«Μεγαλύτερο ανθέλληνα όλων των εποχών», «ορκισμένο εχθρό της Ελλάδας» και άλλους τέτοιους διαβόητους χαρακτηρισμούς έχουμε αποδώσει κατά καιρούς στον βαυαρό λόγιο, που ταυτίστηκε στη νεοελληνική παιδεία με το κακό το ίδιο!
Όταν έγραψε το περιβόητο σύγγραμμά του «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων», αλλά και το πόνημα «Ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά τον Μεσαίωνα», εκεί στη δεκαετία του 1830, ο Νο 1 εξωτερικός εχθρός της ελληνικής διανόησης είχε μόλις γεννηθεί.
Ο Φαλμεράιερ διατύπωσε την άποψη πως οι Έλληνες της νεότερης εποχής δεν κατάγονται από τους αρχαίους προγόνους τους, αλλά από τους σλάβους επιδρομείς που μπαινόβγαιναν ανενόχλητοι στον ελλαδικό χώρο τον Μεσαίωνα, καθώς από τους αλβανικούς πληθυσμούς που εξαπλώθηκαν κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους στην ελληνική επικράτεια.
Οι επιμειξίες τους, μας λέει ο Φαλμεράιερ, με ελληνόφωνους μεν, αλλά όχι Έλληνες, πρόσφυγες ήταν αυτές που δημιούργησαν τον λαό των Νεοελλήνων. Ο γερμανόφωνος ιστορικός και περιηγητής ισχυρίστηκε ακόμη πως το πάλαι ποτέ ένδοξο αρχαίο ελληνικό έθνος εκμηδενίσθηκε το 589 μ.Χ., στην περίοδο του ρωμαίου αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602), με τη γενικευμένη επιδρομή των Αβαροσλάβων στη βαλκανική χερσόνησο. Κι εδώ επικαλείται μάλιστα τον βυζαντινό λόγιο του 6ου αιώνα, Ευάγριο Σχολαστικό.
Το τελειωτικό χτύπημα που εξολόθρευσε τον ελληνικό πληθυσμό, συνεχίζει ο Φαλμεράιερ, ήρθε το 746 μ.Χ. με τη σαρωτική επιδημία της πανούκλας που θέρισε τους τελευταίους εναπομείναντες Έλληνες. Το έργο του έγινε μάλιστα ιδιαίτερα γνωστό στους λόγιους κύκλους της Ευρώπης, από την πρώτη στιγμή που παρουσιάστηκε στη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών, και μια ολόκληρη ιστορική σχολή σκέψης στήθηκε πάνω στις μελέτες του Βαυαρού (ή Αυστριακού, κατ’ άλλους), ο οποίος καταλήγει πικρόχολα στο αιρετικό σύγγραμμά του: «Ας αφήσουμε τους σημερινούς κατοίκους αυτής της χώρας στην πλάνη τους πως κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες. Αρκεί πως ο ίδιος ήλιος που φώτισε κάποτε τον Περικλή λάμπει ακόμα πάνω από τα κεφάλια τους».
Αυτό που δεν γνώριζε ίσως ο Φαλμεράιερ είναι πως οι αμφιλεγόμενες αράδες που έγραφε για την καταγωγή των Ελλήνων θα προκαλούσαν τεράστια συζήτηση στη χώρα μας, γεννώντας ουσιαστικά την ιστορική επιστήμη στη νεότερη Ελλάδα! Η ελληνική πολιτική σκέψη, ιστορία και θεωρία μοιάζει να κινείται πια κάτω από τον αστερισμό του Φαλμεράιερ.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει την «Ιστορία» του για να αντικρούσει τον Φαλμεράιερ. Ο καθηγητής Παύλος Καρολίδης γίνεται ιστορικός από αντίδραση προς τον Φαλμεράιερ. Ο λογοτέχνης Σπύρος Ζαμπέλιος παραμένει αμήχανος μπροστά στο φαινόμενο Φαλμεράιερ και αντιδρά όπως μπορεί. Ο πρωτοπόρος ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας μπερδεύεται με τον Φαλμεράιερ, εκτοξεύοντας ύβρεις. Κοντολογίς, για να αντικρουστούν τα λίγα «επίμαχα» φαλμεραϊερικά κεφάλαια, ένας ολόκληρος ωκεανός ιστορικών μελετών και ιστορικο-φιλοσοφικών διατριβών γράφεται στη χώρα μας!
Το φαινόμενο είναι ίσως μοναδικό στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος: ένας αιρετικός ξένος ιστορικός και πολιτικός γίνεται εξ αντιδράσεως η αιτία να δημιουργηθεί η νεοελληνική επιστήμη της ιστορίας και λαογραφίας! Όλη η σκέψη της Ελλάδας περιστρέφεται γύρω από τον Φαλμεράιερ, καθώς χωρίς τις θέσεις του όλο το οικοδόμημα της νεοελληνικής ιστορικής θεωρίας μοιάζει ξεκρέμαστο.
Γι’ αυτό ίσως τον χαρακτήρισαν «εθνικό συγγραφέα από την ανάποδη», μιας και χωρίς τις δικαιολογημένες αντιδράσεις των ελλήνων διανοουμένων δεν θα είχαμε το πρωτόγνωρο αυτό ενδιαφέρον αλλά και το κύριο σώμα του έργου για την καταγωγή των Ελλήνων, την ίδια μας την ιστορία δηλαδή!
Λέγεται συχνά ότι η εθνική μας ομοψυχία οφείλεται στη συσπείρωση απέναντι στις θέσεις του Φαλμεράιερ. Ποιος άλλος εχθρός ένωσε το ελεύθερο ελληνικό έθνος πιο σταθερά από τον «υπ’ αριθμόν ένα ανθέλληνα», τον σπόρο του κακού Φαλμεράιερ;
Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο ότι το πολύκροτο έργο του περιβόητου ιστορικού Ιάκωβου Φίλιππου Φαλμεράιερ (όπως τον λέγαμε παλιά) «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων» τυπώθηκε στη Γερμανία το 1835 και στη χώρα μας εμφανίστηκε μόνο έπειτα από 150 χρόνια!
Η ελληνική διανόηση το αποκήρυξε με βαρύτατες ύβρεις και τόνοι μελάνης χύθηκαν για να αντικρουστούν τα επιχειρήματα του Φαλμεράιερ, καθώς οι έλληνες λόγιοι μπήκαν σε μεγάλο κόπο να αποδείξουν αβάσιμους τους ισχυρούς του με συγκριτικές μελέτες της γλώσσας, των ηθών και των εθίμων των Ελλήνων. Ο ημερήσιος Τύπος δημοσίευσε σωρεία από πολεμικές και γελοιογραφίες εναντίον του και διάφοροι ομιλητές τον απαξίωναν σε διαλέξεις, ενώ τα παιδιά τον αποδοκίμαζαν στον δρόμο, μιας και ο Φαλμεράιερ επέστρεφε και ξαναεπέστρεφε στον ελλαδικό χώρο.
Ο άνθρωπος που έθεσε στόχο ζωής να εξαφανίσει από τον χάρτη τη νεότερη Ελλάδα του φιλελληνισμού και να βάλει στη θέση της μια άλλη Ελλάδα, σλαβική και αλβανική, απόλυτα συνυφασμένη με την Ανατολή, είχε βεβαίως πολιτικά κίνητρα πίσω από την ιστορική του έρευνα και την ιστοριογραφική του θέση.
Ως πολιτικός ήταν εξάλλου προσδεμένος στο άρμα της «ρεαλιστικής πολιτικής» του Μέτερνιχ, τον οποίο και θαύμαζε απεριόριστα. Το «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων» είναι κατά κύριο λόγο πολιτικό κείμενο, αν και ο στόχος του είναι καλά κρυμμένος πίσω από την τεκμηριωμένη -κατά μια σχολή σκέψης- επιστημονική έρευνά του.
Ο φόβος του Φαλμεράιερ είναι οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Ευρώπης και η πολιτική του σκοπιμότητα προφανής: δεν θεωρεί τους Έλληνες ικανούς να ανακόψουν τον «σλαβικό επεκτατισμό», όπως τον λέει, αφού κατά τον Μεσαίωνα παραδόθηκαν στους Σλάβους άνευ όρων. Θα μπορούσαν λοιπόν να πράξουν το ίδιο και στην εποχή του Όθωνα και των προστάτιδων δυνάμεων, η προστασία των οποίων καθίσταται ως εκ τούτου απολύτως αναγκαία προκειμένου να σωθεί η Δύση από τη «σλαβική λαίλαπα».
Οι έλληνες μελετητές αντιπαρατέθηκαν με το επίμαχο έργο του Φαλμεράιερ μόνο στο ιστορικό επιστημονικό πλαίσιο, αφήνοντας κατά μέρος το τρωτό του σημείο: την εθνικόφρονα πολιτική που το διαπνέει. Όπως παρατήρησε εξάλλου ο Μίκαελ Βάιτμαν: «αποτελεί ειρωνεία το ότι ένας άνδρας που χαρακτηριζόταν στην πολιτική του σκέψη από απροκάλυπτη σλαβοφοβία, έφτασε να αποκηρυχτεί στην Ελλάδα ως σλαβόφιλος, πανσλαβιστής και πράκτορας των Τσάρων»!
Όχι πως ίδρωνε το αυτί που Φαλμεράιερ από τέτοια, καθώς δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για τους συγχρόνους του Έλληνες. Ό,τι γράφει, το γράφει εξάλλου για το γερμανικό κοινό του και -κατά δεύτερο λόγο- το ευρωπαϊκό. Η ελληνική διανόηση ανακάλυψε άλλωστε αρκετά αργά τις αμφιλεγόμενες θέσεις του ιστορικού και μπήκε όψιμα στον χορό της απόρριψης των θέσεών του, αν και αυτές την αφορούσαν περισσότερο από όλους τους άλλους.
Ο Φαλμεράιερ ήταν άλλωστε ένας άνθρωπος με σαφείς προσωπικές φιλοδοξίες, με γνωστές υπαρξιακές αγωνίες, αλλά και πολιτικά πάθη και πολιτισμικά στερεότυπα. Τις αναπάντεχες υπηρεσίες που θα προσέφερε στο ελληνικό έθνος δεν τις είχε υπολογίσει ωστόσο καλά.
Όπως παρατηρεί ο μελετητής του Φαλμεράιερ, Χανς Αϊντενάιερ: «Ο Φαλμεράιερ με τη θεωρία του έγινε, από μια άποψη, ο καταλύτης των κοινών σκέψεων Ελλήνων και Φιλελλήνων για το ποιες είναι οι αληθινές ελληνικές αξίες, και έμμεσα ο πατέρας μιας εθνικής ελληνικής επιστήμης που αποφάσισε ότι καταπολεμώντας τον έχει χρέος να αναζητήσει τις ρίζες της στην αυτόχθονη ιστορία και γλώσσα. Ο Φαλμεράιερ με τους ισχυρισμούς του για το αίμα που ρέει στις φλέβες των Ελλήνων συνετέλεσε στην αυτοσυνειδησία των Ελλήνων και του νέου τους κράτους πολύ περισσότερο από ολόκληρη τη φιλελληνική κίνηση της Κεντρικής Ευρώπης».
Κι αν όλος ο υπόλοιπος κόσμος τον έχει εγκαταλείψει στην αταραξία της αιωνιότητας, στη χώρα μας ακόμα και σήμερα το άκουσμα του ονόματός του προκαλεί ρίγη συγκίνησης…
Πρώτα χρόνια
Ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ γεννιέται στις 10 Δεκεμβρίου 1790 στο Τιρόλο, αυστριακό σήμερα έδαφος αλλά στα χρόνια του ήταν κρατίδιο προσαρτημένο στο στέμμα των Αψβούργων, τμήμα της Βαυαρίας (γι’ αυτό και στη βιβλιογραφία αλλού αναφέρεται ως Αυστριακός και αλλού ως Βαυαρός). Ήταν το έβδομο από τα δέκα παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας και στα μικράτα του, όταν δεν ήταν στο σχολείο, σαλαγούσε τα πρόβατα της φαμίλιας στα βουνά.
Η οικογένεια μετακόμισε στο Μπρίξεν το 1801, όπου και βρήκε δουλειά εργάτη ο πατέρας. Ο μικρός γράφεται σε εκκλησιαστικό σχολείο, από το οποίο αποφοιτά το 1809 με δίπλωμα που περιλαμβάνει μαθηματικά, μεταφυσική και θεολογία. Μια ωραία πρωία του 1809 κάνει κοπάνα από την εκκλησιαστική χορωδία και εγκαταλείπει τη χώρα του για να βρεθεί στο Σάλτσμπουργκ. Ήταν η περίοδος που είχε εκδηλωθεί άλλο ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα κατά της Βαυαρίας.
Στη μεγάλη πόλη βγάζει τα προς το ζην ως δάσκαλος κατ’ οίκον, διδάσκοντας θεολογία και ιστορία. Παράλληλα, γράφεται σε μια βενεδικτίνικη σχολή και σπουδάζει φιλολογία, λογοτεχνία, ιστορία και φιλοσοφία. Θέλοντας να αφιερωθεί απερίσπαστος στις σπουδές του, επιδιώκει να γίνει μοναχός σε αβαείο, αν και στον δρόμο του μπλέκονται οι βαυαρικές Αρχές που στέκονται εμπόδιο στην εκπλήρωση του σκοπού του.
Ο πολυμαθής Φαλμεράιερ γράφεται το 1812 σε πανεπιστημιακή σχολή, εξασφαλίζοντας υποτροφία από το κρατίδιο της Βαυαρίας. Τώρα αφιερώθηκε ολόψυχα στη φιλολογία και την ιστορία. Ήταν όμως τα χρόνια των Ναπολεόντειων Πολέμων και ο νεαρός θέλησε να πολεμήσει την απειλή.
Γράφεται λοιπόν το 1813 στο βαυαρικό πεζικό ως κατώτερος αξιωματικός και δίνει μπόλικες μάχες, καθ’ όλη τη διάρκεια της γαλλικής εκστρατείας των Βαυαρών. Εκεί θα παραμείνει στα μετόπισθεν, στις όχθες του Ρήνου, μέχρι τη Μάχη του Βατερλό, όταν θα περάσει έξι μήνες με τις δυνάμεις κατοχής στην Ορλεάνη.
Τα επόμενα δυο χρόνια θα τα περάσει στρατοπεδευμένος στη γερμανική φρουρά του βαυαρικού Λιντάου (Λίμνη Κωνσταντία), έχοντας άπλετο χρόνο τώρα να αφιερωθεί στη μελέτη των ελληνικών, των τουρκικών και των περσικών, αλλά και στη φιλολογία της Ανατολής.
Από τα στρατιωτικά του καθήκοντα παραιτήθηκε το 1818, όταν άρχισε να διδάσκει λατινικά και ελληνικά στο περίφημο Γυμνάσιο του Άουγκσμπουργκ, έχοντας μαθητή κανέναν άλλον από τον Ναπολέοντα Γ’! Εκεί θα εκδηλωθούν περαιτέρω οι αντικληρικές και φιλελεύθερες τάσεις του. Το 1821 θα αποδεχθεί νέα φιλολογική θέση στη βαυαρική πανεπιστημιούπολη Λάντσχουτ, όπου περνά τώρα τον καιρό του ξεψαχνίζοντας τις περίφημες βιβλιοθήκες της πόλης.
Το 1824 θα υποβάλει ένα σύγγραμμά του στον δοκιμιακό διαγωνισμό της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών και Γραμμάτων της Δανίας (την «Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας» ), αποσπώντας το πρώτο βραβείο. Με τις διεθνείς περγαμηνές του ιστορικού του έργου, εξασφαλίζει θέση καθηγητή στο Γυμνάσιο του Λάντσχουτ. Οι εκκλήσεις του ωστόσο για χρηματοδότηση των νέων ερευνών του, πρώτα από τον βασιλιά Μαξιμιλιανό Α’ και κατόπιν από τον Λουδοβίκο Α’, μένουν αναπάντητες, μιας και το στέμμα γνώριζε τις φιλελεύθερες απόψεις του.
Από δω αντλεί ενδεχομένως τις απαρχές της η φανατική στάση του Φαλμεράιερ κατά του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας, αφού ό,τι γράφει για τους Έλληνες είναι μια ευθεία απάντηση στον γνωστό φιλελληνισμό του βασιλιά, ο οποίος προωθούσε ήδη από το 1829 τον γιο του Όθωνα για τον θρόνο της Ελλάδας.
Ο Λουδοβίκος Α’ του αρνήθηκε τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Λάντσχουτ και έκανε ό,τι μπορούσε για να καθυστερήσει την εκλογή του Φαλμεράιερ στην Ακαδημία Επιστημών της Βαυαρίας! Ο ιστορικός έγινε ωστόσο καθηγητής στο Λύκειο του Μονάχου, που μετακόμισε στο Λάντσουτ το 1826, διδάσκοντας παγκόσμια ιστορία. Οι φιλελεύθερες, αντιμοναρχικές και αντικληρικές του παραδόσεις όμως στο Λύκειο έφεραν μεγάλη κατακραυγή και πύρινες αντιδράσεις…
Το ελληνικό ζήτημα
Ο Φαλμεράιερ στράφηκε ακόμα περισσότερο σε ζητήματα ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, επικεντρώνοντας τώρα την προσοχή του στην Πελοπόννησο (Μοριά) κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Τον ενδιέφερε το πώς είχε αντικατασταθεί ο αρχαίος ελληνικός πληθυσμός της νότιας Βαλκανικής από σλαβόφωνα και αλβανόφωνα φύλα κατά τη διάρκεια της μεγάλης μετακίνησης των Σλάβων.
Ο ζήλος του ήταν το λιγότερο ανησυχητικός! Ο πρώτος τόμος της «Ιστορίας της χερσονήσου του Μοριά κατά τον Μεσαίωνα» εκδίδεται το 1830, όπου και παρέχει την πρώτη σπερματική διατύπωση της περιβόητης θεωρίας του, που θα ξεδιπλωθεί λίγο αργότερα στο «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων» (1835), το οποίο γράφει για να απαντήσει στην πύρινη κριτική που του ασκήθηκε από τους φιλέλληνες γερμανούς -κατά κύριο λόγο- κλασικούς φιλολόγους.
Η θεωρία του Φαλμεράιερ ήταν σε γενικές γραμμές αυτή: «Η ελληνική φυλή έχει τελείως εξολοθρευτεί από την Ευρώπη. Η φυσική ομορφιά, το μεγαλείο του πνεύματος, η απλότητα των συνηθειών, η καλλιτεχνική δημιουργία, οι αθλητικοί αγώνες, οι πόλεις, τα χωριά, το μεγαλείο των μνημείων και των αρχαίων ναών, ακόμα και το όνομα του λαού έχουν εξαφανισθεί από την Ελλάδα.
Ένα διπλό στρώμα από ερείπια και ο βόρβορος δύο νέων διαφορετικών λαών σκεπάζει τους τάφους των αρχαίων Ελλήνων. Τα αθάνατα έργα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και μερικά ερείπια, που βρίσκονται στην Ελλάδα, αποτελούν τώρα τη μόνη απόδειξη πως πριν από πολλά χρόνια υπήρχε ένας λαός σαν τους Έλληνες.
Ούτε μία απλή σταγόνα αίματος, γνησίου ελληνικού αίματος, δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σημερινής Ελλάδας. Μία τρομερή καταιγίδα διασκόρπισε έως την πιο απόμακρη γωνιά της Πελοποννήσου μία νέα φυλή συγγενή προς τη μεγάλη φυλή των Σλάβων.
Οι Σκύθες-Σλάβοι, οι Ιλλυριοί-Αρβανίτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους λαοί, είναι εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Έλληνες. Ένας λαός με σλαβικά χαρακτηριστικά, τοξοειδείς βλεφαρίδες και σκληρά χαρακτηριστικά αλβανών βοσκών του βουνού, που φυσικά δεν προέρχεται από το αίμα του Νάρκισσου, του Αλκιβιάδη και του Αντίνοου. Μόνο μία δυνατή ρομαντική φαντασία μπορεί να ονειρεύεται ακόμα μια αναγέννηση των αρχαίων Ελλήνων».
Εξοργισμένος από την πολεμική που δέχτηκε ο «Μοριάς» του, ο Φαλμεράιερ αποφάσισε να οργώσει τη Νότια Ευρώπη για να μαζέψει επιπλέον πληροφορίες προς επίρρωση των θέσεών του. Η μεγάλη ευκαιρία του παρουσιάστηκε όταν ο ρώσος κόμης Αλεξάντερ-Ιβάνοβιτς Όστερμαν-Τολστόι κατέφτασε στο Μόναχο ψάχνοντας μορφωμένη παρέα για την περιήγηση που ήθελε να κάνει στα νοτιοανατολικά της Ευρώπης. Τον Αύγουστο του 1831, οι δυο τους ξεκίνησαν την οδύσσειά τους σε Ιερουσαλήμ, Αλεξάνδρεια και όλη την Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Ρόδο και Αττική, επιστρέφοντας στο Μόναχο τον Αύγουστο του 1834.
Ο καθηγητής ιστορίας με τον ρώσο κόμη καταφτάνουν λοιπόν στη χώρα μας και ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την ιστορία και την αρχαιολογία. Ο Φαλμεράιερ συλλέγει πληροφορίες για τα τοπωνύμια της χώρας και ασχολείται τόσο προσηλωμένα με την Ελλάδα που εντυπωσιάζει την αθηναϊκή διανόηση, η οποία σπεύδει να του προσφέρει έδρα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών! Εκείνος φυσικά την αρνείται ευγενικά, μιας και δεν τρέφει καμία εκτίμηση για τους εξελληνισμένους Σλάβους που αντικρίζει στη χώρα μας (όπως λέει χαρακτηριστικά).
Στην Αθήνα (αλλά και στη Χαλκιδική και όλη τη Μακεδονία) θα ξανάρθει το 1842, κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης μακράς περιήγησής του στην Ανατολή (1840-1842), και τώρα έχει και την ιδιότητα του τακτικού μέλους της Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου, αλλά και του ανταποκριτή γερμανικής εφημερίδας (από το 1839). Στο συγγραφικό του έργο έχουν όμως προστεθεί άλλα δύο βιβλία: η ακαδημαϊκή πραγματεία «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων» του 1835 και ο δεύτερος τόμος της «Ιστορίας του Μοριά» του 1836.
Ο Φαλμεράιερ θα κάνει συζητήσεις με έλληνες λόγιους και διαπιστώνει ότι ελάχιστοι γνωρίζουν το έργο του. Φεύγει μάλιστα από τη χώρα μας με την εντύπωση ότι υπήρξε πειστικός έναντι των συνομιλητών του όταν κάνει λόγο για «αλβανοποίηση του πληθυσμού της Αττικής»! Πέντε χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1847, κατά τη διάρκεια ενός τρίτου ταξιδιού, θα επισκεφτεί και πάλι για λίγες βδομάδες την Αθήνα. Το κύρος του στη Βαυαρία είναι πια αναμφισβήτητο, τώρα είναι τακτικός καθηγητής παγκόσμιας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, έχει εκδώσει ένα νέο δίτομο έργο, στο οποίο έχει συγκεντρώσει τις ανταποκρίσεις του από την Ανατολή, και περιμένει την εκλογή του στη γερμανική Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης ως βουλευτής Μονάχου.
Αυτή τη φορά αντιμετωπίζει όμως στην Αθήνα μια εξαιρετικά άσχημη υποδοχή! Εφτά έλληνες λόγιοι έχουν ήδη δημοσιεύσει έργα εναντίον των θέσεών του (Βυβιλάκης, Σουρμελής, Δάρβαρης, Οικονόμου, Γεωργιάδης Λευκίας, Παπαδόπουλος Βρετός και Παπαρρηγόπουλος), οι εφημερίδες δημοσιεύουν πολεμικές και γελοιογραφίες εναντίον του, ρήτορες τον κατακεραυνώνουν σε ομιλίες και τα παιδιά τον γιουχαΐζουν στον δρόμο (όπως μας παραδίδει ο Βελουδής)!
Οι Έλληνες είχαν ανακαλύψει με καθυστέρηση αρκετών χρόνων τη γνώμη του βαυαρού καθηγητή για την καταγωγή τους. Όπως είπαμε, ο Φαλμεράιερ δεν είχε κατά νου να χτυπήσει τη νεοελληνική διανόηση, την οποία δεν εκτιμούσε εξάλλου καθόλου. Ο στόχος του ήταν οι κλασικοί λόγιοι και οι φιλέλληνες πολιτικοί της Βαυαρίας και κυρίως ο μεγάλος φιλέλληνας ηγεμόνας Λουδοβίκος Α’, ο οποίος έγραφε σε στίχους του πως ζούσε με τη «σκέψη στην Ελλάδα, ρουφώντας την ιστορία της με λαχτάρα» και παρότρυνε τον γιο του Όθωνα να γίνει βασιλεύς των Ελλήνων.
Οι έλληνες διανοούμενοι και ιστορικοί δεν γνώριζαν όμως το έργο του Φαλμεράιερ, στο οποίο θα προστεθεί μάλιστα το 1860 και μια εργασία για «Το αλβανικό στοιχείο στην Ελλάδα». Μόλις το 1872 θα διαβάσουν ένα δισέλιδο απόσπασμά του (από τον πρόλογο μάλιστα του πρώτου τόμου της «Ιστορίας του Μοριά»), κι αυτό σε μια μετάφραση ενός έργου εναντίον των απόψεών του! Κατακεραυνώνουν δηλαδή τις θέσεις ενός ιστορικού που αγνοούν παντελώς τι γράφει. Το «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων» εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1984 και η «Ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά τον Μεσαίωνα» μόλις το 2002!
Ο Φαλμεράιερ απαντά στην πολεμική επικαλούμενος την ήττα στη Χαιρώνεια, την καταστροφή της Κορίνθου από τον Λεύκιο Μόμμιο Αχαϊκό, την εισβολή του βησιγότθου κατακτητή Αλάριχου του Μέγα, αλλά και τον ιερό πόλεμο του Βυζαντίου κατά της εθνικής θρησκείας.
Ο Φαλμεράιερ επικαλείται βυζαντινούς συγγραφείς για να θεμελιώσει την άποψή του και παραθέτει τη σωρεία των σλαβικών τοπωνυμίων που συνάντησε στον ελλαδικό χώρο, τα οποία αποτελούν στη συλλογιστική του κατάλοιπο του εκσλαβισμού των Ελλήνων. Σύμφωνα με τη σκέψη του, την υποταγή των Σλάβων στους Βυζαντινούς ακολουθεί ο εποικισμός πληθυσμού χριστιανών ελληνοφώνων από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, που πραγματοποιείται στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Α’. Από την επιμειξία εκείνη, Σλάβων και ελληνόφωνων εποίκων, προκύπτει ο λαός που ζει στη σύγχρονη Ελλάδα.
Οι θέσεις του Φαλμεράιερ αποτελούν ευθεία βολή στην ιδέα περί ιστορικής συνέχειας αρχαίων και Νεοελλήνων και δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Σαν να μη φτάνουν αυτά, ισχυρίζεται κάπου πως «Το βασικότερο μειονέκτημα των Ελλήνων είναι η πολιτική τους ανεπάρκεια, αδυναμία και ανικανότητα -πράγμα που η Αγγλία το διέγνωσε καλύτερα από κάθε άλλον- να δημιουργήσουν αυτοδύναμα ένα μόνιμο φράγμα κατά της καλπάζουσας φιλοδοξίας των σλαβικών λαών που απειλούν τη Δύση»…
Κατοπινά χρόνια
Για τον ίδιο τον Φαλμεράιερ το «ελληνικό ζήτημα» είχε φυσικά μικρότερη σημασία από ό,τι για τους Έλληνες. Το 1835 εκλέχτηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών της Βαυαρίας, αν και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα εξαιτίας των νέων πολιτικών αναταραχών, περνώντας τα επόμενα τέσσερα χρόνια στη δεύτερη περιήγησή του στην Ανατολή. Στην οποία θα επέστρεφε όπως είπαμε για τρίτη φορά το 1847.
Τα ταξίδια του υπαγορεύονταν σαφώς από την καχυποψία με την οποία των αντιμετώπιζαν οι βαυαρικές Αρχές, οι οποίες του απαγόρευσαν κάποια στιγμή να διδάσκει στο πανεπιστήμιο (κράτησε ωστόσο τη θέση του τακτικού καθηγητή)!
Ήταν όμως γνωστότατος ακαδημαϊκός και τον προσέλαβαν κάποια στιγμή ως δάσκαλο του διαδόχου Μαξιμιλιανού! Ακόμα και στη Γερμανική Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης εκλέχτηκε, ένα υποπροϊόν των Επαναστάσεων του 1848 που συγκλόνισαν την Ευρώπη, αν και οι δεδηλωμένες αντιμοναρχικές του απόψεις θα του έφερναν περαιτέρω περιπέτειες.
Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ελβετία και στο Μόναχο επέστρεψε μόλις το 1850, όταν χορηγήθηκε αμνηστία σε όλους τους αντιφρονούντες. Την καθηγητική του έδρα την απέσυρε μάλιστα ο παλιός του μαθητής και φίλος, πλέον Μαξιμιλιανός Β’ της Βαυαρίας.
Εχθρός πια του κράτους, ο Φαλμεράιερ πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του μακριά από την πολιτική και ακαδημαϊκή ζωή. Τώρα εργαζόταν ως δημοσιογράφος και καλούσε την Ευρώπη να υποστηρίξει οικονομικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την οποία έβλεπε ως ανάχωμα στην επιρροή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια (διακατεχόταν από τρανά αντιρωσικά αισθήματα).
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι πέρασαν στην αντεπίθεση και του αποστέρησαν όλες τις ακαδημαϊκές του θέσεις. Την τελευταία αυτή δεκαετία της ζωής του θα την περάσει συντάσσοντας μια σειρά πολιτικά άρθρα σε γερμανικές επιθεωρήσεις και εφημερίδες. Με το ξέσπασμα του Πολέμου της Κριμαίας, στέλνεται ως πολεμικός ανταποκριτής, οι αναφορές του έχουν ωστόσο έντονη την οσμή της ξεκάθαρης προτίμησής του στον συνασπισμό Ευρωπαίων και Οθωμανών κατά του τσάρου.
Την ιστορική του εργασία τη συνέχισε με μια σειρά δημοσιεύσεων πάνω στη μεσαιωνική ιστορία των Αλβανών. Παρά το γεγονός ότι σήμερα δεν θεωρείται εξέχων ιστορικός, τα κείμενά του αναγνωρίστηκαν για τη λογοτεχνική γραφή και το κλασικό τους ύφος. Ο σοβαρότερος ίσως αντίκτυπος του έργου του ήταν η γέννηση της ιστορίας και της λαογραφίας στον τόπο μας.
Ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ πέθανε στις 26 Απριλίου 1861 στο Μόναχο, όταν τον πρόδωσε η καρδιά του. «Ζω και τελειώνω μονάχος και λησμονημένος, γιατί όλες μου οι δημοσιεύσεις έμειναν χωρίς επιτυχία. Θλιβερή ομολογία! Αξιοθρήνητη μοίρα!», αυτό γράφει όταν αποφάσισε να σταματήσει αιφνιδίως λίγο προτού πεθάνει το ημερολόγιο που κρατούσε για χρόνια…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.