Η λέξη όμηρος προέρχεται από την αρχαία λ. ὅμηρος [ήδη τον 5ο αι. π.Χ., πβ. Ηροδ. Ἱστ. 6.99.3: καὶ ὁμήρους τῶν νησιωτέων παῖδας ἐλάμβανον], η οποία αρχικά σήμαινε «αυτός που εξαναγκάζεται να ακολουθήσει» και, κατ’ επέκταση, «αυτός που ακολουθεί (πβ. τη «γλώσσα» τού λεξικογράφου Ησυχίου ὁμηρεῖ· ἐγγυᾶται, ἀκολουθεῖ). ʼρα όμηρος < ὁμ(ο)- + -ηρος ( από το ἀρ- με έκταση τού αρκτικού ἀ- λόγω τής συνθέσεως). Το θέμα ἀρ- εντάσσεται στην ευρεία λεξιλογική οικογένεια τού ρήματος ἀραρίσκω «συνδέω, συνάπτω - τακτοποιώ, προετοιμάζω» (με ομόρριζα λέξεις όπως ἀρετή, ἀρέσκω, ἄρθρον, ἅρμα, ἁρμός, ἀριθμός κ.ά.).
Από το επίθ. ὅμηρος έχει προέλθει το κύριο όνομα Ὅμηρος, παρά τους ποικίλους μύθους που είχαν αναπτυχθεί στην Αρχαιότητα σχετικά με την ετυμολόγηση τού ονόματος, με γνωστότερη την παρετυμολογική εκδοχή ότι Ὅμηρος είναι ὁ μὴ ὁρῶν «αυτός που δεν βλέπει» (επειδή ο ποιητής ήταν τυφλός). Το αντίθετο είναι πιθανόν να συνέβη, αν είναι αξιόπιστες κάποιες αρχαίες μαρτυρίες, ότι δηλ. από τον τυφλό Όμηρο η αρχαία λέξη όμηρος ως ουσιαστικό χρησιμοποιήθηκε με τη σημασία «τυφλός» και ότι το ομηρεύω ακόμη σήμανε «οδηγώ τυφλό» (βλ. λ. Ὅμηρος στο Λεξικό τής αρχαίας των Liddell - Scott).
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.