Λίγους μήνες μετά την έναρξη του ενωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο η βρετανική διοίκηση ίδρυσε τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όσοι Ελληνοκύπριοι πατριώτες συλλαμβάνονταν κατά τους πρώτους μήνες του αγώνα, οδηγούνταν στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας ή στο κάστρο της Κυρήνειας. Στη συνέχεια άρχισε να λειτουργεί το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης, της Κοκκινοτριμιθιάς, στο οποίο φυλακίσθηκαν χιλιάδες αγωνιστές. Μικρότερα στρατόπεδα λειτούργησαν στα χωριά Πύλα, Πέργαμος, Μάμμαρι κ.ά.
Οι αστυνομικοί σταθμοί της Ομορφίτας, της Πάφου και των Πλατρών χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι κράτησης, προσωρινού κυρίως χαρακτήρα. Οι έγκλειστοι των κρατητηρίων διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτούς που είχαν καταδικασθεί και σ’ αυτούς που κρατούντο επ’ αόριστον, εν αναμονή της δίκης.
Πέρα από τα μέλη της ΕΟΚΑ τα οποία αποτελούσαν τον κύριο στόχο των Βρετανών οι τελευταίοι συλλάμβαναν χιλιάδες πολίτες με την ασαφή κατηγορία της «προώθησης των σκοπών της τρομοκρατίας».
Η ελάχιστη ποινή ήταν η φυλάκιση και η μέγιστη η καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη ή και θάνατο.
Τον Νοέμβριο του 1955 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νόμος ο οποίος εισήγαγε ως συμπληρωματική ποινή την μαστίγωση, ειδικά για τους ανηλίκους, με την εξής διάταξη:
«Όταν εν πρόσωπον άρρενος φύλου, ηλικίας κάτω των 18 ετών, έχει καταδικασθή από εν δικαστήριον δι’ οιανδήποτε παράβασιν των ανωτέρω κανονισμών, το δικαστήριον θα δύναται, αν κρίνει τούτο σκόπιμον, να καταδικάζει το ως άνω πρόσωπον εις την ποινήν της μαστιγώσεως. Η ποινή θα εκτελείται διά λεπτής ράβδου, ο δε αριθμός των ραβδισμών εν ουδεμία περιπτώσει θα υπερβαίνει τους 12».
Η ποινή του μαστιγώματος εφαρμόσθηκε σε εκατοντάδες ανηλίκους, ενώ σε συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο αποκαλύφθηκε ότι 13 παιδιά που βασανίσθηκαν με τον τρόπο αυτό ήταν κάτω των 14 ετών.
Η καταδίκη σε θάνατο, επιβλήθηκε συνολικά σε 39 αγωνιστές, εκτελέσθηκαν όμως μόνο εννέα, υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής .
Εκείνοι οι οποίοι εκτοπίσθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς δίκη, ανήλθαν σε χιλιάδες. Οι συνθήκες διαβίωσης τους έμοιαζαν με εκείνες των εγκλείστων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα σοβιετικά γκουλάγκ. Κοιμούνταν ανά 30- 40 σε πρόχειρα, τσίγκινα παραπήγματα, τα οποία ήταν ακατάλληλα για το κρύο του χειμώνα και πολύ περισσότερο για την αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού.
Καθημερινά ξυπνούσαν από τις άγριες φωνές, τις κλωτσιές και τα γκλόμπ των δεσμωτών τους.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά έπρεπε να είναι έτοιμοι για επιθεώρηση. Αποδράσεις ήταν εξαιρετικά δύσκολο να σημειωθούν, δεδομένου ότι πριν τη δύση του ηλίου καταμετρούντο όλοι και εγκλείονταν στα παραπήγματα, ενώ περιμετρικά των στρατοπέδων υπήρχε νεκρή ζώνη και πύργοι μόνιμα επανδρωμένοι.
Ταυτόχρονα, περίπολοι με ανιχνευτικούς σκύλους έλεγχαν νύχτα μέρα την περίμετρο.
Όσον αφορά τα δικαιώματα των κρατούμενων αγωνιστών, ακόμη και τα πλέον στοιχειώδη καταπατούνταν, ενίοτε χωρίς αφορμή.
Συχνά επιβαλλόταν η απαγόρευση επικοινωνίας, αλλά, και όταν επιτρεπόταν, η αλληλογραφία υφίστατο πάντα λογοκρισία.
Όλα τα παραπάνω όμως ήταν πταίσματα μπροστά στα βασανιστήρια, σκοπός των οποίων ήταν η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των αγωνιστών, η κάμψη του φρονήματός τους ή η απόσπαση ομολογιών και πληροφοριών.
Συχνά οι κρατούμενοι αναγκάζονταν να μένουν γυμνοί δημοσίως ή κλείνονταν στην απομόνωση.
Εκεί παρέμεναν νηστικοί και διψασμένοι.
Φρικτά ήταν τα βασανιστήρια τα οποία υφίσταντο οι κρατούμενοι στις φυλακές ή τους αστυνομικούς σταθμούς, ώστε να ομολογήσουν μυστικά της οργάνωσης.
Οι συλληφθέντες δεν αντιμετώπιζαν μόνο το μένος των Βρετανών αλλά και την σκληρότητα των Τουρκοκυπρίων επικουρικών αστυνομικών.
Ένα από τα «αγαπημένα» βασανιστήρια των Βρετανών δεσμοφυλάκων ήταν το «σιδερένιο στεφάνι».
Οι βασανιστές τοποθετούσαν ένα σιδερένιο στεφάνι στο κεφάλι του θύματος, το οποίο έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο με μοχλό. Ο πόνος ήταν αφόρητος και το θύμα λιποθυμούσε.
Άλλο βασανιστήριο ήταν το κρέμασμα από τα πόδια.
Το αίμα κατέβαινε στο κεφάλι του θύματος, το οποίο κυριευόταν από σκοτοδίνη και τελικά έχανε τις αισθήσεις του.
Ασύλληπτης βαρβαρότητας ήταν ο εικονικός πνιγμός.
Το κεφάλι του θύματος κρατιόταν με τη βία μέσα σε λεκάνη με νερό, ώσπου λιποθυμούσε.
Όταν ανακτούσε τις αισθήσεις του, το βασανιστήριο επαναλαμβανόταν.
Σε άλλες περιπτώσεις οι Βρετανοί ανακριτές υποχρέωναν τους αγωνιστές να κοιτούν εκτυφλωτικούς προβολείς από απόσταση λίγων μόλις εκατοστών, προκαλώντας τους ανεπανόρθωτες βλάβες στην όραση.
Φυσικά στην ημερήσια διάταξη ήταν το μαστίγωμα, η κατάβρεξη του σώματος του θύματος με εναλλαγή παγωμένου και καυτού νερού, η αφαίρεση των νυχιών, το σβήσιμο τσιγάρων, η τοποθέτηση πυρωμένων σίδερων στα σώματά τους, η σύσφιξη γεννητικών οργάνων κ.α.
Οι «πολιτισμένοι» Βρετανοί εξάντλησαν όλη την εφευρετικότητά τους προκειμένου να καταστήσουν τη ζωή των φυλακισμένων Κυπρίων κόλαση. Πολλοί από τους βασανιστές μετατέθηκαν γρήγορα εκτός Κύπρου για να μην αποτελέσουν στόχο της ΕΟΚΑ.
Νίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός, mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Οι αστυνομικοί σταθμοί της Ομορφίτας, της Πάφου και των Πλατρών χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι κράτησης, προσωρινού κυρίως χαρακτήρα. Οι έγκλειστοι των κρατητηρίων διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτούς που είχαν καταδικασθεί και σ’ αυτούς που κρατούντο επ’ αόριστον, εν αναμονή της δίκης.
Πέρα από τα μέλη της ΕΟΚΑ τα οποία αποτελούσαν τον κύριο στόχο των Βρετανών οι τελευταίοι συλλάμβαναν χιλιάδες πολίτες με την ασαφή κατηγορία της «προώθησης των σκοπών της τρομοκρατίας».
Η ελάχιστη ποινή ήταν η φυλάκιση και η μέγιστη η καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη ή και θάνατο.
Τον Νοέμβριο του 1955 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νόμος ο οποίος εισήγαγε ως συμπληρωματική ποινή την μαστίγωση, ειδικά για τους ανηλίκους, με την εξής διάταξη:
«Όταν εν πρόσωπον άρρενος φύλου, ηλικίας κάτω των 18 ετών, έχει καταδικασθή από εν δικαστήριον δι’ οιανδήποτε παράβασιν των ανωτέρω κανονισμών, το δικαστήριον θα δύναται, αν κρίνει τούτο σκόπιμον, να καταδικάζει το ως άνω πρόσωπον εις την ποινήν της μαστιγώσεως. Η ποινή θα εκτελείται διά λεπτής ράβδου, ο δε αριθμός των ραβδισμών εν ουδεμία περιπτώσει θα υπερβαίνει τους 12».
Η ποινή του μαστιγώματος εφαρμόσθηκε σε εκατοντάδες ανηλίκους, ενώ σε συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο αποκαλύφθηκε ότι 13 παιδιά που βασανίσθηκαν με τον τρόπο αυτό ήταν κάτω των 14 ετών.
Η καταδίκη σε θάνατο, επιβλήθηκε συνολικά σε 39 αγωνιστές, εκτελέσθηκαν όμως μόνο εννέα, υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής .
Εκείνοι οι οποίοι εκτοπίσθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς δίκη, ανήλθαν σε χιλιάδες. Οι συνθήκες διαβίωσης τους έμοιαζαν με εκείνες των εγκλείστων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα σοβιετικά γκουλάγκ. Κοιμούνταν ανά 30- 40 σε πρόχειρα, τσίγκινα παραπήγματα, τα οποία ήταν ακατάλληλα για το κρύο του χειμώνα και πολύ περισσότερο για την αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού.
Καθημερινά ξυπνούσαν από τις άγριες φωνές, τις κλωτσιές και τα γκλόμπ των δεσμωτών τους.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά έπρεπε να είναι έτοιμοι για επιθεώρηση. Αποδράσεις ήταν εξαιρετικά δύσκολο να σημειωθούν, δεδομένου ότι πριν τη δύση του ηλίου καταμετρούντο όλοι και εγκλείονταν στα παραπήγματα, ενώ περιμετρικά των στρατοπέδων υπήρχε νεκρή ζώνη και πύργοι μόνιμα επανδρωμένοι.
Ταυτόχρονα, περίπολοι με ανιχνευτικούς σκύλους έλεγχαν νύχτα μέρα την περίμετρο.
Όσον αφορά τα δικαιώματα των κρατούμενων αγωνιστών, ακόμη και τα πλέον στοιχειώδη καταπατούνταν, ενίοτε χωρίς αφορμή.
Συχνά επιβαλλόταν η απαγόρευση επικοινωνίας, αλλά, και όταν επιτρεπόταν, η αλληλογραφία υφίστατο πάντα λογοκρισία.
Όλα τα παραπάνω όμως ήταν πταίσματα μπροστά στα βασανιστήρια, σκοπός των οποίων ήταν η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των αγωνιστών, η κάμψη του φρονήματός τους ή η απόσπαση ομολογιών και πληροφοριών.
Συχνά οι κρατούμενοι αναγκάζονταν να μένουν γυμνοί δημοσίως ή κλείνονταν στην απομόνωση.
Εκεί παρέμεναν νηστικοί και διψασμένοι.
Φρικτά ήταν τα βασανιστήρια τα οποία υφίσταντο οι κρατούμενοι στις φυλακές ή τους αστυνομικούς σταθμούς, ώστε να ομολογήσουν μυστικά της οργάνωσης.
Οι συλληφθέντες δεν αντιμετώπιζαν μόνο το μένος των Βρετανών αλλά και την σκληρότητα των Τουρκοκυπρίων επικουρικών αστυνομικών.
Ένα από τα «αγαπημένα» βασανιστήρια των Βρετανών δεσμοφυλάκων ήταν το «σιδερένιο στεφάνι».
Οι βασανιστές τοποθετούσαν ένα σιδερένιο στεφάνι στο κεφάλι του θύματος, το οποίο έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο με μοχλό. Ο πόνος ήταν αφόρητος και το θύμα λιποθυμούσε.
Άλλο βασανιστήριο ήταν το κρέμασμα από τα πόδια.
Το αίμα κατέβαινε στο κεφάλι του θύματος, το οποίο κυριευόταν από σκοτοδίνη και τελικά έχανε τις αισθήσεις του.
Ασύλληπτης βαρβαρότητας ήταν ο εικονικός πνιγμός.
Το κεφάλι του θύματος κρατιόταν με τη βία μέσα σε λεκάνη με νερό, ώσπου λιποθυμούσε.
Όταν ανακτούσε τις αισθήσεις του, το βασανιστήριο επαναλαμβανόταν.
Σε άλλες περιπτώσεις οι Βρετανοί ανακριτές υποχρέωναν τους αγωνιστές να κοιτούν εκτυφλωτικούς προβολείς από απόσταση λίγων μόλις εκατοστών, προκαλώντας τους ανεπανόρθωτες βλάβες στην όραση.
Φυσικά στην ημερήσια διάταξη ήταν το μαστίγωμα, η κατάβρεξη του σώματος του θύματος με εναλλαγή παγωμένου και καυτού νερού, η αφαίρεση των νυχιών, το σβήσιμο τσιγάρων, η τοποθέτηση πυρωμένων σίδερων στα σώματά τους, η σύσφιξη γεννητικών οργάνων κ.α.
Οι «πολιτισμένοι» Βρετανοί εξάντλησαν όλη την εφευρετικότητά τους προκειμένου να καταστήσουν τη ζωή των φυλακισμένων Κυπρίων κόλαση. Πολλοί από τους βασανιστές μετατέθηκαν γρήγορα εκτός Κύπρου για να μην αποτελέσουν στόχο της ΕΟΚΑ.
Νίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός, mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.