Πώς ετυμολογούσαν οι αρχαίοι Έλληνες λέξεις, όπως: καρδιά, καρκίνος, μήτρα, νεύρα, καρωτίδα , μηρός αστράγαλος και πολλές άλλες (ενδεχομένως να υπάρχουν και άλλες έγκυρες ερμηνείες)
Γράφει ο Δημήτρης Καραμπερόπουλος, παιδίατρος, Διδάκτωρ Ιστορίας της Ιατρικής, πρόεδρος επιστ. εταιρείας μελετών Φερών – Βελεστίνου – Ρήγας
Σχετικά με την ετυμολογία της αρχαίας ιατρικής ορολογίας ο Γαληνός παρατηρεί ότι «όρος εστί λόγος δηλών ποίον εστιν εκείνο καθ’ ού εστιν ο λόγος» ή «όρος εστί λόγος το είναι δηλών»[1]. Σε άλλο έργο του ο Γαληνός σημειώνει ότι οι προγενέστεροι έδιναν ένα όνομα για να δηλώνεται το νοούμενο, που ήταν αποτέλεσμα της γνώσεώς του, επισημαίνοντας παράλληλα την νοοτροπία των συγχρόνων του να αμελούν την ονοματολογία, όπως χαρακτηριστικά γράφει: «Περί των ονομάτων, οις οι παλαιοί μεν ώσπερ ήν προσήκον, εχρώντο του δηλώσαι το νοούμενον ένεκα. Το σύμπαν δ’ αυτής ήν σπούδασμα η των πραγμάτων αυτών ακριβής γνώσις. Οι νεώτεροι δε ολίγου δειν άπαντες εν τοις ονόμασι κατατρίβουσι τον εαυτών βίον, αμελήσαντες των πραγμάτων»[2].
Ακόμη στο έργο του Περί φυσικών δυνάμεων προσθέτει ότι «αλλ’ ημείς γε μεγίστην λέξεως αρετήν σαφήνειαν είναι πεπεισμένοι»[3] και ότι «κατά τας επιστημονικάς διδασκαλίας αρκεί τούνομα μόνον ειπόντα και το σημαινόμενον εξ αυτού, καθ’ ότι περ αν ο διδάσκων εθέλη, προέρχεσθαι λοιπόν επί την των πραγμάτων υφήγησιν»[4]. Επίσης για τη δημιουργία των ιατρικών όρων σημειώνει ότι «νόμος εστί κοινός άπασι τοις Ελλησιν, ων μεν αν έχωμεν ονόματα πραγμάτων παρά τοις πρεσβυτέροις ειρημένα, χρήσθαι ταύτα. Ων δ’ ουκ έχομεν, ήτοι μεταφέρειν από τινος ων έχομεν, ή ποιείν αυτούς κατά αναλογίαν τινά την προς τα κατωνομασμένα των πραγμάτων, ή και καταχρήσθαι τοις εφ’ ετέρων κειμένοις»[5].
Επί πλέον ο Γαληνός τονίζει ότι για την αποφυγή της ασάφειας θα πρέπει να υπάρχει για κάθε πράγμα ένα όνομα, «καθ’ εκάστου πράγματος έν όνομα, ίνα μητε παρά την ομωνυμίαν ασάφειά τις γένειται και σοφίσματα συνίστηται κατά τον λόγον, μήτε παραλείπηται τι πράγμα» και ότι είναι ασυγχώρητο να μην υπάρχει η σχετική ορολογία «αδιόριστον δε τι πράγμα παραλιπείν ου συγχωρούμεν»[6]. Επισημαίνει ακόμη ότι η ονοματοθεσία δίνεται είτε από το όργανο που έχει πάθει βλάβη, όπως πλευρίτις, αρθρίτις, οφθαλμία, είτε από το σύμπτωμα, όπως ειλεός, τεινεσμός, σπασμός, ή από ομοιότητα, όπως καρκίνος, πολύπους, σταφυλή: «Πολλαχόθι μεν γαρ από του βεβλαμμένου μορίου τα ονόματα, πλευρίτις, και αρθρίτις, οφθαλμία…πολλαχόθι δ’ από του συμπτώματος, ειλεός και τεινεσμός και σπασμός… ενίοτε δε από της προς τι των εκτός ομοιότητος, ελέφας τε και καρκίνος και πολύπους και σταφυλή καλεύκη και μυρμηγκία και αθέρωμα και στεάτωμα και σταφύλωμα και μελικηρίς και άνθραξ, αλωπεκία τε και οφίασις και σύκωσις και σατυριασμός και πριαπισμός»[7].
Διερευνήθηκαν μερικά κείμενα αρχαίων Ελλήνων ιατρών με σκοπό να δούμε αν υπάρχει αυτή η αιτιώδης σχέση μεταξύ του ελληνικού όρου και του σημαινόμενου υπ’ αυτού, και καταγράψαμε την ερμηνεία ορισμένων ιατρικών όρων. Μάλιστα οι απαρχές της νεοελληνικής ιατρικής ορολογίας, όπως έχουμε υποστηρίξει[8], βρίσκονται στην εποχή της Νεοελληνικής Αναγέννησης ή Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Οι Ελληνες ιατροί συγγραφείς και λόγιοι προσπαθούσαν τότε να καθιερώσουν συγκεκριμένους ιατρικούς όρους στα κείμενά τους, που από τα μέσα του 18ου αιώνος ο αριθμός έκδοσης των ελληνικών βιβλίων αυξάνονταν προοδευτικά ιδιαίτερα κατά τις δύο προεπαναστατικές δεκαετίες[9]. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο ιατρός Ιωάννης Βούρος το 1836 είχε προτείνει στην νεοϊδρυθείσα Ιατρική Εταιρεία Αθηνών τη σύσταση επιτροπής «ινα συνάξει λέξεις ιατρικάς και ούτω να σχηματίσει αν όχι ιατρικόν λεξικόν, τουλάχιστον έλεγχον ιατρικών λέξεων δια να ευκολυνθεί η ιατρική γλώσσα»[10]. Επισημαίνουμε ότι πολλοί ιατρικοί όροι που απαντώνται στα έργα του Γαληνού χρησιμοποιήθηκαν από τους νεώτερους Ελληνες ιατρούς και έκτοτε έχουν εισαχθεί στην ελληνική ιατρική ορολογία, όπως διαπιστώνεται από την υπό δημοσίευση μελέτη μας [11] στην οποία καταγράφονται οι ιατρικοί αυτοί όροι, που έχουν καταγραφεί στα ελληνικά ιατρικά συγγράμματα και την Βιοϊατρική Ιατρική Ορολογία[12].
Παρατίθενται στη συνέχεια μερικοί ιατρικοί όροι και η ετυμολογική τους ερμηνεία, που αναγράφεται σε αρχαία ιατρικά κείμενα:
«Εγκέφαλος» ονομάσθηκε διότι κείται, βρίσκεται μέσα στο κεφάλι, «το γαρ εν τη κεφαλή κείσθαι δια τούτ’ ωνόμασται»[13].
«Μυελός», σύμφωνα επίσης με τον Μελέτιο[14] «λέγεται δε ο εγκέφαλος και μυελός, οίον μυχελός, από του εν μυχώ ειλήσθαι ό εστίν αυλίζεσθαι. Ή δια το λείος είναι, ή εν μεμυκότι οστέω τυγχάνειν».
«Μήνιγγες», λέγονται «δια το μένειν εν αυταίς τον εγκέφαλον»[15].
«Κρανίον», ονομάσθηκε διότι ως κράνος επικάθεται επί της παχείας μήνιγγος, «αυτή δ αυ πάλιν τη παχεία το περικείμενον έξωθεν οστούν, ο δη και κρανίον ονομάζουσι, καθάπερ το κράνος επίκειται»[16].
«Λιθοειδές οστούν», το ονόμασαν δια την ως λίθο, πέτρα στερεότητά του, «ονομάζεται λιθοειδές, ώσπερ ουν και έστιν»[17].
«Ληνός Ηροφίλου», «διπλώσεις της μήνιγγος εις χώραν τινά κενή, οίον δεξαμενήν, ήν δη και δι’ αυτό τούτο προσαγορεύειν έθος εστίν Ηροφίλω ληνόν»[18], (ληνός=δεξαμενή).
«Κωνάριον» ονομάσθηκε από την ομοιότητα προς κώνον, «εστι δε τούτο την μεν ουσίαν αδήν, το σχήμα κώνω μάλιστα παραπλήσιον, όθεν αυτό τούνομα»[19].
«Νεύρα» ονομάσθηκαν σύμφωνα με τον Μελέτιο από το ρήμα νεύω, δηλ. κλίνω προς μία κατεύθυνση, «και γαρ τα νεύρα την ονομασίαν έσχε παρά του νεύειν προς εαυτά»[20].
«Παλίνδρομα νεύρα λάρυγγος» τα ονόμασε ο Γαληνός διότι παλινδρομούν, «τα του λάρυγγος ίδια νεύρα, τα παλινδρομούντα προς εμού κληθέντα»[21].
«Θυρεοειδής» χόνδρος του λάρυγγος ονομάσθηκε από την ομοιότητα προς τον «θυρεό», την επιμήκη ασπίδα, «τω προμηκεστέρω τω καλουμένω θυρεώ, και τούνομα μεν τω χόνδρω κατά την προς τούθ’ ομοιότητα τοις ανατομικοίς ανδράσιν ετέθη, καλέσασιν αυτόν θυρεοειδή»[22].
«Αρυταινοειδής» χόνδρος ονομάσθηκε από την ομοιότητα προς «αρυταίνας», ένα είδος ελαιοδοχείου, «ο τρίτος χόνδρος… ου το άνω πέρας αρυταινοειδές οι πλείστοι των ανατομικών ονομάζουσι από του σχήματος ομοιότητος προς ταύτας δη τας προχόους, ας ήδη και αρυταίνας ένιοι καλούσιν»[23].
«Υοειδές οστούν» διότι ομοιάζει με το γράμμα υψιλον, «δια το σχήμα ονομάζουσιν ότι έοικεν τω υ γράμματι»[24].
«Καρδία», σύμφωνα με τον Μελέτιο «το όνομα ετυμολογείται παρά το κραδαίνω το σείω, αεικίνητος γαρ η καρδία»[25], παραθέτοντας και το σχετικό χωρίο από τον ΄Ομηρο, Οδύσεια Υ 23, που η καρδιά αναγράφεται ως «κραδίη».
«Τριγλώχινες» βαλβίδες, διότι σύμφωνα με τους ανατόμους μοιάζουν με τις γλωχίνες, τις άκρες των βελών, «η σύνθεσις αυτών έοικεν ακίδων γλωχίσιν»[26]. «Σιγμοειδείς» βαλβίδες, ονομάσθηκαν από το σχήμα τους, «από του σχήματος υπό των ακριβεστέρως τας ανατομάς εχόντων ονομαζόμενοι σιγμοειδείς»[27].
«΄Ωτα καρδίας», παρομοιάστηκαν με τα ώτα που βρίσκονται εκατέρωθεν της κεφαλής, «ωνόμασται δ’ ούτως, ουκ από χρείας ή ενεργείας τινός, αλλ’ από μικράς ομοιότητος, ότι της καρδίας εκατέρωθεν, ώσπερ της κεφαλής του ζώου, πρόεκειται τα ώτα»[28].
«Καρωτίς» ονομάσθηκε η αρτηρία που φέρει το αίμα στο κεφάλι διότι κατά την πίεσή της ο άνθρωπος έμεινε άφωνος, καρώδης, νυσταλέος λόγω μη αιματώσεως του εγκεφάλου, «ότι πιεζόντων [αυτών] καρώδεις και άφωνοι εγίνοντο»[29].
«Κοίλη φλέβα» ονομάσθηκε διότι είναι η ευρυτάτη των φλεβών, (κοίλος-κοιλότης κοιλία), «την κοίλην ύστερον υπό των ιατρών ονομασθείσαν, επειδή των κατά το σώμα του ζώου φλεβών εστι ευρυτάτη»[30].
«Ουρανίσκος» έλαβε το όνομα από της ομοιότητος με τον ουρανό, «εστί το ανώτερον μέρος του στόματος εκ της προς ουρανόν ομοιότητος το όνομα λαμβάνοντος»[31].
«Υπεζωκώς» ονομάσθηκε διότι υπεζωννύει, επενδύει τις πλευρές «επειδή τας πλευράς όλας έσωθεν υπέζωκεν»[32].
«Διάφραγμα» απεκλήθηκε διότι διαφράττει, χωρίζει τον θώρακα από την κοιλία, «έστι τις μυς μέγας στρογγύλος, όν ονομάζουσιν μεν εν δίκη διάφραγμα, διαφράτοντα των της τροφής αγγείων τα του πνεύματος όργανα»[33].
«Περιτόναιον» ονομάσθηκε από το περιτείνω δηλ. τανύεται και απλώνεται επάνω στα σπλάχνα, «κέκληται από του περιτετάσθαι πάσι μεν τοις σπλάχνοις, πάσι δε τοις εντέροις, έτι δε τοις αγγείοις, όσα μεταξύ φρενών [διαφράγματος] τ’ εστί και σκελών»[34].
«Επίπλοον», διότι επίκειται του στομάχου σύμφωνα με τον Γαληνό, «επικείσθαι μεν ουν τη γαστρί και οίον εποχείσθαι τουπίπλοον (όθεν περ και τούνομα κέκτηται)»[35].
«Απευθυσμένον» «επί ευθείας τεταμένον, κατά ό ούτως ωνόμασται»[36].
«Σφιγκτήρες» αποκλήθηκαν διότι το κάτω μέρος του απευθυσμένου κυκλικά περισφίγγεται από τους μυς ως σφιγτήρα, «του δ’ απευθυσμένου το κάτω πέρας υπό μυών εν κύκλω περικειμένων σφίγγεται. Και δή τούνομα αυτώ σφιγκτήρα δια τούτ’ οίμαι τεθεικαίναι τινάς»[37].
«Μήτρα» λέγεται «δια το είναι μητέρα πάντων των βρεφών»[38].
«Χόριον», «επειδή χώρημα εστι του εμβρύου οιονεί χωρίον, ή επειδή χορηγείται την τροφήν αυτώ»[39], «ωνόμασται δε ούτως, επειδή πολλαί φλέβαι και αρτηρίαι κατ’ αυτόν εισιν ώσπερ εν χορώ τινι συνεληλυθυίαι, και δι’ αυτού τρέφεται το έμβρυον»[40].
«Αλλαντοειδής υμήν», «την ονομασίαν από του σχήματος έχοντα, παραπλήσιος γαρ εστιν αλλάντι»[41].
«Εφήβαιον», ονομάσθηκε διότι εκεί οι τρίχες είναι μικρές, «δια το βαίνειν τας τρίχας εκεί, ολίγας και μικράς, βαιός γαρ ο μικρός»[42].
«Ωκυτόκια», φάρμακα, τα οποία επιφέρων ταχύν τοκετόν[43], (ωκύς σημαίνει ταχύς).
«Σύλληψις» «ωνόμασται από του συγκράτησις είναι του σπέρματος»[44].
«Κύησις», σύμφωμα με τον Σωρανό «καλείται κύησις παρά το κεύθησις είναι, τούτ’ έστιν απόκρυψις. Το γαρ κεύθειν εστί το κρύπτειν, και το εν τη μήτρα δε συνειλημμένον κρύπτεται»[45].
«Δυστοκία», είναι «δυσχερής τόκος», «μετά δυσεργείας αποκύησις»[46].
«Αμφιβληστροειδής χιτών» οφθαλμού διότι ομοιάζει με αμφίβληστρο=αλιευτικό δίχτυ, «προσέοικε μεν γαρ αμφιβλήστρω το σχήμα»[47].
«Κερατοειδής χιτών» οφθαλμού διότι ομοιάζει με τα ξύσματα των κεράτων στη λαμπρότητα: «εοικέναι τούτο τοις κέρασι τοις εις λεπτά τετμημένοις… ούτος ουν ο κερατοειδής χιτών λεπτός και σκληρός και πυκνός γενόμενος, ευθύς άρ’ έμελλεν έσεσθαι και λαμπρός, οίος επιπέμπειν αυγήν επιτηδειότατος είναι, παραπλησίως τους ακριβώς διεξεσμένοις τε και λελεπτυμένοις κέρασιν»[48].
«Ιρις οφθαλμού», ίρις είναι ο κύκλος, «καλείται ίρις ο τόπος ούτος υπό των περί τα τοιαύτα δεινών. Ένιοι δε στεφάνην ονομάζουσι»[49].
«Κανθοί» αποκαλούνται «από του κνήθεσθαι συνεχώς υπό του παρεισρέοντος παντός υγρού»[50].
«Ρίνες», λέγονται «δια το δι’ αυτών ρείν τα εξ εγκεφάλου»[51].
«Μυκτήρες», «από του μυκτηρίζειν ημάς ούς διαπαίζομεν, ή από του την μύξαν εξιέναι δι’ αυτών»[52].
«Λαγών» διότι εκεί λήγουν οι πλευρές, «παρά το λήγη. Εκείσε γαρ λήγουσιν αι πλευραί»[53].
«Μηρός», καλείται «ότι μερίζεται κατ’ εκείνο το μέρος το σώμα»[54].
«Οστεολογία», «των ανθρωπίνων οστών εμπειρίαν ακριβή λαβείν»[55] (οστούν+λόγος).
«Αστράγαλος», διότι κρατάει ορθή τη βάση του ποδός, σύμφωνα με τον Μελέτιο εκ του αστραβής που σημαίνει ακλόνητος, ευθής, μή εστραμμένος[56].
«Πτέρνα» επειδή σ’ αυτό το οστούν πέφτει όλο το βάρος του σώματος, «παρα το επιπτωκέναι αυτή όλον το σώμα»[57].
«Ινίον», διότι κατέρχεται από την κορυφή «από του εν τη καταβάσει της κορυφής κάτω ιέναι ή από του εντεύθεν έρχεσθαι τας ίνας, ήγουν τα νεύρα»[58].
«Μέτωπον», υπεράνω των ωπών δηλ. των οφθαλμών, «οίον επέρωπον, το υπεράνω των ωπών, ήγουν των οφθαλμών»[59].
«Ηθμοειδή οστά», ο Γαληνός υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να ονομάζονται σπογγοειδή όπως έλεγε ο Ιπποκράτης διότι είναι ποικίλες κατατρήσεις και όχι ευθύτρητα όπως οι ηθμοί, «βέλτιον δ’ ήν ουκ ηθμοειδή καλείν αυτά μάλλον περ’ ή σπογγοειδή, καθάπερ Ιπποκράτης είκαζε. Ποικίλα γουν εστι ταις κατατρήσεσιν, ώσπερ οι σπογγιοί, και ούκ ευθύτρητα, καθάπερ οι ηθμοί»[60].
«Ζύγωμα» (ζυγωματικόν οστούν), ονομάζεται διότι ως ζυγός διαρθρώται μετά της άνω γνάθου και της κεφαλής, «το τοίνυν οστούν τούτο λεπτόν, ο συνάπτει την άνω γένυν τη κεφαλή, καλείται ζύγωμα προς των ανατομικών, επειδή και αυτός ο Ιπποκράτης φάσκων υποζυγώσαι δηλοί συνάγειν αλλήλοις τα δύο οστά, καθάπερ ζυγόν υποκείμενον αυτοίς»[61].
«Βελονοειδής» απόφυσις «οι μεν αλεκτρυόνων πλήκτροις εικάζουσιν, οι δε γραφείων πέρσασι, και προσαγορεύουσιν βαρβαρίζοντες στυλοειδείς. Ένεστι δ’, ει βούλοιτο, γραφοειδείς τε και βελονοειδείς ονομάζειν αυτάς»[62].
«Φατνία», ονομάσθηκαν «δια την προς τας φάτνας ταύτας εμφέρειαν αις χρήται τα βοσκήματα»[63].
«Ιερόν οστούν», «συνήθως των αρχαίων ιερά τα μεγάλα καλούντων»[64].
«Δελτοειδής μύς» ονομάσθηκε από το σχήμα του μυός, «ένθα το δελτοειδές εργάζεται σχήμα, διότι και τινές όλον αυτόν ωνόμασαν δελτοειδή»[65].
«Στόμαχος», λέγεται ότι «τα από του στόματος εις αυτόν χείται»[66].
«Πέψις» εκ του ρήματος πέσσω, που σημείνει χωνεύω, μαλακώνω[67].
«Δωδεκαδάκτυλον» «Ηρόφιλος ωνόμασε δωδεκαδάκτυλον από του μήκους αυτή την επωνυμίαν θέμενος»[68].
«Νήστις», «ότι κενόν αεί τροφής ευρίσκεται»[69].
«Ειλεός», από το ρήμα είλω, που σημαίνει φράζω. Στον ειλεό δεν αποβάλλονται αέρια και κόπρανα, υπάρχει έντονος περισταλτισμός των εντέρων μαζί με πόνο. «Ειλεός εστι φλεφμονή εντέρων, ώστε μήτε φύσας μήτε διαχωρήματα διεξέναι, στρόφους δε ισχυρούς παρακολουθείν και αλγήματα υπερβεβηκότα»[70].
«Μύες» λέγονται «παρά το μύειν εν ταις οικείαις ενεργείαις»[71].
«Σύνδεσμος», «εξ οστού εις οστούν εμφυόμενα σύνδεσμος αμφοίν γίγνεται κοινός, έν τούτο μόνον εργαζόμενα, συνέχειν αλλήλων τα συνδεσμούμενα των οστών»[72].
«Ηπαρ», «παρά το επήρθαι και κυρτούσθαι ή παρά το επαρδεύειν τω σώματι και χορηγείν το αίμα, ή παρά το επαίρεσθαι έπαρ και ήπαρ»[73].
«Πύλαι ήπατος», όπως για να εισέλθει κανείς στις πόλεις πρέπει να περάσει τις πύλες παρόμοια και η τροφή από τα έντερα πριν φθάσουν στο ήπαρ πρέπει να περάσουν από τον συγκεκριμένο τόπο τις πύλες, «εκ της κοιλίας τροφή πάσα προς ένα τόπον του ήπατος, όν απ’ αυτού τούδε του νυν ειρημένου πύλας ονομάζουσιν. Ούτε γαρ εις τας πόλεις εισελθείν τις δύναται, πριν διελθείν τας πύλας, ούτ’ εις ήπαρ αφίκεσθαι, πριν εν τούτω γενέσθαι τω χωρίω»[74].
«Χοληδόχος κύστις», διότι έλκει, δέχεται τη χολή, «ελκει το χολώδες υγρόν εις εαυτήν»[75].
«Σπλήν», «είρηται παρα το επισπάσθαι εις εαυτόν τα φαυλισθέντα των υγρών»[76], σύμφωνα με τον Μελέτιο.
«Νεφροί», «παρά το νείφεσθαι τω ούρω, ό εστί βρέχεσθαι»[77] [νείφω=βρέχω, εξ ού και νέφος].
«Ουροδόχος κύστις», κύστις που δέχεται το ούρο[78].
«Φίμωσις», «φίμος εστίν η των πόρων φυσικών κατάκλεισις»[79].
΄Οροι μερικών παθήσεων
«Αιμορραγία», η βίαιη έκχυση αίματος μετά από τρώση ενός αγγείου, «αιμορραγία εστίν αίματος λάβρος έκχυσις κατά περίρρυσιν μεν μεγάλης ούσης τρώσεως, κατ’ ακοντισμόν δε εις στενότητα τυγχάνουσα ως επί των φλεβοτομών»[80].
«Αιμορροϊς», ονομάζεται η μικρή ροή του αίματος «η κατά διαπήδησιν και κατ’ ολίγον αίματος φορά»[81].
«Φλεγμονή» ονομάσθηκε διότι φλέγεται το μέρος εκείνο του σώματος, «είρηται δε φλεγμονή από του οίον φλέγεσθαι τον τόπον»[82], «κοινόν με ουν απάσαις η άμετρος εστι θερμασία και οίον φλόγωσις, όθεν περ και το της φλεγμονής όνομα κατ’ αυτήν επιφέρειν έθος ήν τοις παλαιοίς»[83]. Ο Σωρανός ομοίως σημειώνει τον όρο αλλά προσθέτει «και ούχ ως ο Δημόκριτος είρηκεν από του αίτιον είναι το φλέγμα»[84].
«Γλαύκωμα», διότι τα φυσιολογικά μέρη του οφθαλμού παίρνουν το γλαυκό χρώμα, (κυανόφαιο χρώμα), «εστι των κατά φύσιν υγρών εις το γλαυκόν χρώμα μεταβολή»[85].
«Πλευρίτις», ονομάσθηκε η πάθηση του υπεζωκότος, που ονομάζονταν πλευρά, «νόσημα εστί του τας πλευράς υπεζωκότος υμένος»[86].
«Ορθόπνοια», διότι ανασηκώνεται ο ασθενής λόγω της δύσπνοιας, «δύσπνοια μετά στεναχωρήσεως, ως πνίγεσθαι δοκείν, ανακαθίζειν τε δια τουτ’ επιχειρείν, όπερ ορθόπνοιαν ονομάζουσιν»[87].
«Επιληψία», από το επίληψις, επιλαμβάνω, που σημαίνει προσβάλλω, «εστίν επίληψις διανοίας και των αισθητηρίων μετά του πίπτειν εξαίφνης τους μεν μετά σπασμού, τους δε άνευ σπασμού»[88].
«Μύλη» ονομάσθηκε δια την σκληρότητα που παρουσίαζε ο όγκος κατά την ψηλάφηση της μήτρας: «η λεγομένη μύλη, καθώς άλλοι λέγουσιν μύλος, σκίρρωσις εστιν της υστέρας…ωνόμασται δε “μύλος” από της δυσκινησίας και του βάρους…πρόδηλος όγκος περί το επιγάστριον απηνής λιθώδης…»[89]. Επίσης ο Ορειβάσιος σημειώνει: «Ιστέον ότι ο μεν Σωρανός εν τοις Γυναικείοις δια το σκληρόν και δυσκίνητον μύλην ή μύλον ονομάζεσθαι φησίν»[90].
«Σάρκωμα» παθολογική αύξηση σαρκός, «σάρκωμά εστι σαρκός εν τοις μυκτήροις παρά φύσιν αύξησις»[91].
«Τερηδών», σύμφωνα με τον Γαληνό ονομάσθηκε η πάθηση από την παρουσία τρημάτων στο οστούν, δηλ. από το τετραίνω, τιτράω, τρηδών: «τερηδών εστιν οστού κατάτρησις από φθοράς, το δε όνομα τω πάθει από των συμβεβηκότων τρημάτων»[92].
«Πολύπους», «είρηται δε πολύπους (εν τοις μυκτήροις) από των πολυπόδων. Ως γαρ εκείνοι πολλάς έχουσιν αποσχίδας πλαδαροί τε εισί και αυξανόμενοι, ούτω και τούτο το πάθος»[93].
«Αθήρωμα», ονομάσθηκε διότι μοιάζει με την αθάρη, δηλ. το χυλό χοντροκομμένου σιταριού: «το μεν αθέρωμα εστιν όγκος ομόχρους, ανώδυνος, εν χιτώνι νευρώδει περιέχων αργού υγρού συλλογήν, εοικότος τη λεγομένη αθάρη τη εξ αλεύρου εψουμένη σκευαζομένη»[94].
«Κυνάγχη», ονομάσθηκε η πάθηση στην οποία γλώσσα εξέρχεται από το στόμα, όπως στα σκυλιά, τους κύνες: «τόδε καλέσται, ήτοι τω ξυνεχέϊ πάθει τώνδε των ζώων, ή τω ξενήθεϊ της προβολής της γλώσσης και εν υγείη»[95].
«Ναυτία», ορίσθηκε η αρρώστια του πλοίου, που το όνομα είναι ναύς[96]. «Αλωπεκίαι», ονομάσθηκαν οι δερματοπάθειες διότι παρατηρήθηκαν στις αλεπούδες: «οτί συνεχώς γίγνονται ταις αλώπεξιν»[97].
«Κηρίον», ονομάσθηκε η δερματοπάθεια αυτή από το εξερχόμενο υγρό που ομοιάζει με το μέλι του Υμμητού: «έτερον πάθος του δέρματος ό καλούσι κηρίον, επειδή τα κατατρήσεις έχει μείζονας, υγρότητά τε περιεχούσας υμηττίω μέλιτι παραπλησίαν»[98].
«Πιτυρίασις», διότι στην πάθηση αυτή τα αποπιπτώμενα λέπια από το κεφάλι ομοιάζουν με τα πίτουρα: «πιτύροις όμοια από του της κεφαλής δέρματος αποπίπτει πολλάκις ενίοις ηνωμένοις και δια τούτο πιτυρίασιν ονομάζουσιν οι ιατροί το σύμπτωμα τούτο»[99].
«Τέρμινθος», «τέρμινθοι δε εισιν υπεροχαί επί του χρωτός συνιστάμεναι, στρογγύλαι, μελανόχλωροι, εοικυίαι τερμίνθου καρπού» και «οι τω του τερμίνθου καρπώ παραπλήσιοι, κατά το δέρμα συνιστάμενοι παρά φύσιν όγκοι»[100]. «Τάχα δε τέρμινθος εκλήθη δια το ποικίλον της χροιάς, ότι και ο καρπός της τερμίνθου ποικίλος, είγε η μεν φλύκταινα μέλαινα, το δε τω αποσύρματι εοικός ανευρεθέν, και το πύον ησυχή λευκόν»[101].
«Διαβήτης»[102], από το ρήμα διαβαίνω «..ονομάσθηκε η πάθηση, επειδή μοιάζει με διαβήτη, καθότι τα υγρά δεν παραμένουν στο σώμα, παρά χρησιμοποιούν το ανθρώπινο σώμα ως διαβήτη (σκάλα) μέσω της οποίας εξέρχονται»[103].
«Φίμωσις», ονομάσθηκε διότι «φίμος εστιν η των πόρων φυσικών κατάκλεισις»[104].
«Κήλη», κάθε όγκος ονομάζονταν κήλη και εξ αυτού ανάλογα με το περιεχόμενο δόθηκε το όνομα: «Πας όγκος εν οσχέω κήλη λέγεται, Υδροκήλη, εντεροκήλη, κιρσοκήλη, επιπλοκήλη, εντεροεπιπλοκήλη»[105].
«Βρογχοκήλη» ονομάζεται «όγκος παρά τω βρόγχω»[106]. Ομοίως στον Αέτιο σημειώνεται «ο περί τον βρόγχον γινόμενος όγκος βρογχοκήλη ωνόμασται. Πας γαρ όγκος παρά τοις αρχαίοις κήλη ωνόμασται»[107].
«Χολέρα», ως χολάδες ονόμαζαν τα έντερα και εξ αυτού ονομάσθηκε η πάθηση σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Τραλλιανό, στο Περί χολέρας Βιβλίον: «μη υποβάλη δε τις χολέραν καλείσθαι το πάθος, ότι υπό χολής είωθε γίνεσθαι πάντως, αλλ΄ επειδή δια των εντέρων εθεώρουν εκκρινομένην την δια γαστρός προσφερομένην ύλην, τα δε έντερα χολάδας οι παλαιοί , ως φησί και Ομηρος «κέχυντο χαμαί χολάδες», τούτου χάριν και το πάθος χολέραν εκάλεσαν…»[108].
«Καρκίνος», η κακοήθης πάθηση των μαστών, στους οποίους οι φλέβες ήταν διογκωμένες που έμοιαζαν με τα πόδια του καρκίνου, (=καβουριού), έδωσαν το όνομα καρκίνος και κατ’ επέκταση και σε όλες τις κακοήθειες, «επί των τιτθών [μαστών] είδομεν πολλάκις ακριβώς όγκον όμοιον καρκίνω ζώω. Καθάπερ γάρ επ’ τούδε του πάθους αι φλέβες αποτεταμέναι του παρά φύσιν όγκου το σχήμα καρκίνω παραπλήσιον εργάζονται»[109].
«Υδατίς κύστις», «επιτηδειότατον εστι το ήπαρ υδατίδας γεννήσαι κατά τον έξωθεν αυτώ παρακείμενον υμένα…. εάν ουν ποτέ συμβή ραγήναι τας υδατίδας, εκχείται δηλονότι το ύδωρ εις την κατ’ επιγάστριον περιτοναίου χώρα»[110].
«Παθογνωμονικά συμπτώματα», σύμφωνα με τον Γαληνό «ταύθ’ ηγείσθαι χρή γνωρίσματα βέβαια των νοσημάτων υπάρχειν»[111].
«Συνδρομή», όρος για το άθροισμα των συμπτωμάτων, «το γαρ προειρημένον άθροισμα των συμπτωμάτων επί του πυρέττοντος, ό συνδρομήν καλείν»[112].
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Με τα ενδεικτικά αυτά παραδείγματα γίνεται φανερό ότι οι αρχαίοι ιατρικοί όροι ανταποκρίνονταν στο σημαινόμενο και όπως χαρακτηριστικά ο Γαληνός παρατηρεί με τους ιατρικούς όρους «οι παλαιοί… εχρώντο του δηλώσαι το νοούμενον ένεκα»[113]. Οι αρχαίοι ιατρικοί όροι, οι οποίοι καθιερώθηκαν από τους συγγραφείς των ιατρικών θεμάτων κατά την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και μετά την ίδρυση της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, το 1837, αποτέλεσαν τη βάση για την σημερινή ελληνική ιατρική ορολογία, και γενικότερα για την διεθνή ιατρική ορολογία.
——————————————————————————–
[1] Γαληνού, Οροι ιατρικοί, α΄, G.C.Kuehn, (ed.) Κλαυδίου Γαληνού Απαντα, Claudi Galeni Opera omnia,Lipsiae 1821-1830, επανατύπωση Georg Olms Verlag, Hildesheim, Zurich, New York, 1997, τόμ. 19, σελ. 348. Στην έκδοση αυτή των έργων του Γαληνού γίνονται οι εν συνεχεία παραπομπές.
[2] Γαληνού, Περί κράσεων, Βιβλίον Α΄, κεφ. στ΄, G.C. Kuehn, τόμ. ΙΧ, σελ. 570.
[3] Γαληνού, Περί δυνάμεων φυσικών, Βιβλίον Α΄, κεφ. στ΄΄, G.C. Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 13.
[4] Γαληνού, Περί των πεπονθότων τόπων, Βιβλίον Α΄, G.C.Kuehn, τόμ. VIII, σελ. 32.
[5] Γαληνού, Περί των εν ταις νόσοις καιρόν Βιβλίον, G.C.Kuehn, τόμ. VII, σελ. 417-418.
[6] Γαληνού, Περί των συμπτωμάτων διαφοράς Βιβλίον, G.C.Kuehn, τόμ. VII, σελ. 46.
[7] Γαληνού, Θεραπευτικής μεθόδου, Βιβλίον Β΄, G.C.Kuehn, τόμ. Χ, σελ. 82.
[8] Βλ. Δημ. Καραμπερόπουλος, «Ελληνική ιατρική ορολογία: Οι απαρχές της κατά το νεοελληνικό διαφωτισμό», Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, τόμ. 25, 2008, σελ. 244-247.
[9] Σχετικά βλ. Δημ. Καραμπερόπουλος, Η ιατρική ευρωπαϊκή γνώση στον ελληνικό χώρο 1745-1821, Βιβλιοθήκη Ιστορίας της Ιατρικής αρ. 1, Αθήνα, εκδ. Σταμούλη,, 2003.
[10] Βλ. Γερ. Ρηγάτος, Η ιστορία της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, 1835-1985, Αθήνα 1985, σελ. 39.
[11] Δημ. Καραμπερόπουλος, Ιατρικοί όροι του Γαληνού στη νεοελληνική ιατρική ορολογία, Αθήνα 2008, (υπό έκδοση).
[12] Βλ. Βιοϊατρική ορολογία, ελληνοαγγλικό-αγγλοελληνικό Λεξιλόγιο MeSH-ΗELLAS, IATROTEK, Εταιρεία Ιατρικών Σπουδών, Εκδόσεις ΒΗΤΑ, Αθήνα 1991, και Συμπλήρωμα, Αθήνα 1997.
[13] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Θ΄, κεφ. δ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 628 και Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1149.
[14] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1149.
[15] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1149.
[16] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Θ΄, κεφ. θ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 660-661.
[17] Γαληνού, Περί οστών τοις εισαγομένοις, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 745.
[18] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 708.
[19] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Θ΄, κεφ. ιδ΄, G.C.Kuehn, τόμ.ΙΙΙ, σελ. 675.
[20] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne P.G., τόμ. 64, σελ. 1160.
[21] Γαληνού, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. VIII, σελ. 53.
[22] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 551. Σύμφωνα με το Λεξικό των H. Liddell και R.Scott, «Θυρεός καλείται η επιμήκης ασπίς, (ομοία το σχήμα προς θύραν) κατ’ αντίθεσιν προς την κυρίως ασπίδα (την στρογγύλην)».
[23] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Η΄, κεφ. ια΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 553.
[24] Ρούφου Εφεσίου, Περί ονομασίας των του ανθρώπου μορίων, έκδ. Ch. Daremberg και Emile Ruelle, Paris, 1879, σελ. 155.
[25] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, στήλη 1216 και 1236.
[26] Γαληνoύ, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Ζ΄, κεφ. ιδ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 478.
[27] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Ζ΄, κεφ. ιδ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 477.
[28] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Ζ΄, κεφ. ιε΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 484.
[29] Ρούφου Εφεσίου, Περί ονομασίας των του ανθρώπου μορίων, έκδ. Ch. Daremberg και Emile Ruelle, Paris, 1879, σελ. 163.
[30] Γαληνού, Εις το Ιπποκράτους περί διαίτης οξέων νοσημάτων Βιβλίον Δ, G.C.Kuehn, τόμ. ΧV, σελ. 782.
[31] Γαληνού, ΄Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. ΧΙΧ, σελ. 368.
[32] Γαληνού, Περί ανατομικών εγχειρήσεων, Βιβλίον Εβδομον, κεφ. β΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 591.
[33] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Ε΄, κεφ. ιε΄, G.C.Kuehn, ΙΙΙ, σελ. 398.
[34] Γαληνού, Περί ανατομικών εγχειρήσεων Βιβλίον Εκτον, κεφ. δ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 550.
[35] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Δ΄, κεφ. ια , G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 295.
[36] Ανεπίγραφον περί ανατομής των του ανθρώπου μορίων, Oeures de Rufus dEphese, (eds) Ch. Daremberg and Emile Ruelle, Paris 1879, p.180.
[37] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, Λόγος Δ΄, κεφ. ιθ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 334.
[38] Γαληνού, ΄Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. 19, σελ. 362. Επί πλέον ο Σωρανός προσθέτει «Η μήτρα και υστέρα λέγεται και δελφύς. Μήτρα μεν ουν, ότι μήτηρ εστί πάντων των εξ αυτής γεννωμένων εμβρύων, ή ότι τας εχούσας αυτήν μητέρας ποεί, κατά δε τινας, ότι μέτρον έχει χρόνου προς κάθαρσιν και απίτεξιν. Υστέρα δε δια το ύστερον αποδιδόναι τα εαυτής ενεργήματα ή δια την εσχάτην κείσθαι πάντων των σπλάχνων, ει και μη προς ακρίβειαν αλλά κατά πλάτος. Δελφύς δε δια το αδελφών αυτήν είναι γεννητικήν», Σωρανός, Γυναικείων Α΄, 6.
[39] Γαληνού, ΄Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. ΧΙΧ, σελ. 454.
[40] Στεφάνου του φιλοσόφου και ιατρού, Εισήγησις εις την του προς Γλαύκωνα Γαληνού Θεραπευτικήν, έκδοση υπό Keith Dickson, Brill, Leiden-Boston-Koln, 1998, σελ. 204.
[41] Ορειβασίου, Ιατρικαί συναγωγαί, έκδοση Bassemaker et Daramberg, Παρίσι 1858, τόμ. 3, σελ. 75.
[42] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1233.
[43] Μνημονεύεται ο όρος «ωκυτόκια» στην Ιπποκρατική Συλλογ,ή «Γυναικείων Πρώτον 77». Βλ. έκδ. E. Littre, Oeuvres completes D’Hippocrate, vol. VIII, A Paris 1853, επανατύπωση Bibliotheque Interuniversitaire de Mdicine, σελ.170, και στην έκδ. Α. Μαρτίνου, επιμ. Γ. Πουρναρόπουλου, Αθήνα 1968, τόμ. 5, σελ. 120. Επίσης και στο Θεoφράστου, Περί φυτών Ιστορίας, 9.9.3, έκδ. Loeb Classical Library with an English translation by Sir Arthur Hort, vol. II, London 1980, σελ. 262.
[44] Σωρανού, Γυναικείων Α 43, έκδ. «Κάκτος», Αρχαία Ελληνική Γραμματεία ΄΄Οι Ελληνες΄΄ αρ. 237, τόμ. 1, Αθήνα 1996, σελ. 112.
[45] Σωρανού, Γυναικείων Α 43.
[46] Σωρανού, Γυναικείων Δ 1
[47] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, G.C.Kuehn,τόμ. ΙΙΙ, σελ. 762.
[48] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 769-770. Επίσης μνημονεύεται και αργότερα «επεί δε ούτος ο χιτών παρεμφερής έστι τω κέρατι τη τε στερεότητι άμα και διαφανότητι κερατοειδής ήκουσε», Μεθόδιος Ανθρακίτης, Οδού Μαθηματικής, 1749, σελ. 357.
[49] Γαληνού,, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 763-764.
[50] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1180.
[51] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1180.
[52] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1180.
[53] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1233.
[54] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1262.
[55] Γαληνού, Περί ανατομικών εγχειρήσεων, Βιβλίον Α΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 220.
[56] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1265.
[57] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1268.
[58] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1152.
[59] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1151.
[60] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 652, 695.
[61] Γαληνού, Εις το Ιπποκράτους περί άρθρων υπόμνημα Β΄, G.C.Kuhn, τόμ. ΧVIIIΑ , σελ. 426.
[62] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, G.C. Kuhn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 592.
[63] Γαληνού, Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ.872.
[64] Ρούφου Εφεσίου , Περί οστών, Oeures de Rufus d’Ephese, (ed.) Ch. Daremberg and Emile Ruelle, Paris 1879, p.190.
[65] Γαληνού, Περί ανατομικών εγχειρήσεων, Γ΄, G.C.Kuehn, τόμ. II, σελ. 354.
[66] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1217.
[67] Βλ. και Δ. Λυπουρλής, Ιπποκράτης, Ιατρική θεωρία και πράξη. Ανθολόγηση, μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια, Εκδ. Ζήτρος, αρ.1, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 24.
[68] Γαληνού, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. VIII, σελ. 396.
[69] Γαληνού, Περί ανατομικών εγχειρήσεων, Βιβλίον Ζ΄, κεφ. θ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 572.
[70] Γαληνού, Οροι ιατρικοί, σογ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΧΙΧ, σελ. 423.
[71] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1160.
[72] Γαληνού, Περί ανατομικών εργχειρήσεων, Βιβλίον Α΄, κεφ. ε΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΙ, σελ. 268.
[73] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1224.
[74] Γαληνού, Προς Πατρόφιλον περί συστάσεως ιατρικής, G.C.Kuehn, τόμ. I, σελ. 285.
[75] Γαληνού, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. VIII, σελ. 372.
[76] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Migne, τόμ. 64, σελ. 1224
[77] Μελετίου, Περί της του ανθρώπου κατασκευής. Migne, τόμ. 64, στήλη 1216 και 1236.
[78] Γαληνού, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε, κεφ. η΄, G.C.Kuehn, τόμ. VIII, 373.
[79] Γαληνού, Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 445.
[80] Γαληνού, Οροι iατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 456.
[81] Γαληνού, Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 457.
[82] Γαληνού, Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 441.
[83] Γαληνού, Προς Γλαύκωνα θεραπευτικόν Βιβλίον Β΄, κεφ. α΄, G.C.Kuehn, τόμ. XI, σελ. 71.
[84] Σωρανού, Γυναικείων Γ΄, 17, 1.
[85] Γαληνού, Οροι ιατρικοί, τμδ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΧΙΧ, σελ. 435.
[86] Γαληνού, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. VIII, σελ. 77.
[87] Γαληνός, Περί των πεπονθότων τόπων Βιβλίον Ε., G.C.Kuehn, τόμ. VIII, σελ. 120-121.
[88] Γαληνού, ΄Οροι ιατρικοί, σμ΄, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 419.
[89] Σωρανού, Γυναικέιων Γ΄ 36.
[90] Ορειβάσιου, Ιατρικαί Συναγωγαί, .έκδ. Bassemaker et Daramberg, Παρίσι, τόμ. 3, σελ. 681.
[91] Γαληνού, ΄Οροι ιατρικοί, το΄, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 439.
[92] Γαληνού, ΄Οροι ιατρικοί, τρε΄, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 443.
[93] Γαληνού, ΄Οροι ιατρικοί, σμ΄, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 439.
[94] Αετίου, Λόγος πεντεκαιδέκατος, έκδ. Σκ. Ζερβού, 1909, σελ. 24.
[95] Αρεταίου, Περί αιτίων και σημείων οξέων παθών, Α΄, 7, 1, (Περί συνάγχης).
[96] Σχετικά βλ. Mirko D. Grmek, Oι ασθένειες στην αυγή του δυτικού πολιτισμού. Ερευνα στην παθολογική πραγματικότητα του προϊστορικού, αρχαϊκού και κλασικού ελληνικού κόσμου, μετάφραση Αφρ. Νικολαϊδου, Ελ. Ταμβάκη, Γ. Βαρέμης, Σπ. Ποταμιάνος, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1989, σελ. 63.
[97]Γαληνού, Περί συνθέσεως φαρμάκων των κατά τόπους, Βιβλίον Α, G.C. Kuehn, τόμ. ΧΙΙ, σελ. 382.
[98] Γαληνού, Περί συνθέσεως φαρμάκων των κατά τόπους, Βιβλίον Α, κεφ. η’, G.C. Kuehn, τόμ. ΧΙΙ, σελ. 464.
[99] Γαληνού, Περί συνθέσεως φαρμάκων των κατά τόπους, Βιβλίον Α΄, κεφ. στ΄, G.C.Kuehn, τόμ.ΧΙΙ, σελ. 459.
[100] Γαληνού, Εις το Ιπποκράτους περί χυμών υπόμνημα Γ΄, G.C.Kuehn, τόμ. XVI, σελ. 461 και Γαληνού, Των Ιπποκράτους γλωσσών εξήγησις, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 145.
[101] Ορειβασίου, Ιατρικών συναγωγών Βιβλίον 44, κεφ. ια’, Bussemaker et Daremberg, Oeuvres d’Oribase, Pars, 1858, τόμ. 3, σελ. 609.
[102] «Καλείται μεν υπό τινων ύδερος εις αμίδα το πάθημα, διαβήτην δ’ ένιοι προσαγορεύουσι, άλλος σε τις παλαιός ανήρ εις ούρα διάρροιαν ωνόμαζε», Γαληνού, Περί κρίσεων, G.C.Kuehn, τόμ. ΙΧ, σελ. 597.
[103] Αρεταίου, Περί αιτίων και σημείων χρονίων παθών Β΄, ΙΙ, 4, «Περί διαβητέω» (απόδοση στη νεοελληνική από εκδ. Κάκτος).
[104] Γαληνού, ΄Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 445.
[105] Γαληνού, Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 448.
[106] Γαληνού, Οροι ιατρικοί, G.C.Kuehn, τόμ. XIX, σελ. 443.
[107] Αετίου Αμιδηνού, Λόγος πεντεκαιδέκατος, κεφ. στ΄, «περί βρογχοκήλης», έκδοση Σκεύου Ζερβού, Αθηνά, τόμ. 21, 1909, σελ. 22.
[108] Αλεξάνδρου Τραλλιανού στο Περί χολέρας Βιβλίον Εβδομον, κεφ. ιδ΄
[109] Γαληνού, Των προς Γλαύκωνα Θεραπευτικών, Βιβλίον Β, κεφ. ιβ΄, G.C.Kuehn, τόμ. ΧΙ, σελ. 140-141.
[110] Γαληνού, Ιπποκράτους Αφορισμοί και εις αυτούς υπομνήματα, G.C.Kuehn, τόμ. XVIIIΑ, σελ. 165.
[111] Γαληνού, Προς Πατρόφιλον Περί συστάσεως ιατρικής, G.C.Kuehn, τόμ. Ι, σελ. 273.
[112] Γαληνού, Περί αιρέσεων τοις εισαγομένοις, G.C.Kuehn, τόμ. Ι, σελ. 72.
[113] Γαληνού, Περί κρίσεων Βιβλίον Α΄, κεφ. στ΄, G.C.Kuehn, τόμ. IX, σελ. 570.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.