«Μα όποιος σ΄αγώνες ή στον πόλεμο κερδίσει τη νίκη την περίφημη, του χαρίζεται το μεγαλείο της υπέρτατης τιμής, εύφημος μνεία απ’το συμπολίτη και τον ξένο» είχε αναφέρει ο Πίνδαρος τον 5ο αιώνα π.Χ.
Οι νικητές των αγώνων απολάμβαναν μεγάλες τιμές. Η είσοδος του Ολυμπιονίκη στην πόλη γινόταν πάνω σε τέθριπτο άρμα, ενώ φορούσε το στεφάνι της νίκης στο κεφάλι του. Όλοι οι πολίτες τον επευφημούσαν και τον ακολουθούσαν μέχρι το ναό του πολιούχου θεού, όπου ο αθλητής αφιέρωνε το στεφάνι του στον θεό.
Ακολουθούσε μεγάλο γλέντι προς τιμή του.
Μεγάλοι ποιητές, όπως ο Πίνδαρος, που έγραψε τους Ολυμπιόνικους με τους οποίους έκανε διάσημους τους νικητές, αλλά και ο Σιμωνίδης και ο Βακχυλίδης, έγραψαν ύμνους γι’αυτούς.
Το στεφάνι που φορούσε ο αθλητής ήταν από κλαδί αγριελιάς, ο κότινος. Αυτό ήταν το μόνο έπαθλο που έπαιρνε κάποιος για τη νίκη του στους Ολυμπιακούς αγώνες, γι’αυτό και οι αγώνες ονομάζονταν και στεφανίτες.
Η παράδοση θέλει τον Ίφιτο να έχει καθιερώσει τον κότινο ως έπαθλο τον αγώνων κι αυτό έγινε ύστερα από σχετικό χρησμό του μαντείου των Δελφών κατά την 7η Ολυμπιαδα το 752 π.Χ.
Τις αγριελιές που υπήρχαν στην Ολυμπία λέγεται ότι τις είχε φυτέψει ο Ηρακλής. Από μια τέτοια αγριελιά έκοβαν τα κλαδιά για την τελετή της στέψης. Συγκεκριμένα τα έκοβαν από την «καλλιστέφανο» ελιά που υπήρχε πίσω από τον ναό του Δία.
Οι ελλανοδίκες ανέθεταν σε ένα παιδί, που ζούσαν και οι δύο γονείς του, να κόψει τα κλαδιά με ένα χρυσό δρεπάνι. Τα κλαδιά αυτά τα πήγαιναν στο ναό της Ήρας και με αυτά γινόταν η στέψη του νικητή.
Ο νικητής δεν κέρδιζε μόνο την ευγνωμοσύνη και τον θαυμασμό των συμπολιτών του. Τα κέρδη του ήταν και υλικά.
Αποκτούσε ισόβια σίτιση με δημόσια δαπάνη και ο ίδιος ήταν απαλλαγμένος από τους φόρους που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν οι συμπολίτες του.
Ο Σόλων στην Αθήνα, στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. περιόρισε το χρηματικό βραβείο στις 500 δραχμές. Άλλες πόλεις θέσπιζαν ανάλογα προνόμια. Για παράδειγμα στη Σπάρτη ο νικητής είχε το δικαίωμα να πολεμάει δίπλα στο βασιλιά. Οι Ολυμπιονίκες στις δημόσιες εκδηλώσεις κάθονταν πάντα με τους επισήμους και, εκτός από τους ποιητές που τους έκαναν ξακουστούς με τα ποιήματά τους, δεν ήταν λίγες οι φορές που το όνομά τους χαρασσόταν πάνω σε στήλες, οι οποίες τοποθετούνταν σε κεντρικό σημείο της πόλης.
Όπως αναφέρθηκε, τα προνόμια και οι τιμές προς τους Ολυμπιονίκες διέφεραν από πόλη σε πόλη. Ένας Ολυμπιονίκης θεωρούσε υπέρτατη τιμή να μπορέσει να κατασκευάσει και να τοποθετήσει το άγαλμα του στην ιερή Άλτη, ενώ σημαντικό γεγονός για τον ίδιο ήταν και ο επινίκιος, ο ύμνος δηλαδή που γραφόταν από τους ποιητές για να δοξάσουν τη νίκη του. Το άγαλμα και το επινίκιο άσμα συνέβαλλαν στο να παραμείνει για πολύ καιρό ο αθλητής, πολλές φορές και αιώνες, στη μνήμη των ανθρώπων.
ΠΗΓΗ: Οι ολυμπιακοί αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα, Οι Αθέατες Πλευρές, Ελένη Νικολαϊδου- Χρήστος Κατσικας, Εκδόσεις Σαββάλας, mixanitouxornou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Οι νικητές των αγώνων απολάμβαναν μεγάλες τιμές. Η είσοδος του Ολυμπιονίκη στην πόλη γινόταν πάνω σε τέθριπτο άρμα, ενώ φορούσε το στεφάνι της νίκης στο κεφάλι του. Όλοι οι πολίτες τον επευφημούσαν και τον ακολουθούσαν μέχρι το ναό του πολιούχου θεού, όπου ο αθλητής αφιέρωνε το στεφάνι του στον θεό.
Ακολουθούσε μεγάλο γλέντι προς τιμή του.
Μεγάλοι ποιητές, όπως ο Πίνδαρος, που έγραψε τους Ολυμπιόνικους με τους οποίους έκανε διάσημους τους νικητές, αλλά και ο Σιμωνίδης και ο Βακχυλίδης, έγραψαν ύμνους γι’αυτούς.
Το στεφάνι που φορούσε ο αθλητής ήταν από κλαδί αγριελιάς, ο κότινος. Αυτό ήταν το μόνο έπαθλο που έπαιρνε κάποιος για τη νίκη του στους Ολυμπιακούς αγώνες, γι’αυτό και οι αγώνες ονομάζονταν και στεφανίτες.
Η παράδοση θέλει τον Ίφιτο να έχει καθιερώσει τον κότινο ως έπαθλο τον αγώνων κι αυτό έγινε ύστερα από σχετικό χρησμό του μαντείου των Δελφών κατά την 7η Ολυμπιαδα το 752 π.Χ.
Τις αγριελιές που υπήρχαν στην Ολυμπία λέγεται ότι τις είχε φυτέψει ο Ηρακλής. Από μια τέτοια αγριελιά έκοβαν τα κλαδιά για την τελετή της στέψης. Συγκεκριμένα τα έκοβαν από την «καλλιστέφανο» ελιά που υπήρχε πίσω από τον ναό του Δία.
Οι ελλανοδίκες ανέθεταν σε ένα παιδί, που ζούσαν και οι δύο γονείς του, να κόψει τα κλαδιά με ένα χρυσό δρεπάνι. Τα κλαδιά αυτά τα πήγαιναν στο ναό της Ήρας και με αυτά γινόταν η στέψη του νικητή.
Ο νικητής δεν κέρδιζε μόνο την ευγνωμοσύνη και τον θαυμασμό των συμπολιτών του. Τα κέρδη του ήταν και υλικά.
Αποκτούσε ισόβια σίτιση με δημόσια δαπάνη και ο ίδιος ήταν απαλλαγμένος από τους φόρους που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν οι συμπολίτες του.
Ο Σόλων στην Αθήνα, στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. περιόρισε το χρηματικό βραβείο στις 500 δραχμές. Άλλες πόλεις θέσπιζαν ανάλογα προνόμια. Για παράδειγμα στη Σπάρτη ο νικητής είχε το δικαίωμα να πολεμάει δίπλα στο βασιλιά. Οι Ολυμπιονίκες στις δημόσιες εκδηλώσεις κάθονταν πάντα με τους επισήμους και, εκτός από τους ποιητές που τους έκαναν ξακουστούς με τα ποιήματά τους, δεν ήταν λίγες οι φορές που το όνομά τους χαρασσόταν πάνω σε στήλες, οι οποίες τοποθετούνταν σε κεντρικό σημείο της πόλης.
Όπως αναφέρθηκε, τα προνόμια και οι τιμές προς τους Ολυμπιονίκες διέφεραν από πόλη σε πόλη. Ένας Ολυμπιονίκης θεωρούσε υπέρτατη τιμή να μπορέσει να κατασκευάσει και να τοποθετήσει το άγαλμα του στην ιερή Άλτη, ενώ σημαντικό γεγονός για τον ίδιο ήταν και ο επινίκιος, ο ύμνος δηλαδή που γραφόταν από τους ποιητές για να δοξάσουν τη νίκη του. Το άγαλμα και το επινίκιο άσμα συνέβαλλαν στο να παραμείνει για πολύ καιρό ο αθλητής, πολλές φορές και αιώνες, στη μνήμη των ανθρώπων.
ΠΗΓΗ: Οι ολυμπιακοί αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα, Οι Αθέατες Πλευρές, Ελένη Νικολαϊδου- Χρήστος Κατσικας, Εκδόσεις Σαββάλας, mixanitouxornou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.