Εκπαιδευτικούς./ [ΜΣ]
Περισσότερα εκπαιδευτικά νέα εδώ.