«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά, σκοτώσανε τον Σακαφλιά». Το τραγούδι αυτό αποτελεί ένα από τα κλασσικά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, το οποίο ηχογραφήθηκε το 1939 από την «His Master Voice» Ελλάδος .
Στην ηχογράφηση συμμετέχουν ο Τσιτσάνης και ο Στράτος Παγιουμτζής και φυσικά γράφτηκε για έναν εγκληματία που δολοφονήθηκε στις φυλακές Τρικάλων.
Ουσιαστικά ο συνθέτης ακολουθεί τη λαϊκή παράδοση, που πολλές φορές δημιουργούσε δημοτικά τραγούδια με πρωταγωνιστές ήρωες της υπαίθρου ή κακοποιά στοιχεία.
Μέσα από το τραγούδι του Τσιτσάνη, ο Σακαφλιάς έγινε πασίγνωστος σε όλη την Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα δημιουργήθηκε ένας θρύλος γύρω από τη ζωή και τις περιπέτειές του.
Ο διαβόητος κακοποιός Γιώργος Σακαφλιάς καταγόταν από την Αθήνα και έμενε στο Θησείο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Χαρίλαος Χαραλάμπους και το «Σακαφλιάς» ήταν το παρατσούκλι του.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν ωραίος άντρας και ξεχωριστό κουτσαβάκι της εποχής.
Ο Σακαφλιάς εκμεταλλευόταν γυναίκες του πεζοδρομίου και έκανε και μικροκλοπές.
Το 1926, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη, δικάστηκε και όταν καταδικάστηκε μεταφέρθηκε στις φυλακές των Τρικάλων.
Όπως γινόταν σχεδόν σε κάθε φυλακή του Μεσοπολέμου, οι κρατούμενοι έπαιζαν παράνομα παιχνίδια. Κάθε φυλακή είχε και έναν αρχηγό που έπαιρνε τα ποσοστά των κερδών, τον τσιριμπάση, όπως τον αποκαλούσαν.
Ο Σακαφλιάς έγκλειστος πια στη φυλακή των Τρικάλων παρατηρούσε τους κατάδικους που έπαιζαν κυρίως μπαρμπούτι και τα ποσοστά που έπαιρνε από αυτούς ο τσιρίμπασης, που τον έλεγαν Αυλωνίτση.
Δεν ήξερε όμως καλά τους νόμους του υποκόσμου μέσα στη φυλακή ή έκανε πως τους αγνοούσε.
Σύμφωνα με αυτούς, για να γίνει κάποιος τσιρίμπασης, έπρεπε να τον έχουν «σε εκτίμηση» τουλάχιστον οι μισοί κατάδικοι και μάλιστα το όνομά να προκαλεί φόβο, σεβασμό και προαιρετικά θαυμασμό.
Ο Αυλωνίτσης ήταν διαβόητος κακοποιός και ως κορυφαία απόδειξη της «εγκληματικής αξίας» του, ήταν ότι είχε πυροβολήσει έναν ενωμοτάρχη σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη. Οι κρατούμενοι μπροστά του ήταν «σούζα».
Ωστόσο ο Σακαφλιάς θέλησε να διεκδικήσει τη θέση του.
Σε ένα παιχνίδι ο Σακαφλιάς κλώτσησε τον Αυλωνίτση λέγοντάς του «φύγε ρε κωλόγερε…».
Αυτός κράτησε την ψυχραιμία του αλλά όχι τη γλώσσα του και απάντησε προφητικά:«αυτό θα το πληρώσεις με τη ζωή σου…».
Μετά από λίγες μέρες ο Αυλωνίτσης αγόρασε ένα τηγάνι και λίγες μαρίδες και πήγε στο πλυσταριό της φυλακής στο τέλος ενός στενού διαδρόμου, δήθεν για να τις τηγανίσει. Όμως είχε βγάλει το χερούλι του τηγανιού και το είχε ακονίσει με υπομονή μέχρι που έγινε ένα κοφτερό ξυράφι.
Έπειτα φώναξε τον Σακαφλιά για να τον κεράσει μαρίδες. Ο Σακαφλιάς, θεώρησε ότι επειδή ήταν μεγάλος σε ηλικία, φοβήθηκε μετά την κλωτσιά που του έδωσε και ήθελε να κάνουν ανακωχή.
Άφοβα μπήκε στο καμαράκι. Αμέσως δέχτηκε αλλεπάλληλα πισώπλατα χτυπήματα με το κοφτερό χερούλι του τηγανιού. Μετά από λίγο ξεψύχησε.
Όταν έγινε το περιστατικό το 1927, ο Τσιτσάνης ήταν παιδί ακόμα. Αργότερα όμως μεγαλώνοντας, επηρεασμένος από ορισμένα ρεμπέτικα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη, που αναφέρονταν σε ιστορίες κακοποιών, ήθελε και εκείνος να γράψει τέτοια τραγούδια.
Ο απόηχος του εγκλήματος που είχε συγκλονίσει την περιοχή, ήταν μοναδική πηγή έμπνευσης. Ο Τσιτσάνης πήρε το θύμα του εγκλήματος, τον Σακαφλιά και τον έκανε ήρωα γράφοντας:
«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά, σκοτώσανε τον Σακαφλιά. Δυο μαχαιριές του δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε. Τέτοιο δερβίσικο παιδί, τον κλαίμε όλοι μας μαζί. Δεν τον ξεχνάμε βρε παιδιά τον φίλο μας τον Σακαφλιά».
Τα δυο στενά που αναφέρει ο Τσιτσάνης το τραγούδι του είναι οι δύο διάδρομοι του προαυλίου της φυλακής Τρικάλων που κυκλώνουν τους θαλάμους των κρατουμένων.
Επίσης ο Τσιτσάνης στους στίχους του αναφέρει τον Σακαφλιά ως «φίλο» και ως «ντερβίση», καθώς ο Σακαφλιάς ήταν πολύ νέος και όχι μόνο συγχωρέθηκε αλλά κέρδισε και την εύνοια του λαού των Τρικάλων.
Όσο για τον Αυλωνίτση, όταν αποφυλακίστηκε μετά τον πόλεμο πήγε στην Πάτρα και δούλεψε σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη.
Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτη της λέσχης, μεγάλος πια σε ηλικία δεν έβρισκε δουλειά ούτε και μπορούσε πια να επιβιώνει με τη μαγκιά του.
Τελικά κατέληξε να ζητιανεύει.
Έγινε περίγελος της κοινωνίας και σαν παλιός μάγκας, δεν άντεξε τον εξευτελισμό, με αποτέλεσμα να δώσει τέλος στη ζωή του πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.
Ακούστε εδώ το τραγούδι:
Πηγή: «Μια ιστορία..ένα τραγούδι», Ηρακλής Ευστρατιάδης, mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Στην ηχογράφηση συμμετέχουν ο Τσιτσάνης και ο Στράτος Παγιουμτζής και φυσικά γράφτηκε για έναν εγκληματία που δολοφονήθηκε στις φυλακές Τρικάλων.
Ουσιαστικά ο συνθέτης ακολουθεί τη λαϊκή παράδοση, που πολλές φορές δημιουργούσε δημοτικά τραγούδια με πρωταγωνιστές ήρωες της υπαίθρου ή κακοποιά στοιχεία.
Μέσα από το τραγούδι του Τσιτσάνη, ο Σακαφλιάς έγινε πασίγνωστος σε όλη την Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα δημιουργήθηκε ένας θρύλος γύρω από τη ζωή και τις περιπέτειές του.
Ο διαβόητος κακοποιός Γιώργος Σακαφλιάς καταγόταν από την Αθήνα και έμενε στο Θησείο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Χαρίλαος Χαραλάμπους και το «Σακαφλιάς» ήταν το παρατσούκλι του.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν ωραίος άντρας και ξεχωριστό κουτσαβάκι της εποχής.
Ο Σακαφλιάς εκμεταλλευόταν γυναίκες του πεζοδρομίου και έκανε και μικροκλοπές.
Το 1926, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη, δικάστηκε και όταν καταδικάστηκε μεταφέρθηκε στις φυλακές των Τρικάλων.
Όπως γινόταν σχεδόν σε κάθε φυλακή του Μεσοπολέμου, οι κρατούμενοι έπαιζαν παράνομα παιχνίδια. Κάθε φυλακή είχε και έναν αρχηγό που έπαιρνε τα ποσοστά των κερδών, τον τσιριμπάση, όπως τον αποκαλούσαν.
Ο Σακαφλιάς έγκλειστος πια στη φυλακή των Τρικάλων παρατηρούσε τους κατάδικους που έπαιζαν κυρίως μπαρμπούτι και τα ποσοστά που έπαιρνε από αυτούς ο τσιρίμπασης, που τον έλεγαν Αυλωνίτση.
Δεν ήξερε όμως καλά τους νόμους του υποκόσμου μέσα στη φυλακή ή έκανε πως τους αγνοούσε.
Σύμφωνα με αυτούς, για να γίνει κάποιος τσιρίμπασης, έπρεπε να τον έχουν «σε εκτίμηση» τουλάχιστον οι μισοί κατάδικοι και μάλιστα το όνομά να προκαλεί φόβο, σεβασμό και προαιρετικά θαυμασμό.
Ο Αυλωνίτσης ήταν διαβόητος κακοποιός και ως κορυφαία απόδειξη της «εγκληματικής αξίας» του, ήταν ότι είχε πυροβολήσει έναν ενωμοτάρχη σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη. Οι κρατούμενοι μπροστά του ήταν «σούζα».
Ωστόσο ο Σακαφλιάς θέλησε να διεκδικήσει τη θέση του.
Σε ένα παιχνίδι ο Σακαφλιάς κλώτσησε τον Αυλωνίτση λέγοντάς του «φύγε ρε κωλόγερε…».
Αυτός κράτησε την ψυχραιμία του αλλά όχι τη γλώσσα του και απάντησε προφητικά:«αυτό θα το πληρώσεις με τη ζωή σου…».
Μετά από λίγες μέρες ο Αυλωνίτσης αγόρασε ένα τηγάνι και λίγες μαρίδες και πήγε στο πλυσταριό της φυλακής στο τέλος ενός στενού διαδρόμου, δήθεν για να τις τηγανίσει. Όμως είχε βγάλει το χερούλι του τηγανιού και το είχε ακονίσει με υπομονή μέχρι που έγινε ένα κοφτερό ξυράφι.
Έπειτα φώναξε τον Σακαφλιά για να τον κεράσει μαρίδες. Ο Σακαφλιάς, θεώρησε ότι επειδή ήταν μεγάλος σε ηλικία, φοβήθηκε μετά την κλωτσιά που του έδωσε και ήθελε να κάνουν ανακωχή.
Άφοβα μπήκε στο καμαράκι. Αμέσως δέχτηκε αλλεπάλληλα πισώπλατα χτυπήματα με το κοφτερό χερούλι του τηγανιού. Μετά από λίγο ξεψύχησε.
Όταν έγινε το περιστατικό το 1927, ο Τσιτσάνης ήταν παιδί ακόμα. Αργότερα όμως μεγαλώνοντας, επηρεασμένος από ορισμένα ρεμπέτικα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη, που αναφέρονταν σε ιστορίες κακοποιών, ήθελε και εκείνος να γράψει τέτοια τραγούδια.
Ο απόηχος του εγκλήματος που είχε συγκλονίσει την περιοχή, ήταν μοναδική πηγή έμπνευσης. Ο Τσιτσάνης πήρε το θύμα του εγκλήματος, τον Σακαφλιά και τον έκανε ήρωα γράφοντας:
«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά, σκοτώσανε τον Σακαφλιά. Δυο μαχαιριές του δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε. Τέτοιο δερβίσικο παιδί, τον κλαίμε όλοι μας μαζί. Δεν τον ξεχνάμε βρε παιδιά τον φίλο μας τον Σακαφλιά».
Τα δυο στενά που αναφέρει ο Τσιτσάνης το τραγούδι του είναι οι δύο διάδρομοι του προαυλίου της φυλακής Τρικάλων που κυκλώνουν τους θαλάμους των κρατουμένων.
Επίσης ο Τσιτσάνης στους στίχους του αναφέρει τον Σακαφλιά ως «φίλο» και ως «ντερβίση», καθώς ο Σακαφλιάς ήταν πολύ νέος και όχι μόνο συγχωρέθηκε αλλά κέρδισε και την εύνοια του λαού των Τρικάλων.
Όσο για τον Αυλωνίτση, όταν αποφυλακίστηκε μετά τον πόλεμο πήγε στην Πάτρα και δούλεψε σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη.
Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτη της λέσχης, μεγάλος πια σε ηλικία δεν έβρισκε δουλειά ούτε και μπορούσε πια να επιβιώνει με τη μαγκιά του.
Τελικά κατέληξε να ζητιανεύει.
Έγινε περίγελος της κοινωνίας και σαν παλιός μάγκας, δεν άντεξε τον εξευτελισμό, με αποτέλεσμα να δώσει τέλος στη ζωή του πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.
Ακούστε εδώ το τραγούδι:
Πηγή: «Μια ιστορία..ένα τραγούδι», Ηρακλής Ευστρατιάδης, mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.