Σήμερα οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ένα θέαμα εκατοντάδων εκατομμυρίων, στο οποίο επαγγελματίες αθλητές διαγωνίζονται στην καλύτερη δυνατή φυσική κατάσταση, αφήνοντας τον κόσμο να παρακολουθεί αποσβολωμένος τους σχεδόν υπεράνθρωπους άθλους τους.
Σήμερα, γιατί έναν και πλέον αιώνα παλιότερα τα πράγματα ήταν ολότελα διαφορετικά. Μόλις 14 χώρες συμμετείχαν, όλοι οι διαγωνιζόμενοι ήταν φυσικά ερασιτέχνες και οι Αμερικανοί ήταν κιόλας αναγκασμένοι να κάνουν εκ περιτροπής τους δημοσιογράφους, καθώς κανείς συμπατριώτης τους δεν θεώρησε τους Αγώνες της Αθήνας αρκετά σημαντικούς ώστε να περάσει τον Ατλαντικό!
Και βέβαια παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκαν επιτυχημένοι, ήταν όντως ερασιτεχνικοί και παράξενοι σε όλα τους.
Όπως η ιστορία του δικού μας Σπύρου Λούη δηλαδή, που μοιάζει με παραμύθι, όταν όλοι αναγνώρισαν ότι ο νερουλάς από το Μαρούσι έτρεχε πιο γρήγορα και από άλογο!
Οι Ολυμπιακοί της Αθήνας πυροδότησαν αμέτρητα γελοία σπορ στις επόμενες διοργανώσεις
Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί φιλοξενούν 28 αθλήματα, την ώρα που οι Αγώνες του 1896 είχαν μόλις 9 σπορ και αρκετά μάλιστα από αυτά ακυρώθηκαν την τελευταία στιγμή. Κι έτσι ο εμπνευστής τους, Πιερ ντε Κουμπερτέν, ένιωσε δικαίως πως τα αγωνίσματα δεν ήταν αρκετά, όταν και θέλησε να αυξήσει το διαγωνιστικό φάσμα με πολλές και τρελές υπερβολές!
Οι Ολυμπιακοί του 1900, για παράδειγμα, περιλάμβαναν διαγωνιστικές δοκιμασίες όπως η πυρόσβεση ή το πέταγμα με χαρταετό! Παρά το γεγονός ότι η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή δεν τα αναγνωρίζει αναδρομικά, υπάρχουν άλλα που παραμένουν ακόμα και σήμερα σε ισχύ, διατηρώντας οι κάτοχοί τους τα μετάλλιά τους.
Ποια είναι αυτά; Η γλυπτική, η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική, ακόμα και η πολεοδομία. Υπήρχαν μάλιστα εποχές που μπορούσες να αποσπάσεις το χρυσό στην ποίηση, φτάνει να ήσουν καλός ποιητής. Ενδεικτικό εδώ είναι το γεγονός ότι ένα από τα πρώτα ποιήματα που βραβεύτηκαν ήταν του ίδιου του βαρόνου ντε Κουμπερτέν, που το έλεγε «Ωδή στο Άθλημα».
Κάποιοι ενδεικτικοί στίχοι του είναι οι εξής: «Ω Άθλημα, εσύ είσαι η Ειρήνη! / Σφυρηλατείς δεσμούς χαράς μεταξύ των ανθρώπων / Φέρνοντάς τους κοντά από σεβασμό στη δύναμη». Ξεκάθαρα μια δίκαιη νίκη δηλαδή που βασίστηκε στην ποιότητα των στίχων και όχι στο γεγονός ότι ο ποιητής ήταν ο αρχηγός των Ολυμπιακών!
Κανείς δεν πίστεψε ότι υπήρχε εκπρόσωπος της Χιλής
Η οργάνωση και ειδικά η καταγραφή των συμμετεχόντων και των επιδόσεων ήταν ένας σωστός εφιάλτης στους πρώτους Ολυμπιακούς της Αθήνας και πουθενά δεν ήταν πιο έκδηλο αυτό από την περίπτωση της μόνης συμμετοχής με τα χρώματα της Χιλής. Παρά το γεγονός ότι διαγωνίστηκε σε τρία αθλήματα, κανείς δεν φαινόταν να νοιάζεται για τον Λουί Σαμπερκασό, κάτι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, μιας και η Διεθνής Εταιρία Ολυμπιακών Ιστορικών συνεχίζει να διατείνεται το 2016 πως η Χιλή δεν είχε στείλει αθλητές στους Αγώνες του 1896!
Ο Σαμπερκασό ήταν γιος διπλωμάτη και ζούσε στην Ευρώπη. Στην Αθήνα κατέφτασε μάλιστα με σκοπό να παρακολουθήσει τη γαλλική αποστολή που τόσο θαύμαζε. Τέτοια ήταν η οργάνωση του Κουμπερτέν και της παρέας του που επιτράπηκε τελικά στον τύπο να συμμετέχει σε δυο-τρία αθλήματα με τα χρώματα της Γαλλίας, αν και ο ίδιος ομολόγησε στο τέλος πως ήταν Χιλιανός!
Ο πρέσβης πατέρας θύμωσε όμως που πήρε ο γιος την πρωτοβουλία χωρίς την έγκριση της χιλιανής κυβέρνησης και έκανε τα πάντα για να αποσιωπηθεί η εθνική ταυτότητα του Λουί. Δεν χρειάστηκε να κάνει βέβαια και πολλά, καθώς ο γιος δεν κέρδισε τίποτα και οι ρεπόρτερ ήταν λιγοστοί. Κι έτσι ακόμα και σήμερα η συμμετοχή του αμφισβητείται, παρά το γεγονός ότι είναι σίγουρο πως ήταν εκεί και διαγωνίστηκε κιόλας…
Αν δεν ήταν οι μαμάδες, δεν θα υπήρχε αμερικανική ολυμπιακή αποστολή
Ο ολυμπιακός αθλητής μεταφέρεται σήμερα στους Αγώνες δωρεάν, του εξασφαλίζονται παχυλές συμφωνίες με σπόνσορες και τον βάζουν να ζήσει σε ειδικά ολυμπιακά διαμερίσματα. Μια ολότελα διαφορετική κατάσταση δηλαδή από το 1896, όταν ένα καλό 1/3 της αμερικανικής αποστολής έπρεπε να βασιστούν στην οικογένειά τους για την κάλυψη των τσουχτερών εξόδων ώστε να καταφτάσουν στην Αθήνα!
Δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς σήμερα πόσο πενιχρό ήταν το ενδιαφέρον για την αναβίωση των Ολυμπιακών και πόσο λίγο νοιάζονταν όλοι για τους Αγώνες του 1896. Ούτε κριτήρια εισαγωγής ούτε δοκιμαστικά συμμετοχής υπήρχαν. Όποιος ήθελε και μπορούσε να πάει στην Αθήνα, πήγαινε στην Αθήνα με το εθνόσημο των ΗΠΑ στη φανέλα του.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αθλητών, οι Τζέιμς Κόνολι και Γουίλιαμ Χόιτ, δεν τους επιτράπηκε από την πρυτανεία του Χάρβαρντ να πάρουν άδεια για τους Ολυμπιακούς, κι έτσι έπρεπε να εγκαταλείψουν τα πανεπιστημιακά όνειρα για να συμμετάσχουν στους Αγώνες (ευτυχώς για τους ίδιους, κέρδισαν αμφότεροι στα αγωνίσματά τους).
Τέσσερα μέλη της αποστολής, όλοι τους φοιτητές του Πρίνστον, δεν μπορούσαν να βρουν καν χορηγό ώστε να καλύψει τα έξοδά τους και ήταν μάλιστα να μην πάνε στην Αθήνα. Την παρτίδα έσωσε η μαμά του Ρόμπερτ Γκάρετ, για τον οποίο θα μιλήσουμε ευθύς αμέσως, η οποία συμφώνησε την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή να πληρώσει αυτή το δαπανηρό τους ταξίδι μέχρι την Ελλάδα…
Ο χρυσός ολυμπιονίκης στη δισκοβολία που δεν είχε ιδέα τι ήταν ο δίσκος
Σήμερα ένα ολυμπιακό μετάλλιο έρχεται μετά κόπων και βασάνων, έπειτα από χρόνια προπονήσεων και διακρίσεων. Ο Ρόμπερτ Γκάρετ είχε ωστόσο την τύχη να αγωνίζεται σε μια εντελώς διαφορετική εποχή, όταν όλα ήταν αγνά και ερασιτεχνικά. Και βέβαια ήταν και ο ίδιος ιδιαίτερος, καθώς αποφάσισε να συμμετάσχει στη δισκοβολία όταν έμαθε ότι κανείς συμπατριώτης του δεν ήθελε!
Το μόνο πρόβλημα για τον Γκάρετ ήταν ότι δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του δίσκο. Όταν αποφάσισε να πάρει μέρος στο αγώνισμα, παρήγγειλε σε έναν σιδερά να του φτιάξει έναν δίσκο βασισμένο στις αρχαιοελληνικές προδιαγραφές του. Σε κάτι που μοιάζει με ανέκδοτο, ο σιδεράς του έδωσε μια χαλύβδινη μάζα διαμέτρου 30 εκατοστών που ζύγιζε 14 κιλά!
Κι ενώ ήταν πρακτικά αδύνατο να ρίξει τον αυτοσχέδιο αυτό δίσκο, ο Γκάρετ προπονούνταν κανονικά για την Αθήνα. Εκεί είδε για πρώτη φορά την ελληνική αποστολή να πετά τους πραγματικούς δίσκους και συνειδητοποίησε πόσο μαντάρα τα είχε κάνει. Οι δυο πρώτες ρίψεις του ήταν μάλιστα ιδιαίτερα κακές και εκτοξεύτηκαν στις εξέδρες. Στην τρίτη του προσπάθεια έγινε όμως κάτι μαγικό: ο απροπόνητος δισκοβόλος έριξε τον δίσκο τόσο μακριά που κέρδισε το αγώνισμα!
Χρόνια αργότερα, αμερικανός συναθλητής του είπε για την απροσδόκητη αυτή νίκη: «Κανείς δεν ήταν πιο έκπληκτος από τον ίδιο τον Ρόμπερτ Γκάρετ»…
Οι Αυστραλοί συμμετέχουν από σπόντα και γρονθοκοπούν θεατή
Σήμερα η ίδια η καθημερινότητα των αθλητών δεν είναι παρά ένα πρελούδιο στην ολυμπιακή δοκιμασία, αν και το 1896 όλοι λίγο πολύ μπορούσαν να εμφανιστούν μπροστά στην επιτροπή και να πάρουν μέρος. Και το ξέρουμε καλά αυτό γιατί έτσι ακριβώς έγινε η σύσταση της αυστραλιανής ολυμπιακής αποστολής!
Ο όρος «αποστολή» είναι ενδεχομένως υπερβολικός, καθώς μιλάμε για έναν και μόνο έναν αθλητή, τον μυστακοφόρο Έντουιν Φλακ, που είχε βρεθεί στην Αγγλία τον καιρό των Ολυμπιακών και σκέφτηκε να κατέβει στην Αθήνα για να τους δει από κοντά. Εκεί αποφάσισε να πάρει μέρος με τα χρώματα των Άγγλων σε τρία αγωνίσματα, στους οποίους και κατοχυρώθηκαν τελικά τα μετάλλιά του στα 100 και τα 1.500 μέτρα, μιας και η Αυστραλία ήταν βρετανική αποικία εκείνον τον καιρό.
Ο Φλακ γράφτηκε μετά και στον πρώτο μαραθώνιο, τη χειρότερη αναμφίβολα στιγμή του. Χωρίς να έχει τρέξει ποτέ στη ζωή του ούτε χιλιόμετρο, ο αθλητής κατέρρευσε μέσα στο καυτό αττικό καλοκαίρι έπειτα από μπόλικα χιλιόμετρα υπερπροσπάθειας. Πολλοί έσπευσαν να τον βοηθήσουν να βρει τις αισθήσεις του και ο Φλακ, σε κατάσταση παραληρήματος, κοπάνισε έναν φουκαρά θεατή που ήθελε να τον σηκώσει αφήνοντάς τον σέκο στο έδαφος…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.